Η Όλγα μισάνοιξε τα βλέφαρα, ανασηκώθηκε στο μαξιλάρι και κοίταξε τρυφερά προς το μέρος του Πέτρου που μισοκοιμόταν. Χιονισμένη παραμονή Χριστουγέννων, πέντε το απόγευμα και είχε σκοτεινιάσει. Πράγματα περίεργα είχαν συμβεί τον τελευταίο καιρό από τότε που αποφάσισαν να κατοικήσουν στο ιδιόκτητο σπίτι της Όλγας, έτσι που το δυάρι δημιουργούσε το αίσθημα ενός προθαλάμου αντί για την εντύπωση μιας μόνιμης, ολοκληρωμένης αίθουσας. Τα καλοριφέρ δεν λειτουργούσαν, η βρύση έσταζε, οι κουρτίνες δεν φαίνονταν αρκετά αδιαφανείς, τα παντζούρια ήταν παλαιού τύπου με μάνταλα δυσκίνητα στον ήλιο και τα έπιπλα ασύμμετρα τοποθετημένα. Η θαλπωρή δεν πλανιόταν στην ατμόσφαιρα αυτού του σπιτιού. Παρόλα αυτά τα εικονίσματα ήταν όλα στους καρφωμένα στους τοίχους τους κι αυτό αρκούσε για την τύχη της Όλγας. Σηκώθηκε να φτιάξει καφέ και να ανάψει το καντήλι.
Ο Πέτρος είχε γυρίσει από εφημερία, κατάκοπος αλλά περήφανος και ευτυχισμένος. Εκείνη ήταν η αποκλειστική συνοδός της θείας της. Ο Πέτρος θα έμενε όλη νύχτα και η Μαρία δεν επρόκειτο να φύγει από το πλάι της Ευτέρπης, δεν ήθελε να την αφήσει μονάχη της να παλεύει με φαντάσματα μέσα στην καταστολή της. Οι γιατροί δεν έδιναν πολλά περιθώρια. Η Μαρία δεν ήξερε ότι σε λίγες ώρες, θα κοιταζόντουσαν με τον Πέτρο από τα αντικρυστά παράθυρα· για την ώρα ένοιωθε ευγνωμοσύνη για τον νεαρό γιατρό που της είχε παρασταθεί στις τελευταίες ώρες της θείας Ευτέρπης.
«Καλά Χριστούγεννα!», αναφώνησε η Όλγα προσφέροντας μαύρο τσάι στον Πέτρο. Απόψε ήταν προσκεκλημένοι, η βραδιά ήταν στο σπίτι του Γιώργου ενός νέου δικηγόρου που είχε πρόσφατα ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Αγγλία και επιδίωκε την επανασύνδεση με τις γνωριμίες που είχε αφήσει προτού φύγει και ο Πέτρος ήταν ένας από τους παλιούς του συμμαθητές. Ο Γιώργος ήταν ευκατάστατος και εργένης μαζί, γιος ενός κλινικάρχη στο Ιπποκρατείο Νοσοκομείο Θεσσαλονικής. Το σπίτι του, μια μεζονέτα στο κέντρο της πόλης απέπνεε μια χαρμόσυνη και καλοσυνάτη ατμόσφαιρα, πριν ακόμη δρασκελίσεις το κεφαλόσκαλο και χτυπήσεις το κουδούνι· ο Γιώργος είχε μάθει από τη Σμυρνιά γιαγιά του «ανοιχτό σπίτι, ανοιχτή τύχη». Σε λίγες ώρες, το ξημέρωμα, οι καμπάνες όλων των εκκλησιών θα προσκαλούσαν τους πιστούς να συμμετέχουν στη χαρά της ενανθρωπήσεως του Θεού και Λόγου.
