«Τη σιωπή των νεκρών να φοβάστε και των βράχων τ’ αγάλματα». Ο ατίθασος νέος αφού εκφώνησε τον επικήδειο λόγο του, κατέβηκε από το βήμα της Ακρόπολης, περήφανος, με προτεταμένο το στήθος μπροστά στο πλήθος που επευφημούσε. Μαζί με το στεφάνι του, εις μνήμην τον ηρώων του Πολυτεχνείου, είχε καταθέσει και ένα κομμάτι από τη σάρκινη, μα αθάνατη, καρδιά του. Στη γυμνή πέτρα είχε σπάσει την ύλη, που τόσο πεισματικά οι άρχοντες του τόπου επέβαλαν στον κόσμο, σαν μόνη αξία. Το αίμα των ηρώων μέχρι και σήμερα, έτρεχε ρυάκι από τον βράχο του βήματος, σαν σιγανό φίδι, σαν στάλες από τα δάκρυα του Θεού, και απειλούσε να κατέβει μέσα από τα λιθάρια, τον λόφο της Ακρόπολης.
Όταν ξύπνησε από το ματωμένο όνειρό του και αφού πέρασαν λίγες στιγμές αμηχανίας, ο Νίκος συνειδητοποίησε ότι είχε δει τον παππού του να πολεμάει στο Γράμμο και στο Βίτσι, εκεί που είχαν πέσει κορμάκια Ελλήνων πατριωτών και όπου ο παππούς του υπηρετούσε ως ναρκαλιευτής. «Θα με βρείτε όταν με αναζητήσετε σπιθαμή προς σπιθαμή σε όλη τη διαδρομή που περπάτησα με γυμνά τα πόδια και με τα πολεμοφόδια στην πλάτη, μέχρι να καταλήξω στην Αθήνα, στη γιαγιά σου, στις θείες σου και στην εγκυμονούσα τότε μητέρα σου», του είχε παραγγείλει ο παππούς του μέσα στο υγρό όνειρο.
-Ναι, θα σε αναζητήσω και θα σε βρω, παππού· ας έχω την ευχή σου, είπε δυνατά ο Νίκος και έτρεξε να ανακοινώσει τα σχέδια στη Μίνα του, που έπινε τον πρωινό καφέ της στην κουζίνα. Το ζευγάρι δεν άργησε να συμφωνήσει, και τα απολύτως απαραίτητα να τακτοποιηθούν σε δυό μικρές βαλίτσες. Η αναζήτηση είχε ξεκινήσει με το άσπρο τζιπ του Νίκου και της Μίνας με πρώτο σταθμό το βουνό των Κενταύρων, το Πήλιο.
Η Μίνα, κόρη ενός αγρότη από ένα κεφαλοχώρι του Θεσσαλικού κάμπου, ήταν το έκτο κατά σειρά παιδί, με πέντε μεγαλύτερους αδελφούς. Η μάνα της, η κυρά Κούλα, μαζί με τη γη που ανέσταινε κάθε πρωί μαζί με τον αγαπημένο της άνδρα, φρόντιζε και τους πέντε λεβέντες της, να μάθουν φαρσί την ελληνική ιστορία και γεωγραφία, μαζί με την αριθμητική, την ανάγνωση, τη γραφή και όλα τα άλλα μαθήματα που η φιλόπατρις δασκάλα δίδασκε στους μαθητές του χωριού. Μαζί με όλα αυτά, η κυρά Κούλα δεν ξεχνούσε τον πόθο του ζευγαριού για ένα κοριτσάκι, και κάθε απόγευμα, παρότι κατάκοπη από τις καθημερινές φροντίδες και έγνοιες, άναβε τα ασημένια καντήλια της Παναγίας στην Αγία Μαρίνα, την εκκλησία του χωριού· θυμιάτιζε και παρακαλούσε γονατιστή τη Θεοτόκο να τους χαρίσει ένα κοριτσάκι. «Παναγιά μου, έλεγε, ας γίνει όπως θέλεις εσύ, όμως δώσε μου το τελευταίο μου, να είναι θηλυκό, να έχουμε να μας δίνει ένα ποτήρι νερό στα γεράματά μας. Τα αγόρια θα πετάξουν σαν ταξιδιάρικα πουλιά στα πέντε σημεία του ορίζοντα, θα κοιτάν τις φαμίλιες τους, μα το κοριτσάκι είναι αλλιώς… Μαρίνα θα το πω στη χάρη της Αγίας σου». Και ήρθαν οι μέρες και γεννήθηκε η Μίνα, ένα ξανθό γαλανομμάτικο κοριτσάκι· όλο γλύκα και νάζια ήταν· και η χαρά της κυρά Κούλας και του ανδρός της δεν είχε τελειωμό. Όμως στο γιατροπόρεμα των γηρατειών τους, η κυρά Κούλα έπεσε έξω. Με εκείνο το «όμως» στο τάμα της, η Μίνα είχε κιόλας φύγει στα δεκαεπτά της για το εξωτερικό και δεν ματαγύρισε να κοιτάξει τους γέρους της παρά μόνο για να τους ανάψει τα καντήλια στα μνήματά τους. Στην Αγγλία σπούδασε νομικά, σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια του Λονδίνου, όπου πήρε και μεταπτυχιακό στο ποινικό δίκαιο. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, με τα προσόντα της, βρήκε εύκολα και γρήγορα εργασία σε μεγάλο δικηγορικό γραφείο, όπου γνώρισε και τον Νίκο, επίσης δικηγόρο, στο αστικό όμως δίκαιο. Παντρεύτηκαν σχεδόν αμέσως, μα είχαν περάσει εννέα χρόνια και το παιδάκι δεν ερχόταν.
