Δεν είχαμε ποτέ καλό σπίτι. Έτριζε πάντα το ξύλινο πάτωμα, φαγωμένο απ’ το σαράκι, κι η υγρασία γέμιζε το ταβάνι μαύρα σύννεφα. Τα κρεβάτια μας σκέπαζαν γκρίζες κουβέρτες που έγραφαν «ΙΚΑ». Ήταν κλεμμένες απ’ τη δουλειά του πατέρα μου. Ήταν ηλεκτρολόγος. Στο σαλόνι μαδούσαμε τα ψάθινα έπιπλα βεράντας κι η τραπεζαρία πάντα κλειδωμένη, για να μη χρειάζεται συγύρισμα και να μην καίμε άλλο πετρέλαιο.
Η μάνα μας, σαν σκιά, διέτρεχε τούτο το «σαράι», όπως έλεγε το σπίτι μας, αναγκασμένη να κάνει δουλειές για να σκοτώνει την ανία της -που ήταν αήττητη- κι από υποχρέωση. Ο «σοβαρός δημόσιος υπάλληλος» γύριζε απ’ τη δουλειά, έλυνε τη γραβάτα, ξεκούμπωνε το γιλέκο του, έτρωγε, κοιμόταν, ξυπνούσε κι έβγαινε για χαρτί.
Θυμάσαι, Αριάδνη, που ήσουν το παιδί που ενοχλούσε διαρκώς; Όλο κάτι ζητούσες. Πότε φαΐ, πότε χάδια, πότε παιχνίδι. Κι η Ελευθερία δεν άντεχ’ ένα παιδί, με την όψη του ρουφιάνου άντρα της, όλο να ζητάει, να ζητάει, να ζητάει…
Γιατί δεν την άφηναν ήσυχη όλοι; Τα πάντα γίνονταν όπως ήθελαν οι άλλοι, μα ζητούσαν περισσότερα διαρκώς κι ατελείωτα.
Και μετά πάλευε να ξυπνήσει και τα κατάφερνε μα όχι για πολύ. Κι ο εφιάλτης γύριζε. Κι ό,τι είχ’ ονειρευτεί στη ζωή είχε μείνει όνειρο κι αυτή, έτσι κουτσουρεμένη, πάσχιζε να σταθεί.
Η αλήθεια ήταν πως, όταν έμενε μόνη, φανταζόταν τη ζωή της αλλιώς κι έτσι κατάφερνε να σέρνει το σώμα της στον εφιάλτη μιας πραγματικότητας που δεν μπορούσε πια να κρύψει απ’ τον εαυτό της, όσο κι αν φανταζόταν. Πόθοι κλεισμένοι στα ντουλάπια της κουζίνας που ‘ταν γεμάτα πιάτα και ποτήρια, σαν σύμβολα του τίποτα.
Κι εκείνη η υποψία πως έφταιγε. Που ήταν δειλή και δε λευτερωνόταν. Κι έπειτα, τι έφταιγε που ‘ταν δειλή; Μια κατάρα ήταν, να τη σέρνει κάποια μοίρα απ’ το ποδάρι. Κι ο ίλιγγος μην την καταπιεί η πραγματικότητα! Όσο φανταζόταν, είχε το κεφάλι έξω απ’ το νερό κι υπήρχε κάπου, στα όνειρα! Αν τα ‘χανε κι αυτά, θα ήταν κανείς.
Διάλειμμα. Το παιδί θέλει νερό. Διάλειμμα. Ο Γιώργος θέλει φαΐ. Διάλειμμα. Να πλύνει τα πιάτα… Κι έπειτα, ξανά στην εξέγερση του Δεκέμβρη. Οι οικοδόμοι με τα σπασμένα πεζοδρόμια κι αυτή, αστεία νοικοκυρά, να κάνει την ποδιά παντιέρα και να σπάει στα μούτρα όλων των δικτατόρων του κόσμου ένα νεροχύτη πιάτα. Απ’ τον πατέρα της ως τον άντρα της κι ακόμη το παιδί της. Και τον κωλόκοσμο, που ‘χε γνώμη για όλα. Ποια παντρεύεται, ποια χωρίζει, ποια είναι μάνα και ποια είναι στρίγγλα…
Ποιοι κλέβουν τη ζωή όσων από μας είν’ αδύναμοι μπροστά στη σκληρότητα; Ποιοι είναι τούτοι οι λύκοι που λες κι Ελευθερία τους χρώσταγε μια ζωή χαράμι; Είναι πολλοί κι είναι μαζί, έχοντας ένα στόχο κατά νου. Την ελευθερία μας. Μη σηκώσουμε κεφάλι και ζήσουμε αληθινά, μην αλλάξει ο κόσμος…!
Η Ελευθερία είναι μια από μας! Δεν είναι η μόνη! Κι αν ούτε κι απ’ τα σπίτια μας δεν μπορούμε να διώξουμε τα φίδια, ας διώξουμε απ’ το αίμα μας το δηλητήριό τους. Τη δειλία! Φύγε απ’ τη θέση σου, Ελευθερία, σήκω πάνω Θανάση κι όλοι οι συνταγματάρχες, οι ρουφιάνοι κι οι χουντικοί του κόσμου θα ‘ναι νάνοι!
«Kάποιος δείχνει με το δεκανίκι αλλά δείχνει μακριά», γράφει ο Μ. Αναγνωστάκης. Λέω πως είν’ η Ελευθερία που δείχνει, μες απ’ τη σακατεμένη της ζωή, από κοντά, πολύ κοντά στα πόδια μας ως μακριά, πολύ μακριά, στ’ ουρανού την άκρη, μια πορεία. Την πορεία της ελευθερίας…
_
γράφει η Κλεοπάτρα Θανοπούλου
Η πένα σας είναι συνταρακτική!!!
Ναι, δεν έχω λόγια…μόνο αυτό. Πως είπατε όσα σκεφτόμουν να πω!!! Ευχαριστώ!!!
Σας ευχαριστώ!