Μετά τα καλωσορίσματα και τις αμοιβαίες συστάσεις και φιλοφρονήσεις, οι τρεις τους κάθισαν γύρω από το τζάκι, στους κόκκινους καναπέδες με τα ριχτάρια και τα χρυσά κρόσσια. Όμως παρά τη ζεστασιά του τζακιού και της χρυσής καρδιάς του Γιώργου οι κουβέντες που βγαίναν από τα στόματα των υπολοίπων δύο της παρέας, ήταν μισές και σβησμένες, σαν να ήθελαν κάτι να κρύψουν ή να μη μιλήσουν για κάτι. Ίσως και να ντρεπόταν η Όλγα. Όταν το κινητό του Πέτρου χτύπησε και η κλήση ήταν από το νοσοκομείο, σηκώθηκε και τράβηξε προς τη βεράντα · τις επαγγελματικές συζητήσεις τις προστάτευε πάντα, αφήνοντας την Όλγα και τον Γιώργο μόνους. Σκασίματα από τα ξύλα που καίγονταν στο τζάκι και ψίθυροι και χαχανητά πάνω από το γιορτινό τραπέζι. «Όμως κουβέντα στον Πέτρο, τσιμουδιά», έκανε η Όλγα βάζοντας τον δείκτη του χεριού της στο αστείο στόμα της και με τις κόρες των ματιών διασταλμένες να κοιτούν επίμονα προς το παράθυρο. Αντίθετα, ο Πέτρος απορροφημένος με το έκτακτο περιστατικό στην παθολογική του Ιπποκρατείου, δεν ένοιωθε το κρύο και το ψιλόχιονο που έπεφτε. Όταν τελείωσε τη συνδιάλεξη και έβαλε το κινητό στην τσέπη από το πανωφόρι του, μόνο τότε αφαιρέθηκε να αγναντέψει την ανοιχτωσιά μέχρι τον παγωμένο Θερμαϊκό, απόσταση που διέκοπτε το φωτισμένο με λαμπιόνια παράθυρο της αντικρυνής πολυκατοικίας. Μπήκε γρήγορα μέσα, ξεπαγιασμένος και κατέφυγε στη ζεστασιά του τζακιού να ζεστάνει τα παγωμένα χέρια του και ίσως την καρδιά του.
Απέναντι, αν χτυπούσες με το μικρό δαχτυλάκι με το μακρύ νύχι τακ τακ στο τζάμι, μέσα από τους κουρτίνες, θα έβλεπες μια άλλη εστία, ένα προστατευτικό κουκούλι πιο ταπεινό όμως το ίδιο ζεστό. «Κι εσένα πότε θα σε παντρέψουμε;» είχε ρωτήσει η Όλγα τη Μαρία. Εκείνη έσκυψε το κεφάλι, έστριψε αμήχανα το δαχτυλίδι στο μικρό δάχτυλο του χεριού της και χαμογέλασε δήθεν με ειρωνεία, που στην πραγματικότητα ήταν προσποιητή χαρά. Κοίταξε αφηρημένα έξω από το παράθυρό της, το στολισμένο με Χριστουγενιάτικα λαμπιόνια και Αη Βασίληδες. Η Μαρία μπορεί να μην είχε την τύχη της Όλγας αλλά ήταν μια κοπέλα με μεγάλη καρδιά και απαλά ζεστά χέρια. Ήταν συμμαθήτριες από το σχολείο και έμεναν στο ίδιο τετράγωνο.