Εν τω μεταξύ, εδώ και αρκετό χρονικό διάστημα, στο δικηγορικό γραφείο τους τούς είχε ανατεθεί η πολιτική αγωγή για τη δίκη της Χρυσής Αυγής. Η Μίνα, εργασιομανής, συνέλεγε στοιχεία, όλους αυτούς τους μήνες, για να μπουν στη δικογραφία. Πάντα φανταζόταν τον εαυτό της ταγμένο επιστήμονα, στο πλευρό των αδικημένων και υπερασπιστή της δημοκρατίας και συνοδοιπόρο της δικαιοσύνης. Μπαμπά, κι ας είχες βγάλει μόλις το δημοτικό, ήξερες απ’ έξω τον Θούριο του Ρήγα Βελεστινλή, και εσύ και η μαμά με αναθρέψατε με τα νάματα της ελευθερίας. Η δασκάλα τότε είχε βάλει τα μαθητούδια να γράψουν δέκα φορές σε μπλε τετράδιο τριάντα σελίδων τις φράσεις: «Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά» και «Η ελευθερία του ενός σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου.» Πάντα θυμάμαι. Ποτέ δεν ξεχνώ. Ας είστε γι’ αυτό τουλάχιστον περήφανοι. Δεν πρόδωσα τις αρχές μου. Με το γνωστό τίμημα. «Ποιος διάολος με κυνηγά και δεν μπορώ να κρατήσω παιδί μέσα μου;», μουρμούριζε μέσα στα όνειρά της τις τελευταίες νύχτες. Ήταν και το άγχος της απαγγελίας της απόφασης από την έδρα εκείνες τις μέρες. «Όλα τα πράγματα θέλουν υπομονή», επισκίαζε τους εφιάλτες της, ο πατέρας της.
Έτσι, ένα Σάββατο βράδυ, καθώς η Μίνα σκάλιζε τα χαρτιά της και τις στάχτες της στο μεγάλο στρογγυλό τραπέζι, μόνη, στη μεγάλη αίθουσα συσκέψεων του δικηγορικού γραφείου, σαν αστραπή, φώτισε το μυαλό της μια φράση που της έλεγε συχνά ο πατέρας της στο χωριό όταν ήταν μικρή.
-Οι πράξεις μετράνε. Αυτό να το θυμάσαι πάντα στη ζωή σου. Στη θεωρία όλοι είμαστε καλοί.
Η Μίνα ανακάθισε στην καρέκλα της, έβγαλε τα γυαλιά της και έκλεισε προσεκτικά τη δικογραφία που είχε μπροστά της. Ο πατέρας της, σε εκείνο το κοριτσάκι με τις ξανθιές πλεξούδες, είχε διδάξει με όλη τη σοφία που είχαν τότε οι παλιοί άνθρωποι του χωριού, ότι όταν αισθάνεσαι πιεσμένη, να ξέρεις ότι η φύση είναι πάντα βαλβίδα εκτόνωσης για τον άνθρωπο. «Να βλέπεις κάτι να μεγαλώνει», της είχε πει, όταν εκείνη, περίεργη έσκυβε πάνω από τις χαμηλές ντοματιές που πότιζε ένα καλοκαιρινό απόγευμα ο πατέρας της στον μπαχτσέ που είχαν στην πίσω αυλή του χωριατόσπιτου. «Να βλέπεις κάτι να μεγαλώνει. Να το θυμάσαι αυτό.» Ένα χοντρό δάκρυ κύλησε και έβρεξε την κλειστή δικογραφία. «Πατέρα» φώναξε δυνατά, σαν σε όνειρο, «δίκιο έχεις κι εσύ, δίκιο έχω κι εγώ. Αισθάνομαι σαν να μου έχουν φορτώσει όλο το φασισμό της χώρας στην πλάτη μου».
