“Άντεξε ρε μάνα, πού θα πάει; Θα περάσει και τούτη η φουρτούνα.” μονολογούσε σε μια γωνιά ο μερακλής Παναής, που δεν μπορούσε να καταλάβει καλά καλά πώς έβρισκε και ο ίδιος το κουράγιο και τα έλεγε αυτά τα λόγια.
Έπρεπε να το βρει, να το αντλήσει από κάπου, αφού πια ήταν ο μόνος που έπρεπε και επιβαλλόταν να κρατήσει την κατάσταση σε ψύχραιμο και ήρεμο κλίμα.
Από μικρή η μάνα του είχε γνωρίσει την άσχημη και δύσκολη μορφή της ζωής.
Λες και η μοίρα της πια δεν είχε χορτάσει να τη χτυπάει αλύπητα και αδιάκοπα.
Μικρή σαν ήταν, ορφάνεψε από πατέρα και με τη μάνα της μαζί έπρεπε να κουμαντάρουν, όπως της έλεγε, συνέχεια το σπίτι.
Εκείνη πήγαινε σαν οικιακή βοηθός τα τωρινά τα χρόνια, σαν παραδουλεύτρα όπως συνήθιζαν να τη λένε εκείνα τα χρόνια.
Συμμάζευε τα σπίτια τους, τους καθάριζε τα σπίτια, και γενικά κάθε δουλειά που ήταν δυνατόν να πέρναγε από τα χέρια της.
Το όχι ήταν μια λέξη που βρισκόταν γραμμένη μόνο στα βιβλία, γιατί στα κιτάπια της καρδιάς της υπήρχε το ναι, το μάλιστα, το ό,τι πείτε, το αμέσως.
Λέξεις που της είχαν στιγματίσει τη ζωή της, το περιβάλλον στο οποίο κινούνταν χρόνια πολλά τότε και που αισθανόταν και ευγνωμοσύνη, αφού είχε κι αυτή τη δουλειά και έτσι μπορούσε να συντηρήσει την οικογένειά της.
Ποια οικογένεια θα μου πείτε, δυο άτομα όλα και όλα, μα με καρδιά λιονταριού, όπως είχαν διατάξει και επιβάλλει άγραφοι νόμοι, που δεν μπορούσε να πάει κανείς κόντρα σ’ αυτούς.
Άνθρωποι δυνατοί, σύμφωνα με τις επιταγές των συνθηκών της ζωής τους, άτομα αδύναμα όμως ψυχικά, καταβεβλημένα και ταλαιπωρημένα από την αχαριστία, την πονηριά, μα κυρίως από την ασυνειδησία των άλλων, των δήθεν καλοκάγαθων και καλοπροαίρετων ανθρώπων, με καρδιά πέτρινη και αντοχή σιδερένια.
Τέτοιοι χαρακτήρες ήταν ικανοί και άξιοι να επιβιώσουν και να αποτελέσουν όντως τμήμα μιας ομάδας, που μόνο της σκοπό, στόχο και μέλημα είχε την εκμετάλλευση των ατόμων που είχαν είτε χτυπηθεί από τη μοίρα, είτε δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν την πεπατημένη οδό και μονοπάτι, τόσο κακοτράχαλο και συνοδευόμενο από σκληροτράχηλους χαρακτήρες, που επιβεβαίωναν τον ανδρισμό τους μέσω της οδού, ποιας άλλης; Της επιβολής και επιρροής τους στο σώμα, στο κορμί. Το μυαλό δεν τους ενδιέφερε και ιδιαίτερα.
Τις ορέξεις τους, αρρωστημένες ή μη, τα βάρβαρα κακόβουλα σχέδιά τους αποπλάνησής τους, παραπλάνησής τους, θυμάτων που με τίποτα δεν πονηρεύονταν τον απεχθή και ανήθικο τρόπο που σκέπτοταν και ήταν έτοιμοι να δράσουν και να επιδράσουν δυστυχώς αρνητικά στην επόμενή τους ζωή, στον παραπέρα χρόνο. Όσον της είχε χαρίσει της καθεμίας ο Πλάστης μας και Λυτρωτής μας.
Πάντα υπήρχε, επικρατούσε ο φόβος, ο τρόμος, που την κρατούσε δέσμια και να μην μπορεί να μιλήσει σε κανέναν για αυτό το κακό, όπως έλεγε, που την είχε έβρει.
