Περπατούσε πολλές ώρες μέχρι να φτάσει στο νερό. Ήταν απομεσήμερο όταν έφτασε στο πηγάδι του μοναστηριού, που είχε χτιστεί προς τιμήν της μητέρας του Χριστού στη μέση μιας απέραντης ξεραΐλας. Στο πηγάδι ήταν δύο ακόμα γυναίκες που γέμιζαν τα ασκιά τους. ‘Εβρεξε το χέρι της κι έριξε νερό στο σκονισμένο της πρόσωπο. Εδώ κι εκεί τριγύρω στο πηγάδι είχαν στήσει παράγκες άνθρωποι που είχαν αφήσει τους τόπους τους, που η ξηρασία και η πανούκλα είχαν νεκρώσει. ‘Ετσι η μικρή πλατεΐτσα είχε αποκτήσει ζωή, όση ζωή μπορούσαν να κουβαλήσουν αυτά τα εξαθλιωμένα, λιπόσαρκα σώματα. Το μικρό μοναστήρι είχε ανοίξει τις πύλες του για να κατασκηνώσουν οι ταλαιπωρημένοι πρόσφυγες.
Η Θόνια περίμενε να γύρει ο ήλιος λίγο προς τη δύση και γέμισε με τη σειρά της τα δυο άδεια ασκιά που κουβαλούσε, τα έδεσε σ’ ένα σκοινί που πέρασε στο σβέρκο της και πήρε το δρόμο τού γυρισμού. ‘Επρεπε να διανύσει την έρημο του Φουέγκας, δυο ώρες δρόμο, να περάσει το λόφο των ντιαμπολίτος, το ερειπωμένο χτήμα των Ραβιόλας και να πάρει το δρόμο για το σπίτι· αν τη βοηθούσε ο Θεός θα ‘φτανε πριν το σούρουπο. Το νερό θά ‘φτανε και γι’ αύριο. Ούτως ή άλλως ο παππούς μάλλον θα πέθαινε σήμερα αν δεν είχε κιόλας πεθάνει, το πολύ αύριο. Θα ‘παιρνε τα παιδιά και την Ευγενίτσα και θα ‘ρχονταν να μείνουν στο μοναστήρι. Τα πόδια της δεν την κρατούσαν και γι’ άλλο ταξίδι και δεν υπήρχε πιο κοντινό μέρος με καθαρό νερό.
Η έρημος του Φουέγκας απλωνόταν τώρα τριγύρω της, μια τεράστια, ξερή, κενή, πετρώδης έκταση. Ο παππούς της έλεγε για τη μάχη που είχε γίνει εκεί, όταν αυτός ήταν ακόμα παιδί και η άμμος είχε λασπώσει απ’ το αίμα. ‘Ηταν οι Άραβες του πανέμορφου Χασάν ελ Σαμπάχ, που είχαν κτυπηθεί με τα στρατεύματα των Ισπανών ευγενών τής Ανδαλουσίας. Ο πατέρας τής Ιουλίας, της πιο όμορφης γυναίκας της Ισπανίας τούς οδηγούσε για να ξεπλύνει την προσβολή που του είχε γίνει. Ο Άραβας είχε απαγάγει την Ιουλία και την είχε κρατήσει για κάμποσο καιρό στο παλάτι του. Ώσπου πατριώτες την πήραν ξανά απ’ τους αλλόθρησκους και τη γύρισαν ξανά στο πατρικό της, μα αυτή είχε χάσει πια την παρθενιά της και είχε παράφορα ερωτευτεί το Μαυριτανό. Μα πάνω απ’ όλα η κοιλιά της είχε αρχίσει να φουσκώνει και να φαίνεται. Η μάχη ήταν σκληρή κι αμφίρροπη, τα παλικάρια χτυπούσαν αντρίκια κι απ’ τις δυο πλευρές, πέθαιναν τιμημένα για ώρες πολλές. Μέχρι που οι Ισπανοί ευγενείς δέχτηκαν απρόσμενες ενισχύσεις και ο Χασάν βρέθηκε κυκλωμένος. Τα στρατεύματα του Χασάν ελ Σαμπάχ τότε σφαγιάστηκαν. Το σπαθί στο χέρι του, τριγύρω πτώματα, σάρκες κομμένες από συντρόφους. Εκείνος έσταζε αίματα. Τους όρμησε. Δεν τον έπιασαν ζωντανό.