Όμως οι μέρες και οι βδομάδες περνούν και η Μίνα έσφιγγε τα δόντια της μέχρι να ηχήσει χαρμόσυνη η καταδικαστική απόφαση. Οι πανηγυρισμοί, η συγκίνηση, τα ξέχειλα δάκρυα, οι φωνές ανακούφισης, ανείπωτες ματιές και άγρια συναισθήματα ηδονής από την πλευρά των θυμάτων. Και μαζί ήρθε και η ελευθερία. Σαν σε όνειρο, τη φανταζόταν η Μίνα, εκείνη την ιστορική νίκη. Οι κόποι της και όλων των δικηγόρων δεν πήγαν χαμένοι, ρίζωσαν βαθιά στη γη και τώρα έβγαζαν τους πρώτους μεστούς καρπούς. «Να βλέπεις κάτι να μεγαλώνει». Πάντα θυμάμαι, μπαμπά.
Αφού κόπασε η πρώτη ένταση, μετά από μια βδομάδα περίπου και χωρίς ακόμα να έχει στεγνώσει το ταυτόχρονο όνειρο του Νίκου και οι συμβουλές των παππούδων και των δύο συζύγων, το άσπρο τζιπ είχε φουλάρει και έτρεχε ήδη προς άγνωστη κατεύθυνση-προς την ελευθερία. Ο δρόμος προς το παρελθόν τους δεν ήταν εύκολος. Όμως το μέλλον όλο ήταν μπροστά τους.
Βουνό των Κενταύρων, λοιπόν. Είχαν όλο τον καιρό δικό τους. Κατέλυσαν σε ένα φιλόξενο και πολυτελές ξενοδοχείο και ξεκούραστοι πια σχεδίασαν τις περιηγήσεις τους. Περπάτησαν στα καλντερίμια πιασμένοι χέρι χέρι. Ήπιαν δροσερό νερό από μια κρήνη. Απόλαυσαν την ντόπια φιλοξενία και τα τοπικά εδέσματα: γλυκό του κουταλιού από περγαμόντο, βανίλια υποβρύχιο, σπετσοφάι με πιπεριές και μελιτζάνα, κόκκορα κρασάτο, κολοκυθοκορφάδες και μπακλαβά. Αναζήτησαν τη σοφία των ντόπιων γερόντων και γεροντισσών, που στα μάτια τους έβλεπαν τους δικούς τους γονείς να τους παρατηρούν και να τους συμβουλεύουν. Ρώτησαν και έμαθαν και οσμίστηκαν την ευωδιά και τις θεραπευτικές ιδιότητες των ντόπιων βοτάνων: της λαδανιάς (κίστου), του χαμομηλιού, της αχιλλείας, του κρίταμου, του θυμαριού, της ρίγανης, του άγριου βατόμουρου και τα τσιτσίραβλα, ως και το σερνικοβότανο που φυτρώνει δίπλα σε κυκλάμινα, το οποίο έκοψε και πρόσφερε στη Μίνα, μια ντόπια μεσήλικη γυναίκα, με πέντε γιους.
Ψυχής Άκος. Αυτό γράφει η επιγραφή στη βιβλιοθήκη και μουσείο των Μηλεών, στο Πήλιο. Θεραπεία ψυχής, είναι πράγματι η ανάγνωση βιβλίων και η αναζήτηση της ελληνικής ιστορίας της επανάστασης μέσα από παλαίτυπα, σπάνια χειρόγραφα, και εποπτικό υλικό, παρατήρησε ο Νίκος. «Άνθιμος Γαζής, Γρηγόριος Κωνσταντάς και Δανιήλ Φιλιππίδης. Λόγιοι ιερείς και υπέρμαχοι του Διαφωτισμού.» Σημείωσέ τα, αυτά, Μίνα, είπε με σοβαρό ύφος, και η Μίνα συγκρατήθηκε για να μη βάλει τα γέλια, καθώς της μιλούσε σαν κύριος δάσκαλος.