Μικρή κοπέλα τότε, η μάνα της Αργυρούλας έπρεπε να πάρει τη χειρότερη απόφαση και δίλλημα που της είχε θέσει ποτέ κάποιος.
Ή κάθεσαι μαζί μας και το παιδί σου έχει να φάει και να ντυθεί και να μεγαλώσει σαν άνθρωπος, έτσι την εκφόβιζε πάντα ο γερασμένος αφέντης της, το αφεντικό της, που είχε μάθει να βάλλεται κατά παντός και να επιβάλλεται, αρκεί να γινόταν το δικό του και κάτω από τις συνθήκες τις οποίες ο ίδιος θα επέλεγε και θα έκρινε ποιες και κατά πόσο τον βόλευαν εκείνον.
Αυτή η κουβέντα, “άνθρωπος”, είχε καρφωθεί στο μυαλό της μικρής Χρυσαφένιας, που ήταν σαν άγγελος, παρά την ταλαιπωρία που είχε υποστεί και το σώμα της, μα κυρίως το μυαλό της. Πάλευε να το χωρέσει, να το συνειδητοποιήσει, αλλά και πάλι ήταν τόσο ηθική και ενάρετη, που ακόμα και μέχρι σήμερα αυτοτιμωρείται και αυτοκαταδιώκεται, λες και έφταιγε μόνο αυτή και απάλλασσε τον σάτυρο και κακομαθημένο αφέντη της από κάθε κακουργηματική πράξη και εκδίκηση. Κάποια στιγμή, η δόλια η καρδούλα της είχε αδυνατίσει τόσο πολύ, που η παραμικρή κούραση της έκανε κακό, ακόμα και η ευχάριστη, όπως την έλεγε κατάμουτρα ο γέρος κακομούτσουνος χαρακτηριστικά. Έτσι το λέει ακόμα το παρατσούκλι, με το οποίο φαίνεται να καθησυχάζονται και οι τύψεις της και οι ενοχές της.
Αυτός, αδίστακτος και κακότροπος όπως ήτανε, φρόντιζε κάθε φορά να βρίσκει αιτίες και αφορμές ώστε να πηγαίνει την κακομοίρα την παιδούλα τότε, και μετέπειτα γυναίκα, σε τόπους και μέρη απόμακρα που δεν είχε κανένας πρόσβαση, προφασιζόμενος ότι είχε δουλειές και έπρεπε και η καημένη αυτή κοπέλα να τον ακολουθήσει πιστά και υπομονετικά και να δεχθεί το κάθε τι που η νοσηρή του φαντασία ήθελε να πράξει πάνω της. Να ευνουχίσει, όπως και τα κατάφερε, τον αυτοσεβασμό της, την αξιοπρέπειά της, μα κυρίως, να δυναστεύσει και να καταδιώξει το άμοιρο μυαλό της, που όλο έκανε σχέδια να τον αποφύγει και όλο βρισκόταν καταδιωκόμενη και απελπισμένη στα χέρια του εχθρού της.
Ενός εχθρού, που παρακάλαγε κάθε φορά να πάθαινε κάτι, αρκεί να μη συμμετείχε και η ίδια στο δικό της μαρτύριο, στα δικά της καταναγκαστικά έργα, που με τον άντρα της τα είχε ζήσει ως ευχαρίστηση, αγάπη, φροντίδα, έλξη σωματική και ψυχική.
Τώρα πια είχαν μεταλλαχτεί και είχαν πάρει μια διαφορετική πορεία και τροπή όλα αυτά τα γεγονότα, με μόνη παρηγοριά και ελπίδα να βρεθεί μια δικαιολογία, μια πρόφαση, για να αποφύγει την καταδίκη της, το ζωντανό μαρτύριο συνευρέσεως της σάρκας και του ψυχικού πόνου, του ναρκισσισμού και της πλήρους απογοητεύσεως και αποτροπής από μια πράξη που έμελλε να της χαρακώσει την ψυχή, την καρδιά, το νου, όλο της το είναι.
Η ελπίδα λένε σβήνει τελευταία και αυτό της γέμιζε την ψυχή με μια δύναμη τόσο εσωτερική, που δεν ήθελε επ’ ουδενί να φανεί το ελάχιστο σημάδι της, φοβούμενη μήπως και δεν τα καταφέρει, αντλώντας από αυτήν να πλημμυρίσει για μια φορά ανθρωπιά, γαλήνη, ηρεμία, μα πιο πολύ ο σεβασμός και η αξιοπρέπεια, που ήδη ήταν στο πλατύσκαλο της καρδιάς της.