Η φωτιά σιγόκαιγε, είχαν απομείνει κάτι κούτσουρα ελάχιστα. Ο Γιώργος πλησίασε βαστώντας το δερμάτινο ζεμπίλι, το απόθεσε στην ποδιά του τζακιού, άνοιξε το πυρίμαχο πορτάκι, τον πήρε η κάψα στο πρόσωπο, με δυο τρεις αποφασιστικές κινήσεις σιγοντάρισε την εστία να κάψει, και έτσι η φωτιά δεν θα τους εγκατέλειπε για ολόκληρη τη νύχτα. Στο τραπέζι στρώθηκε πράσινη τσόχα. Στην πραγματικότητα ο οικοδεσπότης ήταν αυτός που μοίραζε τα φύλλα· ο Γιώργος ήταν η μάνα. Το κρασί έκανε το πρόσωπο του να κοκκινίζει από τη ζέστη, σαν παντζάρι. Μπορεί και να σκεφτόταν κάτι που τον έκανε να χαμογελάει αμήχανα. Καθώς δε ήταν απορροφημένος με τις περιποιήσεις δεν πρόσεξε τις κλεφτές χαρακωτές ματιές που έριχνε ο Πέτρος στην Όλγα σαν να ήθελε να την επιτιμήσει για κάτι. Ίσως γιατί μια καλή λέξη δεν είχε βγει από το στόμα της όλη τη βραδιά. Και ήταν και κολλητός του Πέτρου ο Γιώργος.
Γενικά, ο Γιώργος στο ακροατήριο ήταν πάντα σοβαρός και πάντα έλεγε την αλήθεια. Όπως στη σημερινή δικάσιμο που η εντολέας του, η Μαρία, του είχε αναθέσει την αντίκρουση αγωγής σε μια οικογενειακή υπόθεση που μεταξύ άλλων αφορούσε και τη θεία της, όσο εκείνη ζούσε. Ο Γιώργος βαστούσε πιστά τον φάκελό του και ήταν προσηλωμένος στην έδρα. Ήταν τίμιος και ειλικρινής δικηγόρος ο Γιώργος. Όταν βγήκαν στο προαύλιο, ανακουφισμένοι και οι δυο τους, λέξη δεν αντάλλαξαν για τις διαδικασίες, παρά μόνο για την εκδρομή που προσεχώς σχεδίαζαν να πάνε με τον πολιτιστικό σύλλογο της πόλης τους για να ξεσκάσουν λιγάκι. Κανείς απ’ τους δυό τους δεν είχε οικογενειακές υποχρεώσεις εξάλλου. Κάποια στιγμή άρχισε να βρέχει, τα πουλιά πετούσαν χαμηλά και έκρωζαν, όλη η πλατεία του δικαστικού μεγάρου είχε σκεπαστεί από μαύρα πουλιά, μαύρα σύννεφα, άνοιξαν ομπρέλες, φυσούσε πολύ. Φεβρουάριος. Η υπόθεση φαινόταν να είχε κλείσει για την ώρα.
Το πρώτο πράγμα που έκανε η Μαρία μόλις τρύπωσε μες στο σπίτι ήταν να πιάσει τη μασιά και να αναδεύσει τα ξύλα στην εστία. Ετούτος ο χειμώνας έφευγε με κρύο και υγρασία που σε τρυπάει μέχρι το κόκαλο. Έπρεπε να κρατήσει τον χώρο ζεστό. Η Όλγα είχε καιρό να φανεί. Πήγε στο δωμάτιό της και έκλεισε τη βαλίτσα της που την είχε πάντα έτοιμη.