Η Ιουλία έφτασε λίγη ώρα μετά στο στρατόπεδο του πατέρα της. Στρατιώτες έτρωγαν σιωπηλοί μετά τη μεγάλη σφαγή. Οι πληγωμένοι παραπέρα, ένας παπάς ευλογούσε τους ετοιμοθάνατους. Ρώτησε για τον Χασάν. Της είπαν πως το βρωμόσκυλο είχε πεθάνει. “Το πτώμα του; Δεν ξέρω.” Τρελή από τη θλίψη της έτρεξε στο πεδίο τής μάχης. Στο λυκόφως μανάδες κοιτούσαν για τους γιους τους. Κοπέλες για τις αγάπες τους. Άντρες εξαθλιωμένοι, άλλη φύση θαρρείς, σέρνονται στο σκοτάδι ψάχνοντας τα πτώματα για χρυσάφι. Την είδαν να τρέχει αλαφιασμένη. Πτώματα παντού. ‘Όταν τον βρήκε έσυρε ένα βαρύ βογγητό. ‘Ήταν τόσο όμορφος ακόμα και νεκρός. Η Ιουλία δεν μπόρεσε να τον αποχωριστεί ξανά και αποτραβήχτηκε στη σπηλιά τής Σαβάχ, στο λόφο των ντιαμπολίτος, όπου καθόταν κρατώντας τον αγκαλιά, χωρίς να κουνιέται να τρώει ή να πίνει. Το πτώμα έλιωνε και μαζί του η Ιουλία, η πιο όμορφη γυναίκα της Ισπανίας. Κανείς δεν πήγε να την πάρει μαζί του. Μόνο όταν πια η Ιουλία είχε ξεψυχήσει πήραν και θάψαν τα δυο κορμιά, που μοσχοβολούσαν.
Η Θόνια κοίταξε μακριά μια μαύρη τρύπα στο λόφο, τη σπηλιά της Σαβάχ. Ο παππούς μπορεί και να ‘χει πεθάνει τώρα. Τον θυμήθηκε να της λέει ιστορίες τις μακριές εκείνες μοναχικές χειμωνιάτικες νύχτες, μετά το θάνατο του Χαρούαθ. Θα έπρεπε μαζί με την Ευγενίτσα να σκάψουν ένα λάκκο για να θάψουν τον παππού, να πάρουν δυο απαραίτητα και να κινήσουν για το μοναστήρι. Τα πόδια της την πονούσαν, είχε αρχίσει να ανεβαίνει το βραχώδη λόφο. Το σκοινί στο σβέρκο της την τραβούσε με τη δύναμη του νερού προς τα κάτω. Ο ήλιος αδυσώπητος από πάνω της έκαιγε το κεφάλι. Ο ιδρώτας έσταζε στα μάτια της και τα έκαιγε. Τρία χρόνια δεν είχε βρέξει, οι πηγές λιγόστεψαν. Μετά χτύπησε η πανούκλα. Στην πόλη τα πράγματα ήταν χειρότερα. Ο κόσμος πέθαινε στους δρόμους. Μετά έκλεισαν τους μολυσμένους έξω απ’ τα τείχη. Μετά ήρθε ο στρατός του βασιλιά κι έκλεισε τους μολυσμένους μέσα στα τείχη κι έβαλε την πόλη σε καραντίνα. Τώρα η πιο κοντινή πηγή με καθαρό νερό ήταν αυτό το πηγάδι στο μοναστήρι. Οι μοναχοί ήταν φιλόξενοι. ‘Ένιωθε τα πάντα να γυρνάνε και να σκοτεινιάζουν. ‘Έπιασε τον εαυτό της να πέφτει