Για μια ακόμη φορά έβλεπε η Άννα τούτο το μήνυμα στο χρονολόγιό της. Εδώ και δύο μήνες, με το που άνοιγε το laptop, αντίκριζε τούτον τον χαιρετισμό που τον ξεχώριζε μέσα από τόσους και τόσους τυπικούς και συνηθισμένους.
Θα αναρωτηθεί κανείς, μα καλά, σαν τι να ήταν αυτό που τον έκανε ξεχωριστό, ανάμεσα σε τόσες και τόσες καλημέρες διαδικτυακών φίλων, που επιπρόσθετα συνοδεύονταν από λόγια αγάπης και φιλοφρονήσεις; Η Άννα δεν είχε να δώσει λογική απάντηση. Ίσως μια αόρατη χημεία που ούτε από πού και ποιον πήγαζε ήξερε, ούτε σε τι αποσκοπούσε. Έπιανε στον αέρα ένα κάποιο μυστήριο, που όσο οι μέρες κυλούσαν γινόταν όλο και πιο έντονο. Δυο απλές μα πανέμορφες και συνηθέστατες λέξεις και άλλο ουδέν. Έκαναν όμως τη φαντασία της να ταξιδεύει. Και πράγμα ακόμη πιο περίεργο, την κοπέλα δεν την ενοχλούσε καθόλου η ανωνυμία. Το αντίθετο θα λέγαμε. Καθώς ήταν μια καταξιωμένη λογοτέχνις και γοητευτική γυναίκα, ήταν εξοικειωμένη τόσο από εκδηλώσεις θαυμασμού όσο και ερωτικών εξομολογήσεων από πρόσωπα τόσο επώνυμα όσο και ανώνυμα, οπόταν αυτή η ανωνυμία δεν πρόσθετε τίποτα το ουσιώδες. Τώρα το γιατί η φαντασία της βάδιζε σε γοητευτικές ατραπούς και γιατί κάθε πρωί μεθούσε και μόνο που τις διάβαζε… Τι να πούμε… Η ψυχή του ανθρώπου άβυσσος και ποιος ξέρει τι συλλάμβαναν οι κεραίες του υποσυνειδήτου της που το συνειδητό δε μπορούσε να τις ερμηνεύσει. Όπως και να ’χει, τούτη δω η “Καλημέρα αγάπη” της είχε γίνει τόσο απαραίτητη, σαν το πρώτο της ημέρας τσιγάρο και η πρώτη γουλιά καφέ. Καθόριζε αν η μέρα που κυλούσε μπροστά της θα ήταν πραγματικά καλή ή κατ’ ευφημισμό και μόνο λεγόταν έτσι. Της συνέβαινε δε και τούτο το παλαβό. Όπως καταλαβαίνουμε από τη χροιά της εκφοράς των λέξεων ποια είναι τα συναισθήματα που διακατέχουν τον εκφέροντα τον λόγο, έτσι και με τον δίλεξο χαιρετισμό. Ενώ ήταν πάντα ο ίδιος χωρίς καμία αλλαγή ακόμη και στα αποσιωπητικά, η Άννα τον μετέφραζε κατά το δοκούν και πορευόταν μαζί του όλη την ημέρα αναλόγως.
Ας μη νομίσει κανείς ότι ήταν καμιά ονειροπαρμένη, καμιά αλαφροΐσκιωτη μεγαλοκοπέλα που έδινε υπόσταση σε ιστορίες που τις είχε ανάγκη ο μοναχικός της βίος, γιατί, ούτε μεγαλοκοπέλα ήταν, ούτε μόνη της ζούσε. Παντρεμένη με παιδιά και με έναν σύζυγο, που όπως συμβαίνει εννέα στις δέκα φορές αλλιώς τον περίμενε, αλλιώς της προέκυψε. Την είχε απογοητεύσει συναισθηματικά αλλά κατά τα άλλα είχαν κτίσει μαζί μια γερή και όμορφη θα λέγαμε οικογένεια. Έλειπε βέβαια από μέρους της ο έρωτας και η μαγεία, αλλά τον άντρα της τον εκτιμούσε και ίσως και να τον θαύμαζε για τα πνευματικά του ενδιαφέροντα και δεν μπορούσε να του αρνηθεί ότι σαν σύζυγος ήταν άψογος σε όλα του τα καθήκοντα. Αλλά να που ήρθε αυτός ο καθημερινός χαιρετισμός του αγνώστου θαυμαστή να της ταράξει τα νερά της ακύμαντης συζυγικής λίμνης. Μέχρι που την ενέπνευσε να γράψει και κανα-δυο ποιηματάκια και τον Πάριο να της τα ντύνει με ερωτική μουσική σαν αυτή που συγκινεί όλες τις ευαίσθητες υπάρξεις. Έως ότου μία ημέρα άλλο δεν άντεξε και απάντησε στο μήνυμα ως εξής:
Αγαπητέ “καλημέρα αγάπη” πώς πας από ποίηση; Εγώ άρχισα να κάνω προσπάθειες και προς σ’ αυτή την κατεύθυνση, σαν το ακόλουθο:
Τι σου λέει το φεγγάρι
Σαν τη νύχτα στα κλεφτά,
Απ’ το τζάμι σου τρυπώνει,
Τα μαλλάκια σου χαϊδεύει
Και τα μάτια σου φιλά;
Ότι κάποιος σ’ αγαπά.