Τέλη Φεβρουαρίου και η Μαρία έφευγε για Μετέρωρα, ήταν μόνη της αυτή τη φορά. Φτάνοντας, δρασκέλισε με δέος τη γέφυρα, χτύπησε το βαρύ χερούλι. Της άνοιξε μία μοναχή, την οδήγησε προς το αρχονταρίκι. Μια μοναχή σκάλιζε τη φωτιά εκεί και έφερνε καινούργια ξύλα για να την ταΐσει. Στο καθολικό της μονής, οι Άγιοι λαμποκοπούσαν μέσα στις εικόνες τους. Οι μαρτυρίες, τα τάματα. Η Μαρία σκούπισε τα μάτια της. Ευτυχώς που ήταν μόνη. Το σήμαντρο, η Τράπεζα, η τεράστια μακρόστενη αίθουσα, το ανάγνωσμα της ευαγγελικής περικοπής. Τώρα δεν επιτρεπόταν κάτι από τα παλιά. Ομίχλη τύλιξε τους Άγιους Βράχους. Εκεί στον λαξευτό προθάλαμο μέσα στον ιερό βράχο, καθώς περίμενε να εξομολογηθεί, η Μαρία θυμήθηκε τη Θεσσαλονίκη, το απέναντι φωτισμένο σαλόνι την ειρωνεία της Όλγας, το δείπνο που της είχαν υποσχεθεί, τις στιγμές στο δικαστήριο μετά, την αγόρευση του Γιώργου. Θυμήθηκε τον Ιησού Κριτή μέσα στη δικαστική αίθουσα, Προχωρώντας στο προαύλιο προς την είσοδο του Ιερού Ναού, πρόσεξε την εικόνα του Παντοκράτορα ψηλά στον θόλο και πίσω από το Ιερό την Εικόνα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας με τον Χριστό αγκαλιά στο δεξί της χέρι. Σίγουρα, λοιπόν, δεν είναι Κριτής αλλά Λυτρωτής. Πήρε κουράγιο.
Τα χελιδόνια άρχιζαν να έρχονται, άνοιξη και στη διαδρομή προς την Αναπαύσεως, η Μαρία απορροφημένη κοιτάει τα κυπαρίσσια, είναι ψηλά, βγαίνει από το αυτοκίνητο, ανοίγει την καγκελόπορτα, περιδιαβαίνει τους λαβυρίνθους, στέκεται δίπλα σε ένα πλούσιο μνήμα, αισθάνεται τον Θεό να γελάει, σταματά έναν ιερέα, θέλει να ρίξει τρισάγιο στη θεία της. Άναψε και τακτοποίησε τα κεράκια, το καντήλι φέγγει μέσα από το παραθυράκι, το μνήμα καθαρό, σιγυρισμένο. Η Μαρία τοποθέτησε κόκκινα τριαντάφυλλα στο μαρμάρινο ανθοδοχείο, πέταξε τα αποτσίγαρα από το γειτονικό μνήμα, φίλησε το χέρι του παππά, χάιδεψε τη μαρμάρινη πλάκα, χαμήλωσε, έστησε αυτί. Ένα σπουργιτάκι κάθεται πάνω στο μνήμα, σαν κάποιος να της τείνει το χέρι, είναι η μητέρα από το γειτονικό μνήμα. Δεν παρηγορήθηκε ακόμη, σκέφτηκε και δάκρυσε.
Πέρα από τα συλλυπητήριά του στη Μαρία, ο Γιώργος είχε ολοκληρώσει αποστολή του με την έκδοση της ευνοϊκής για τα κληρονομικά της Μαρίας απόφασης. Χριστούγεννα του επόμενου χρόνου και ξεπροβοδίζοντας τη Μαρία και τον Πέτρο, αφότου είχε κλείσει η πόρτα πίσω του, η πρώτη κίνηση που έκανε ο Γιώργος ήταν να κοιτάξει προς το τζάκι, στη φωτιά που μισοέσβηνε. Κουβάλησε το δερμάτινο ζεμπίλι με τα ξύλα, σκούπισε με το φαράσι όλη τη στάχτη που υπήρχε στο συστάρι της εστίας, σκάλισε τα αποκαϊδια και ενίσχυσε με ξύλα. Κάθισε στο διπλανό ντιβάνι και τα μάτια του έγιναν δύο φωτιές που κοίταζαν επίμονα στο βάθος της φλόγας για να δουν πώς καίγεται το ξύλο, πώς ακούγεται το τρίξιμο και το σκάσιμο των ξύλων και προσπαθώντας να διακρίνει εκεί μέσα στις λάμψεις και στο μπλε φως, το αδιόρατο μέλλον.
_
γράφει η Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου
0 Σχόλια