και αυτόματα σκέφτηκε το νερό. Κρατήθηκε από ένα βράχο. ‘Έπρεπε να κάτσει. Τα όρνια από πάνω της είχαν γίνει τρία. ‘Έκοβαν βόλτες και την παρακολουθούσαν. ‘Έβγαλε ένα κομμάτι ψωμί και άρχισε να το ροκανίζει. Βρισκόταν στο λόφο των ντιαμπολίτος αλλά τώρα ήταν μέρα και δε φοβόταν. Τις νύχτες με πανσέληνο λένε πως τριγυρνούν πνεύματα αρχαίων αιμοδιψών μάγων. ‘Ένα όρνιο προσγειώθηκε μερικά μέτρα μακριά της. Πήρε μια πέτρα και του την έριξε, όμως αυτό την απέφυγε χωρίς καν να σηκωθεί να πετάξει, μόνο απομακρύνθηκε χοροπηδώντας μ’ απλωμένα τα φτερά του. ‘Ήταν πολύ κουρασμένη, έπρεπε να πάρει δυο ανάσες, έβρεξε με λίγο νερό τα χείλη της. ‘Ήταν όμορφη στα νιάτα της, πριν την ξηρασία. Μετά ο Χαρούαθ πέθανε και της άφησε δυο μικρά παιδιά. Προσπαθούσε να τα ζήσει.
Το ερειπωμένο χτήμα των Ραβιόλας. Σκελετοί από ζωντανά, εδώ κι εκεί, βόδια, άλογα, σκυλιά. Πρώτος πέθανε ο γιος του Δον Ραβιόλα, που έφερε και την πανούκλα απ’ το Βορρά. Κάποια στιγμή κατάλαβαν ότι είχαν όλοι προσβληθεί. Μετά, αναπάντεχα, πέθανε ο ίδιος ο Δον, πολλοί λένε ότι εγκατέλειψε τη ζωή από τη θλίψη του για το θάνατο του αγαπημένου του γιου. Πολλά λέγονται γι’ αυτά που ακολούθησαν το θάνατό του μέχρι τον ολοκληρωτικό χαμό του φέουδου. Ο μικρός και διεστραμμένος αδερφός του έγινε ο καινούργιος αφέντης του Οίκου. Ίσως να ήταν η οδυνηρή γνώση του θανάτου που τον ώθησε σ’ αυτές τις ανόσιες πράξεις. ‘Έστειλε και μάζεψαν ζουμερές άξεστες χωριάτες και τις πότιζε κρασί και τις τάιζε σφαχτά και έκανε όργια μαζί τους. Τα ζωντανά γύρω πέθαιναν, οι αγελάδες, οι ταύροι, το κτήμα όδευε προς το θάνατο, οι άνθρωποι, παραδομένοι σε μια φρενήρη όρεξη για έρωτα και ζωή, έβλεπαν να σαπίζουν, έπιναν κρασί. Κανείς δεν πατούσε πια στο κτήμα των Ραβιόλας όπου βασίλευε ο θάνατος. Η πανούκλα εξαπλώθηκε στην περιοχή.
Περνούσε τώρα από την ανοικτή, σπασμένη εξώπορτα του σπιτιού. Τα κτήματα της οικογένειας απλώνονταν χιλιάδες εκτάρια τριγύρω. Συνέχισε το περπάτημα μέσα απ’ τις πέτρες. Τα πόδια της δε τη βαστούσαν πια. ‘Ένιωθε τη σκιά που της προσέφερε στιγμιαία το σώμα του όρνιου δροσιά στο πρόσωπό της. Συνέχισε να περπατά τρεκλίζοντας.