Στην Τσαγκαράδα, κάτω από τον ίσκιο του αιωνόβιου πλατάνου, στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής, ο Νίκος και η Μίνα δροσίστηκαν και έβγαλαν φωτογραφία. Διαφώνησαν για την ηλικία του πλατάνου, και αφού ρώτησαν έναν ντόπιο, κρύφτηκαν πίσω από τον κορμό του πλάτανου κι έβαλαν τα γέλια. Κι αυτός έχει πολλά να διηγηθεί, παρατήρησε η Μίνα. Σκέψου, πόσων γενεών το χάδι, έχει γευτεί, σκλαβιά και ελευθερία γνώρισε, μα πάντα στέκει αγέρωχος κι ας υποστηρίζεται τώρα στη μια μεριά του από μια κολώνα φτιαγμένη από ανθρώπινο χέρι. Έχει ρίζες βαθιές και υπόγειες, Νίκο. Για αυτό. Κι εμείς έχουμε ρίζες, κατέληξε σκεπτική. Σκέψου πόσα παιδιά έχει κρύψει μέσα στην κουφάλα του, που παίζουν κρυφτό, είπε, κι έκλεισε πονηρά το μάτι στον Νίκο. Εκείνος της το ανταπέδωσε με ένα φιλί όλο τρυφερότητα, και ένα βλέμμα που έλεγε πολλά. Το βραδάκι, αγνάντεψαν μαζί τη δύση του ηλίου από το μπαλκόνι της Ανατολικής πλευράς του Πηλίου. Παρατήρησε πώς βυθίζεται ένας κατακκόκινος ήλιος, μέσα στα νερά του Αιγαίου Πελάγους και τι χρώματα παίρνει ο ουρανός μέχρι να γίνει η μέρα νύχτα, είπε νωχελικά η Μίνα, ακουμπώντας το κεφάλι της στον ώμο του Νίκου. Ναι, και τώρα έχει σειρά το Ιόνιο πέλαγος, ο δικός μου τόπος καταγωγής, πρότεινε χαμογελώντας με νόημα αυτός.
Επόμενος λοιπόν σταθμός η Ζάκυνθος. Προσκύνησαν τα λείψανα του Αγίου Διονυσίου, πολιούχου της πόλης και ταυτόχρονα προστάτη των νομικών. Άναψαν λαμπάδα στη χάρη του, ευχαριστώντας τον για την καταδικαστική απόφαση και τάζοντάς του το πρώτο τους παιδί. Πριν σουρουπώσει ανέβηκαν στη Μπόχαλη και εκεί δείπνησαν με θέα το φωτισμένο λιμάνι και την πόλη, κάτω από τα αστέρια. Εκείνο το αυγουστιάτικο σούρουπο, στο λόφο του Στράνη, ο Νίκος με ένα μαντολίνο-έκπληξη, της έκανε καντάδα. Γονάτισε μπροστά της και της φίλησε το χέρι. Ένα χρυσό απομεσήμερο, στον κόλπο του Λαγανά, της έδειξε την υπομονή και την εργατικότητα της χελώνας καρέτα-καρέτα. Η Μίνα είδε στα μάτια του Νίκου τον πατέρα της: «όλα τα πράγματα θέλουν υπομονή.»
Εκεί, στη φουσκωμένη γαλήνη του Ιονίου πελάγους, μέσα στις γαλαζοπράσινες δαντέλες, η Μίνα συνέλαβε το πρώτο τους παιδί. Από ευγνωμοσύνη δάκρυσε για το μωρό που μεγάλωνε στα σπλάχνα της. Ίσως το αίνιγμα να είχε λυθεί. Η σειρά του ονείρου έτσι έλεγε. «Να βλέπεις κάτι να μεγαλώνει.»
Σήμερα, στο γραφείο της Μίνας και του Νίκου, σε περίοπτη θέση, στο πάνω ράφι της βιβλιοθήκης μπροστά από τους γιγάντιους τόμους και πολυκώδικες του ποινικού και του αστικού δικαίου φιγουράρει ένα ξανθό αγοράκι τριών χρονών, που το κρατάνε απ’ το χέρι δυό τρισευτυχισμένοι γονείς. Τα μάτια του είναι καστανά, μεγάλα και λαμπερά, σαν του πατέρα του. Αυτό το αγοράκι το λένε Διονύσιο και έχει ταξιδέψει απ’ άκρη σε άκρη σε όλη την ελληνική ύπαιθρο, από το Αιγαίο έως το Ιόνιο πέλαγος, πριν ακόμα γεννηθεί.
_
γράφει η Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου
_____
Τιμήθηκε με το 4ο βραβείο στον Διεθνή Ποιητικό και Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Ζακυνθινής Εστίας Πολιτισμού «Διονύσιος Ρώμας»
0 Σχόλια