(Φωτογραφία: Στράτος Γιαννόπουλος)
…τρίτο ταξίδι σήμερα στην περιπλάνηση μας στην θάλασσα των ιδεών, ανακαλύπτοντας στο διήγημα που ακολουθεί μέρη μυστήρια, ανασαίνοντας τον πόνο και τον φόβο, με τελικό στόχο την εξιλέωση. Γιατί κάποιες φορές για να πετύχουμε τους στόχους μας θυσιάζουμε τα πάντα, δίχως να σκεφτούμε ότι μπορούν όλ’ αυτά να γυρίσουν μοιραία εναντίων μας…
Συνοδοιπόρος στα νερά της συγγραφής τούτου του διηγήματος, η τόσο δοτική και γεμάτη γλαφυρές περιγραφές κι ανθρώπινα συναισθήματα στις εξομολογήσεις της στο χαρτί, συγγραφέας Μάχη Τζουγανάκη. Μέσα από την ταλαντούχα πένα της οποίας, θα ταυτιστούμε απόλυτα με τις αγωνιώδεις σκέψεις του ήρωα μας και με τις απρόσμενες ανατροπές που θα μας προβληματίσουν…
Το καράβι μας είναι έτοιμο να σαλπάρει και ήδη βλέπω πρόσωπα ανυπόμονα… Μονάχα τούτο θα σας συμβουλέψω πριν ξεκινήσουμε: Δεν χρειάζεται να φοβάστε για την μοίρα μας, -αγαπήστε, εξομολογηθείτε, μοιραστείτε όσο πιο αυθόρμητα μπορείτε-, γιατί ο Θάνατος έρχεται πάντοτε σιωπηλός…
«Σιωπηλός θάνατος»
(…γράφει ο Θεόφιλος Γιαννόπουλος – Πρώτη δημοσίευση)
Ξεκίνησε από έναν απλό πόνο στο στήθος και έπειτα από λίγους μήνες απλώθηκε σε όλο του το κορμί. Τον κατέτρωγε. Του ρουφούσε τη δύναμη, την ανάσα.
Δεν είχε μπει ποτέ του σε νοσοκομείο και να που τώρα χρειαζόταν να δίνει κάθε Δευτέρα και Πέμπτη το παρών κάνοντας τις ίδιες και τις ίδιες εξετάσεις. Και μάλιστα κρυφά, δίχως να γνωρίζει κάτι η οικογένειά του.
Μαράζωνε. Ήξερε τι τον περίμενε, τα είχε τακτοποιήσει όμως όλα. Και τα τα λεφτά για τις σπουδές των δυό γιών του και τα έξοδα για το σπίτι. Δούλευε σα σκυλί τόσο καιρό, μα δε χάρηκε ούτε στο τόσο τον ιδρώτα του.
Μέχρι που ένα βράδυ πήρε εκείνο το παράξενο τηλεφώνημα καταμεσής της νύχτας, περασμένες δύο. Δε του συστήθηκε η αντρική φωνή. Του είπε μόνο κοφτά πως αν θέλει πίσω τη ζωή του θα έπρεπε να συναντηθούν το επόμενο βράδυ σε ένα συγκεκριμένο μέρος λίγα χιλιόμετρα από το σπίτι του.
Σε όλη τη διάρκεια της μέρας που ξημέρωσε τον βασάνιζε η σκέψη για το κατά πόσο ήταν όλ’ αυτό μια άσχημη φάρσα ή αν έπρεπε να πάει τελικά ως εκεί για να ικανοποιήσει τόσο την περιέργεια του όσο και την ανάγκη του.
Η απόφαση πάρθηκε την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή. Αν υπήρχε έστω και μια πιθανότητα να είναι αλήθεια δε θα ζούσε καθημερινά αυτό τον σιωπηλό του θάνατο.
Φίλησε την γυναίκα του, ντύθηκε και σε λίγα λεπτά έβαζε μπρός το αμάξι και έφευγε. Μόνο λιγοστοί βιαστικοί διαβάτες κυκλοφορούσαν τέτοια ώρα έξω. Πάρκαρε και κινήθηκε προς το σημείο που του είχε υποδείξει.
