Με το που έφτασε στο νησί, την είδε στην άκρη της προκυμαίας να κοιτά το πλήθος και να ψάχνει ανάμεσα του όλο απόγνωση. Του έκανε μεγάλη εντύπωση η αγωνία που διέκρινε το βλέμμα της. Οι μέρες που ακολούθησαν όμως ήταν γεμάτες από επισκέψεις με τη γιαγιά του στους συγγενείς τους και την ξέχασε.
Ήταν η τέταρτη μέρα στο νησί που κατέβηκε πάλι στο λιμάνι κι έπινε το φραπεδάκι του στου Μιχάλη όταν την ξαναείδε να στέκεται ακριβώς στο ίδιο σημείο. Τα μάτια του κατέγραψαν τη φιγούρα της. Μια γυναίκα με σκούρα ρούχα γύρω στα πενήντα, όμορφη άλλοτε και ίσως γερασμένη λίγο πρόωρα.
-Τι είναι Στέλιο; Τι χάζεψες έτσι; ρώτησε ο Μιχάλης.
-Εκείνη τη γυναίκα που κάθεται πάντα εκεί!
-Ποια; Την κυρά -Μέλπω λες;
-Την κυρία με τα σκούρα. Περιμένει κάποιον;
-Ααα αυτή παλικάρι μου, πονεμένη ιστορία! Πάνε χρόνια τώρα, πάνω από τρία νομίζω, που περιμένει κάθε μέρα εκεί, στην ίδια θέση το γιο της!
-Κι αυτός τι; Της τάζει πως θα έρθει, και δεν έρχεται;
-Δεν μπορεί να ‘ρθει παιδί μου. Ο γιος της είναι πεθαμένος!
-Κι αυτή δεν το ξέρει;
-Το ξέρει! Μα έτσι είναι η ψυχή της μάνας, δεν παύει ποτέ της να προσμένει!
_
γράφει η Σοφία Ντούπη
Αχ Σοφία μου στενοχωρήθηκα με το βουβό πόνο αυτής της μάνας που μεγαλύτερος από τον δικό της δεν υπάρχει!…
Δεν είχα τέτοια πρόθεση Λένα μου. Λυπάμαι πολύ που το έκανα…Και ναι, οι μεγάλοι πόνοι δεν έχουν ήχο!!!
Με άγγιξε βαθιά. Ίσως γιατί και γω έχασα ένα αγαπημένο πρόσωπο και μέσα μου ελπίζω να το ανταμώσω ξανά!
Κάπως έτσι γίνετε πάντα, μας αγγίζουν περισσότερο όσα έχουμε ζήσει!…Σε καταλαβαίνω… γιατί κι εγώ δεν έπαψα ποτέ να ελπίζω!!!
Σοφία, δε χρειάζεται να πω κάτι …πάρα μόνο μια τρυφερή καληνυχτα. Την αγάπη μου.
Να σε καλά Μάχη μου και καλό σου βράδυ!