Έμενε να βρει το κουράγιο να χτυπήσει και την πόρτα της καρδιάς της, μα εκείνη να γίνει τόσο σκληρή και απότομη, ώστε να διώξει κάθε σκέψη άσχημη και κακόβουλη που κυριαρχούσε και δεν της επέτρεπε να σκέφτεται και να δρα με τη λογική. Με παρορμητισμό και αναίδεια, αυθάδεια πλέον, αντιμετώπιζε το δυνάστη της και δήμιό της.
Όντως ήταν ένας δήμιος καλά καμουφλαρισμένος, που όποτε ήθελε και γούσταρε άρπαζε την κοπέλα και λες και ήταν κτήμα του, της φερόταν απάνθρωπα, απαίσια, εντελώς υποτιμητικά και φθονερά.
Ναι, έτρεφε απέραντη ζήλια, γιατί δεν τον ήθελε, το ήξερε, ήταν από την αρχή πασιφανές, και το μόνο που τον έσωζε για να μη γίνει ο περίγελος και τον κοροϊδεύουν μικροί και μεγάλοι, εφόσον βλέποντας και αξιολογώντας την οικονομική κατάσταση της κοπέλας, επέβαλλε τους δικούς του νόμους, που έπρεπε χωρίς δεύτερη σκέψη να υποταχτεί και να υποκύψει σε αυτούς, να ξεπληρώνει αδρά αυτή την απάνθρωπη και λυσσαλέα κακία, ζήλια και μοχθηρία του, ώστε και οι δυο να βγουν κερδισμένοι από αυτό το σκληρό και κακουργηματικό παιχνίδι ηθικής και νου.
Με τον καιρό κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει μέχρι το παιδί της να τελειώσει τις σπουδές και να μπορέσει να σταθεί στα δικά της πόδια, στις δικές της πια δυνάμεις.
Με πόνο ψυχής και αντοχής, με ασταμάτητα δάκρυα που ξεχείλιζαν σαν επέστρεφε από τον Γολγοθά, τον τόπο Μαρτυρίου, που γινόταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα οι συνευρέσεις τους.
Το μόνο που είχε γίνει ένα με το σώμα της, το μυαλό της, την ψυχή της και την καρδιά της, ήταν μια φράση, που την κουβάλαγε και μέχρι τώρα.
Η ζωή είναι κουράγιο, δύναμη, πόλεμος, αγώνας, μαγκιά και τόλμη, θα συμπληρώσω με τη σειρά μου εγώ.
Με την πάροδο του χρόνου λες και το κορμί σιώπησε, λες και το μυαλό κόλλησε, μα κυρίως η καρδιά της κοκκάλωσε, πάγωσε πιο πολύ και από ένα παγόβουνο, που μόνο το παγοθραυστικό θα ήταν ικανό να τον σπάσει και μια ηλεκτρική εγκατάσταση χιλιάδων βολτ να ζεστάνει κατά κάποιο τρόπο αυτή την παραδομένη και απελπισμένη, απ’ τα χέρια του κακούργου αφέντη, καρδιά της.
Επιτέλους, ήρθε η λυτρωτική της ώρα, η ώρα που περίμενε χρόνια τώρα, να αποστασιοποιηθεί παντελώς από κείνο το θέατρο παραλόγου που είχε γίνει άθελά της ή ακόμα και σκόπιμα, αγιάζοντας το, γιατί είχε βάλει ένα σκοπό.
Να κάνει το παιδί της άνθρωπο. Να μην του λείψει τίποτα και να είναι πια περήφανη για το καμάρι της, αφού απόφοιτη πλέον της σχολής της που λάτρευε και με δύναμη ψυχής και αντοχής, κατάφερε και σπούδασε, και με υποτροφίες τις περισσότερες φορές, ώστε να φανεί άξια και ικανή στα μάτια της μάνας της, που έβλεπε με τι κόπο και ιδρώτα είχε παλέψει να της τα προσφέρει όλα αυτά.
Φυσικά στο χωριό, το μικρό και το πολυσυζητημένο θέμα τα τελευταία χρόνια δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η Χρυσαφένια και ο κακομούτσουνος, ο κόσμος το ’χε τούμπανο και αυτοί κρυφό καμάρι, μα δε θα το έθετα έτσι.
Δεν ήταν κάτι κρυφό μεν, αλλά αμοιβαίο.