Τότε τον είδε. Ήταν μια μαυροντυμένη ψιλόλιγνη μορφή, που το σκοτάδι δεν άφηνε και πολλά περιθώρια για να ανακαλύψει πάνω του περισσότερα.
Του έγνεψε με το χέρι σηκωμένο να πλησιάσει. Κατάλαβε πως δεν μπορούσε να κάνει πια πίσω. Άνοιξε το βήμα του με το βλέμμα στυλωμένο πάνω του, κι όσο κόντευε προς το μέρος του αγνώστου, τόσο γρηγορότερα ανεβοκατέβαινε στο στήθος η ανάσα του.
Σαν έφτασε σε απόσταση αναπνοής, τα εξωτερικά χαρακτηριστικά που αντίκρισε στην όψη του άνδρα τον γέμισαν με τρόμο…
«…κραυγαλέα ζωή»
(…γράφει η Μάχη Τζουγανάκη)
Ένα άδειο πρόσωπο στεκόταν απέναντί του. Τρύπες στη θέση των ματιών, της μύτης, του στόματος. Κόντεψε να του κοπεί η ανάσα από τη θέα αυτή. Κάποιο κακόγουστο σενάριο τον έφερε εδώ απέναντί του αλλά δεν μπορεί να το εξηγήσει. Πριν προλάβει να σκεφτεί κάτι άλλο, μια φωνή που έβγαινε από τούτο το παραμορφωμένο πρόσωπο επιβλήθηκε στο χώρο.
– Δεν έχουμε πολύ χρόνο
– Ποιος είσαι;
– Έχει σημασία;
– Δεν έχει;
– Χάνεις χρόνο!
– Από τι ;
– Το σώμα σου πεθαίνει. Κάθε δευτερόλεπτο είναι πολύτιμο δε νομίζεις;
– Και τι πρέπει να κάνω;
– Θα ενώσουμε τα σώματά μας. Μου δίνεις το πρόσωπό σου και την καρδιά σου, σου δίνω το σώμα μου. Από εδώ και πέρα θα είμαστε ένα. Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος!
Ένα ειρωνικό γέλιο ήχησε στο χώρο και έτρεμε η γη κάτω από τα πόδια του. Ή μήπως έτρεμε εκείνος πάνω της; Τον κοίταζε σιωπηλός. Το ήξερε ότι πέθαινε. Τα βράδια κοιμόταν κλαίγοντας κρυφά από όλους ζώντας το σιωπηλό του μαρτύριο. Μα όλο ετούτο που συνέβαινε απόψε δε μπορούσε να το χωρέσει ο νους του. Όμως δεν είχε άλλη επιλογή. Θυμήθηκε τα χτεσινά λόγια του γιατρού. Άμεση εισαγωγή από την άλλη εβδομάδα για πλήρη παρακολούθηση!
– Ο χρόνος τρέχει κι εσύ χασομεράς. Έχω άλλους τρεις σαν και του λόγου σου να κάνω τη σημερινή μου προσφορά. Δεν το έχω σε τίποτα να σε παρατήσω τώρα!
– Όχι όχι… θα το κάνω… ναι…
– Ωραία
Άνοιξε ένα μπουκάλι και τον πρόσταξε να πιει το μισό. Ύστερα το πήρε και το άδειασε στην τρύπα του προσώπου του. Σε όλο του το σώμα ακουγόταν να κυλά η κάθε σταγόνα λες και δεν είχε τίποτα μέσα του. Ένας δυνατός κρότος ήχησε και μια δυνατή φλόγα άναψε ανάμεσά τους. Σαν έσβησε, η φιγούρα είχε εξαφανιστεί. Το τοπίο σκοτεινό και ερημικό. Δεν καταλάβαινε τι είχε συμβεί. Ίσως απλά να τα φαντάστηκε όλα.