Κάθισε λίγο στην ανύπαρκτη σκιά που προσέφερε ένα μισοτελειωμένο δέντρο. ‘Ήπιε λίγο νερό. Δάγκωσε λίγο ψωμί. Κακόμοιρα παιδάκια. Τρέχουν μέσα στη δυστυχία. Παίζουν με τα πτώματα. Πείνα, θάνατος γύρω τους. Αχ, να μπορούσε να ‘χε ένα σπιτάκι, καθαρό, χωρίς μήτε ένα κόκκο σκόνης και νερό, πολύ νερό, να πλύνει αυτά τα σκονισμένα διαβολάκια, κι έξω λουλούδια για να παίζουν. Όχι σάρκες και πτώματα. Όχι τα παιδάκια της. Την έπιασαν τα κλάματα. Ο Μανολίτο όλο έπαιζε με κόκαλα από ζώα, πολλές φορές ξεκολλούσε τα κόκκαλα απ’ τα κουφάρια κι έπιανε και τραβούσε με το ίδιο του το χέρι τη σάπια σάρκα. Θα κολλούσε καμία αρρώστια. ‘Έπρεπε αύριο κιόλας, αν είχε πεθάνει ο παππούς, να πάρει τα παιδιά και να πάνε στο μοναστήρι. Σηκώθηκε πάλι, σε λίγο έφτανε στο δρόμο. Μια βρωμόπετρα μπλέχτηκε στα κατασκονισμένα και χιλιοτρυπημένα της πόδια και την έριξε κάτω. Το νερό άρχισε να κυλά στο ξερό χώμα. Όπως έπεφτε, ένα μυτερό κλαδί καρφώθηκε στο χέρι της. Το αίμα πετάχτηκε ζεστό. Σήκωσε γρήγορα γρήγορα όρθια τ’ ασκιά και τα ακούμπησε δίπλα. Πήρε απ’ το λασπωμένο χώμα μια χούφτα και άλειψε το χέρι της. Ο γύπας προσγειώθηκε ξανά δυο μέτρα πιο πέρα, έκανε ένα μεγάλο βήμα και της τσίμπησε με το ράμφος του το πόδι. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά μπροστά στον κίνδυνο. ‘Έβγαλε μια τρελή τσιρίδα και κούνησε προς το μέρος του. Το πουλί ξαφνιασμένο πισωπάτησε. Πήρε μια βαριά πέτρα και τη ζύγιασε στα χέρια της. Το χτύπησε ακριβώς στο κεφάλι και το έριξε ζαλισμένο στο χώμα. Σήκωσε τα ασκιά και ξαναξεκίνησε.
Ένας γέρος χωρικός, αδύνατος, με ένα μεγάλο ψάθινο καπέλο φάνηκε από μακριά να πλησιάζει πάνω σε ένα κάρο. Το βόδι έσερνε τα πόδια του και τραβούσε το φορτίο του με τη γλώσσα του να κρέμεται, μακρυά, άσπρη, στεγνή στο πλάι. Οι γύπες απομακρύνθηκαν.
Ο γέρος κοίταξε την πληγή της Σόνιας. Τα μάτια του είχαν δει τόσο αίμα αυτά τα τελευταία χρόνια. Κι αυτός ένα γέρικο κορμί ανίκανο να βοηθήσει. Ικανό να κρατιέται ζωντανό σ’ αυτή τη μαρτυρική πραγματικότητα. Του πρόσφερε νερό να πιει. Εκείνος τής γέμισε τις χούφτες με καλαμπόκι για τα παιδιά. Την άφησε στο σταυροδρόμι. Μακριά φαινόταν η φιγούρα τού σπιτιού. Η Ευγενίτσα που την είχε δει από μακριά έτρεχε να τη βοηθήσει. Ο Μανολίτο κυνηγούσε το σκύλο για να τον σκοτώσει και να πάρει φρέσκα κόκαλα για τα παιχνίδια του.
-Ο παππούς;
-Ζει ακόμα.
_
γράφει ο Πάνος Παπαμιχάλης
Τι να πω.Αψογη γραφικη ιστορια που σου ζωντανευει απολυτα το κλιμα μιας εποχης.Μπραβο Πανο!!!!!!!!