Ήταν η επιβολή και η επιβράβευση από τη μια μεριά και η ανοχή και ο φόβος με την απελπισία από την άλλη μεριά, που αν τα ζύγιζες, το μόνο που υπερτερούσε, ήταν η λαχτάρα της για το παιδί της, το σπλάχνο της, που είχε κληθεί νωρίς να παίξει διπλό και δύσκολο ρόλο, μαζί μάνας και πατέρα.
Να μη μακρηγορώ, το κακό δεν είχε αργήσει να γίνει και ο μόνος αδιάψευστος μάρτυρας ήταν η δικαιοσύνη που ήθελε να λάμψει και ας πήγαινε η ίδια φυλακή, ας αναλάμβανε για μια φορά την ευθύνη να απαλλάξει το χωριό από ένα κακοποιό και κακοηθέστατο στοιχείο.
Έτσι, αφού την είχε δασκαλέψει για τα καλά η φίλη της η δικηγόρος, και βρίσκοντας ένα καλό άλλοθι για την τότε διαδραματιζόμενη σκηνή του εγκλήματος, ναι, είχε πάρει την απόφαση να τον εκδικηθεί και μέσα από αυτό να αποζημιωθεί για τα χιλιάδες δάκρυα, πόνους και αξημέρωτα βράδια που την έβρισκαν στο παραθύρι της κάμαρής της με μόνο σπαραγμό και οδυρμό τη σκέψη του μικρού αδικοχαμένου της άντρα, που στη διάρκεια των χρόνων είχε μάθει πως τον σκότωσε ο ίδιος ο σάτυρος που της είχε ρημάξει και διαλύσει τη ζωή της, με τρόπο τόσο καλά στημένο και κόλπα καλά μελετημένα, που κανενός το μυαλό δε θα πήγαινε σ’ αυτό τον αποτρόπαιο τρόπο σκοτωμού, σκηνοθετημένο με αριστοτεχνικό τρόπο εργατικό δυστύχημα.
Κανείς δεν ήταν σε θέση να καταλάβει από τότε ακόμα και να εξηγήσει τις δυσεπίλυτες ερμηνείες που πολλοί απέδιδαν ως πιθανόν τρόπο του ατυχήματος.
Κράτησε σιγήν ιχθύος, έπαιξε τόσο καλά το ρόλο της, που κανείς δεν μπορούσε να σκεφτεί και να υπολογίσει σ’ αυτήν την εσωτερική της δύναμη, που την έκανε να πάρει τη ζωή αυτού του δυνάστη και τυράννου της, νιώθοντας ανάλαφρη και αντάξια του σεβασμού που θα έδειχνε από δω και στο εξής στον εαυτό της.
Ναι, βρήκε άτομο, το πλήρωσε με αρκετά χρήματα, μα όλοι σαν το μάθαιναν δε θα είχαν να της καταλογίσουν το παραμικρό, αφού όντως συνετέλεσε στο να αφαιρεθεί το μίασμα από μια μικρή κοινωνία που όπως φάνηκε, χωρίς να ’ναι γνώστες ποιος είχε πράξει το αδίκημα, στα μάτια τους είχε αποενοχοποιηθεί και δικαιολογηθεί απόλυτα, γιατί στον τόπο του φονικού βρέθηκε ένα σημείωμα που έλεγε με κόκκινα γράμματα:
Κι ο ίδιος ο Θεός δεν το θέλησε. Σκότωσες έναν αθώο, σκοτώνω έναν ένοχο ψυχής και συνείδησης, απολύτου κενού ψυχής, μυαλού, μα κυρίως ανθρωπιάς. Ναι, σωστά, έγινα άνθρωπος, με έκανες, αλλά είδα το τέρας που ήσουν εσύ, οπότε να ’σαι περήφανος. Σε σκότωσε ένας που έγινε άνθρωπος.
Στο δικό της οικογενειακό περιβάλλον δε μαθεύτηκε απολύτως τίποτε άλλο.
Η κόρη της, που είχε μεγαλώσει και είχε αντέξει πολλά, αφού είχε μάθει, είχε καταλάβει τι γινόταν, συζήτησε με τη μητέρα της και τη φίλη της τη δικηγόρο να διαπράξει αυτό το έγκλημα, γιατί όπως έλεγε, ήταν ζήτημα και θέμα τιμής, τόσο για τον πατέρα της όσο και για τη μητέρα της, που χρόνια τώρα υπέφερε και ψυχορραγούσε, όντως ζωντανή νεκρή.
–
γράφει η Άννα Ζανιδάκη
0 Σχόλια