Προσπάθησε να το βάλει στα πόδια αλλά δε μπορούσε να κουνηθεί. Όλο του το σώμα κοκκαλωμένο. Έβλεπε, ένιωθε, άκουγε αλλά δε μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο. Όχι δεν είχε φανταστεί τίποτα. Σιγά σιγά διαπίστωνε ότι αυτή θα ήταν η νέα του υπόσταση. Δε θα μπορούσε να ελέγχει τίποτα. Μόνο να βλέπει και να νιώθει. Ξαφνικά ένιωθε έρμαιο των κινήσεων του τέρατος που εισχώρησε μέσα του. Πόσο γρήγορα δέχτηκε μια τέτοια συμφωνία. Τίποτα δε ζύγισε. Όση ώρα συνειδητοποιούσε ετούτη τη φυλάκιση, το σώμα του άρχισε να περπατά γρήγορα.
Η διαδρομή που έκανε ήταν γνώριμη. Μόνο η ταχύτητα ετούτου του σώματος φαινόταν εξωπραγματική. Σχεδόν τον ζάλιζε. «Πού πας; Πού πας;» σκεφτόταν μα κανείς δεν του απαντούσε. Όμως την απάντηση την ήξερε. Πήγαινε…σπίτι του! Τι θα έκανε ετούτος ο άγνωστος; Φοβήθηκε για τη ζωή των δικών του. Η γυναίκα του ήξερε ότι βγήκε με τους συναδέλφους του για μπύρα. Τι θα της πει; Τα παιδιά είναι στο σαλόνι και βλέπουν ταινία. «Θεέ μου τι έκανα;», μονολογούσε και η καρδιά του μόνο του απαντούσε φοβισμένα με τους χτύπους της.
Σαν έφτασαν σπίτι, άνοιξε με τα κλειδιά του. Τον κοίταζαν όλοι περίεργα. Τότε, μια φωνή, η δική του, ξεπήδησε από το στόμα του.
– Δε με περιμένατε ε;
– Άλκη; Πώς και γύρισες;
– Το σκέφτηκα. Τι τις θέλω τις μπύρες με τους φίλους όταν έχω εσάς;
Με τούτη τη φράση, τα δυο του παιδιά κοκκάλωσαν πάνω του. Η γυναίκα του το ίδιο έκπληκτη με εκείνα, ήρθε πιο κοντά του και τον μύρισε
– Μπα δεν έχεις πιει!
– Τι λες Ζωή μου;
Το τέρας άρχισε να αγκαλιάζει σφιχτά και ερωτικά τη γυναίκα του και της έδωσε ένα φιλί στο λαιμό της. «Άσε τη γυναίκα μου τώρα!» φώναζε αλλά μάταια. Το παιχνίδι το έπαιζε εκείνος. Ύστερα, την άφησε και πήγε τρέχοντας ανάμεσα στα παιδιά του αρπάζοντας ένα από τα μπολ με τα ποπ-κορν.
– Τι βλέπουμε; Ποιος μπάτμαν είναι αυτός; Ο τρίτος; Ο τέταρτος; Έχω χάσει τη μπάλα!
– Τι λες βρε μπαμπά λες και είδες ποτέ κανέναν!
Τα παιδιά άρχιζαν να χαχανίζουν μαζί του και να τρώνε ποπ –κορν. Πώς τους είχε κοροϊδέψει όλους; Καθίσαν όλοι στο σαλόνι αγκαλιασμένοι. Και εκείνος ανάμεσα σε μια ευτυχία που δε μπορούσε να αγγίξει. Αναγκασμένος να βλέπει αλλά να μη μπορεί να πει τίποτα, να μη μπορεί να ελέγξει τίποτα από όσα συνέβαιναν και θα συμβούν.
Όταν τελείωσε η ταινία, τα παιδιά φύγανε νυσταγμένα για το δωμάτιό τους. Σαν ανέβαιναν τις σκάλες για το δωμάτιο, ο μικρός του γιος κατέβηκε με φόρα προς το σαλόνι και τον πήρε μια σφιχτή αγκαλιά
– Μπαμπά σήμερα ήσουν ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου!
Του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και έφυγε γελώντας. Τούτος ο διάολος εισέπραττε τα εύσημα. Τις αγκαλιές. Τα φιλιά. Και αυτή η μαχαιριά ότι σήμερα ήταν ο καλύτερος πατέρας τρύπησε τη δόλια του καρδιά. Τόσα χρόνια, τόσες θυσίες, τόσες οικονομίες, τόσες στερήσεις, τόσες υπερωρίες στη δουλειά, τόσα άγχη, τόσα όλα και δεν ήταν ποτέ ο καλύτερος μπαμπάς παρά μόνο ετούτο το βράδυ. Τα μάτια του βούρκωσαν αλλά ένα χέρι απότομα τα σκούπισε μην αφήνοντας περιθώρια για κλάματα.
Το επόμενο εξάλλου σκηνικό θα ήταν πολύ πιο οδυνηρό και ψυχοφθόρο. Το τέρας, χαμήλωσε το φωτισμό του δωματίου και πήγε στην κουζίνα που ήταν η γυναίκα του και έπλενε τα πιάτα. Άρχισε να τη χαϊδεύεικαι εκείνη χαμογέλαγε αναψοκοκκινισμένη. Δεν άντεχε να το βλέπει όλο αυτό. Ούρλιαζε χτυπιόταν ολόκληρος μα τίποτα δε κουνιόταν και τίποτα δεν άλλαζε τη στιγμή αυτή. Απτόητος συνέχιζε τα ερωτικά χάδια του πάνω της και η γυναίκα του ανταποκρινόταν σε τούτο το κάλεσμα.
Μέσα σε λίγη ώρα είχανε βρεθεί στο πάτωμα του σαλονιού με τη γυναίκα του απόλυτα παραδομένη. Η καρδιά του κόντευε να σπάσει. «Φύγε από πάνω της βιαστή! Φύγε!» σκεφτόταν συνεχώς. Ανώφελο. Ήταν αναγκασμένος να τα δει όλα. Θεατής. Η ψυχή του όλη είχε παραλύσει. Ό,τι είχε δικό του είχε χαθεί. Πίστευε ότι θα έσωζε τη ζωή του αλλά σκότωσε τα πάντα. Μόνο το κορμί του επέζησε. Καλύτερα νεκρός να ήταν. Χίλιες φορές να ζούσε μια και καλή το θάνατό του. Να μη σκέφτεται. Να μη ζει. Τώρα δεν ήξερε ούτε τι θα ακολουθήσει ούτε πώς. Κάθε ώρα, κάθε μέρα θα ήταν μία μέρα χωρίς εκείνον. Και θα έπρεπε να τη ζει. Να ακολουθεί πιστά. Σκλάβος.
Η καρδιά του άρχισε να πονά. Τα άγνωστα χέρια ακούμπησαν στο στέρνο του.
– Άλκη; Τι είναι Άλκη; Τι σου συμβαίνει; Θεέ μου μίλησέ μου!
Η γυναίκα του έντρομή είχε πέσει από πάνω του. Ο πόνος έγινε πιο οξύς. Ένιωθε ότι δε μπορούσε να αναπνεύσει. Άρχισε να ιδρώνει ολόκληρο το σώμα και να τρέμει και το τέρας άρχιζε να ουρλιάζει από τον πόνο. Αυτό ήταν!! Μπορούσε να προκαλέσει έμφραγμα με το μυαλό και την καρδιά του. Θα τον σκότωνε. Ναι θα τον σκότωνε εδώ και τώρα. Και ας χανόταν και ο ίδιος. Άρχισε να σκέφτεται όσο πιο έντονα μπορούσε όλα τα άσχημα που θα ακολουθούσαν, με όλη του τη δύναμη έφτιαχνε όλο και πιο άσχημες σκέψεις και να σου η καρδιά να πάλλεται. Το νήμα πλέον ήταν τόσο λεπτό, έτοιμο να κοπεί. Τα μάτια του έκλεισαν και το σώμα παρέλυσε. Κενό. Μια τελευταία ανάσα σταμάτησε τα πάντα.
Τινάχτηκε στον αέρα ιδρωμένος. Τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα, το κορμί του έτρεμε. Γύρω του σκοτάδι. Δεν ήξερε πού βρισκόταν. Τότε ένα χέρι τον άγγιξε τρυφερά
-Άλκη μου; Επιτέλους κατάφερες να ξυπνήσεις! Τόση ώρα προσπαθώ να σε ξυπνήσω. Εφιάλτη έβλεπες αγάπη μου.
Τον πήρε αγκαλιά και εκείνος παραδόθηκε στο άγγιγμα της γυναίκας του. Όλα ερχόντουσαν στη θέση τους. Ένας τρομερός και απαίσιος εφιάλτης. Έπιανε το σώμα του, κουνούσε τα πόδια του, ανοιγόκλεινε τα μάτια. Ζωντανός. Είναι ζωντανός. Πιο ζωντανός από ποτέ!
Την επόμενη μέρα κιόλας ζήτησε για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια άδεια από τη δουλειά του. Έκλεισε στα κρυφά εισιτήρια για όλη την οικογένεια σε αγαπημένο προορισμό που συνεχώς ανέβαλλαν όλα αυτά τα χρόνια εξαιτίας του.
Σε αυτό το λεπτό, σε αυτή τη στιγμή, θα γινόταν ο καλύτερος σύζυγος και ο καλύτερος πατέρας όλου του κόσμου.
Λίγα λόγια για την Μάχη Τζουγανάκη
Η Μάχη Τζουγανάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1979. Σπούδασε Πληροφορική στα Ιωάννινα και εργάζεται ως προγραμματίστρια. Ασχολείται με τη φωτογραφία και έχει συμμετάσχει σε εκθέσεις σε αρκετά πολιτιστικά κέντρα.
Παρακολούθησε σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου και από το 2013 δημοσιεύει έργα της συστηματικά στην ιστοσελίδα τοβιβλιο.net.
Έργα της επίσης δημοσιεύονται σε σε άλλα λογοτεχνικά περιοδικά και ιστοσελίδες.
Έχει συμμετάσχει με διηγήματά της στο «Μία εικόνα-χίλιες λέξεις» και στο «Καλλιτεχνικό Ημερολόγιο 2015» από τις εκδόσεις «τοβιβλίο».
Το Μάιο του 2015, κυκλοφόρησε ελεύθερα στο διαδίκτυο η πρώτη της προσωπική συλλογή διηγημάτων: «23&1 σταθμοί» από τις ίδιες εκδόσεις.
Επικοινωνία με την συγγραφέα: https://www.facebook.com/machi.tzo
Για να συμμετέχετε και εσείς σε μια λογοτεχνική συνεργασία μας ,-με διήγημα ή ποίημα-, μπορείτε να έρθετε σε επαφή με προσωπικό μήνυμα στο www.facebook.com/giannopoulos.theofilos
Εξαιρετικό το πάντρεμα των ιστοριών σας Μαχη και Θεόφιλε, με κράτησε σε εκρηγορση και αγωνία ως το τέλος!!Εύγε και στους δυο σας, απόλαυσα τα γραπτά σας!!
Σε ευχαριστούμε Άννα! Έγινε με πολλή αγάπη και όρεξη και από τους 2 μας! Ο Θεόφιλος είναι εξαιρετικός συνεργάτης με τόση θετική ενέργεια που σε ξεσηκώνει!
Πάντα τέτοιες όμορφες δράσεις Θεόφιλε! Μας αρέσουν…Σε ευχαριστώ και επισήμως για το ταξιδάκι μας στη ΖΩΗ !!!
Μάχη και Θεόφιλε,
εγκάρδια κι ολόθερμα συγχαρητήρια και στους δύο!
Σύζευξη αρμονική και μοναδική, με καθηλωτικό
πρωταγωνιστή το συναίσθημα που σαρώνει
στο πέρασμά του κάθε μικρό και δεύτερο …
Και εις άλλα με υγεία …
Παναγιώτη σε ευχαριστούμε πολύ! Να μαστε πάντα όλοι γεροί να δημιουργούμε με την ψυχή μας!