Τι σου λέει ένα τραγούδι
Που τα λόγια τα γλυκά του
Χίλιες δυο φορές σου τα ’παν
Και τα χείλη τα δικά του
Σαν σε φύλαγαν ζεστά;
Ότι κάποιος σ’ αγαπά.
Κοίταξέ το το λουλούδι
Κάποιο μήνυμα χαράς
Απ’ το βάζο μέσα στέλνει
Και το άρωμά του μπαίνει
Ως τα μύχια της καρδιάς.
Κάποιος λέει σ’ αγαπά.
Κάθε τι γύρω τριγύρω
Πόσο όμορφο το βλέπεις
Πόση τρυφεράδα τρέφεις
Και γι’ ανθρώπους που δεν ξέρεις
Και για πράγματα πεζά,
Όταν ξέρεις σ’ αγαπά…
Σου ’ρχεται να βγεις στον δρόμο
Και να πεις σ’ όλον τον κόσμο
Που σε βλέπει και γελά,
“Φίλοι μου τ’ ομολογώ
Πως κι εγώ τον αγαπώ…”
Ποτέ ο Γιώργος δεν την ενέπνευσε ας πούμε να γράψει κάτι παρόμοιο. Μα ούτε και διανοήθηκε ποτέ να απατήσει τον άντρα της. Τι της συνέβαινε λοιπόν τώρα; Μα το άγνωστο θες; Μα το μυστηριώδες; Μα το ακίνδυνα πλατωνικό; Όλα αυτά μαζί και το καθ’ ένα χώρια, έπαιζε κάποιον ρόλο που την προβλημάτιζε.
Ένιωσε κάτι σαν τύψεις. Δηλαδή έφτασε να απατά τον άντρα της με τη σκέψη; Κάποιος σοφός είχε πει ότι “Η απιστία της σκέψης είναι μεγαλύτερη. Παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις όσο μένει στη σφαίρα του ανεκπλήρωτου, της προσδίδει εξιδανίκευση, μαγεία και τελειότητα πολύ περισσότερη απ’ ό,τι της αναλογεί”. Φοβήθηκε τον εαυτό της, αλλά και περίμενε μια κάποια αντίδραση από την άλλη πλευρά. Μα ούτε την επομένη, ούτε τη μεθεπομένη, άλλαξε κάτι. Απελπιστικά το ίδιο. “Καλημέρα αγάπη” σκέτο και κατάσκετο, ούτε σχόλιο. Τίποτα απολύτως.
Απογοητεύτηκε. Μα τι είδους άνθρωπος ήταν αυτός; Δε θα έπρεπε ρε παιδί μου να αδράξει την ευκαιρία για να δεθεί περισσότερο μαζί της; Τι περίμενε δηλαδή και πόσον καιρό ακόμη; Τι του προσέφερε και η απόλυτη ανωνυμία;
Η ιστορία έπαιρνε τα χαρακτηριστικά σταυρολέξου για δυνατούς λύτες. Τα σταυρόλεξα αυτού του τύπου έτσι και τα λύσεις σου προκαλούν αμέριστη ικανοποίηση, σε καταξιώνουν στον ίδιο σου τον εαυτό. Θα κατόρθωνε ποτέ η Άννα αυτό να το λύσει;
Άρχισε να παρουσιάζει μία περίεργη νευρικότητα, να γίνεται κυκλοθυμική, αφηρημένη και ανικανοποίητη με δυο λόγια.
Σκέφτηκε να ζητήσει τη βοήθεια ενός ειδικού. Μα για να είναι ειλικρινής, δεν τους είχε τους ψυχολόγους και τόση τυφλή εμπιστοσύνη. Δηλαδή σαν τι θα της έλεγε ο ψυχολόγος; Να ανατρέξει στην παιδική της ηλικία, να ψάξει για τραύματα ψυχικά, πώς αντιμετώπιζε τις όποιες μαθησιακές δυσκολίες, απωθημένα με δασκάλους και καθηγητές και με την ίδια της τη μάνα… Δεν την μπορούσε αυτή την πιπίλα της κονσερβοποιημένης καραμέλας που ο ειδικός χρησιμοποιούσε κατά περίπτωση. Καλύτερα το ‘χε να τα εξομολο-γηθεί όλα στην κολλητή της, να ακούσει την ειλικρινή της άποψη έξω από τα δόντια, να δεχόταν παράλληλα το κανάκεμά της και τη ζεστή, φιλική κουβέντα, πράγμα που κανείς ψυχολόγος δε διαθέτει στο συρτάρι του ιατρείου του.
Ή ακόμη πιο καλά, να συζητήσει το θέμα της με τον Γιώργο. Θα του έλεγε όλη την αλήθεια, πόσο δηλαδή αυτές οι απρόσωπες “καλημέρες” της είχαν εξάψει το ενδιαφέρον και της είχαν γίνει απαραίτητες, δίνοντας ήλιο, χρώμα, στην άχαρη καθημερινότητά της με τη δουλειά, το νοικοκυριό, τα μητρικά καθήκοντα και τα συζυγικά κτλ. κτλ…
Ο Γιώργος ήταν ένας μοντέρνος άντρας με ευρεία αντίληψη, ήταν σίγουρη ότι θα την καταλάβαινε. Και αν όπως νόμιζε την αγαπούσε, θα έσκυβε πάνω από το θέμα με στοργή και κοντολογίς δε θα τα έπαιρνε στο κρανίο εκεί όπου κόντευε να φυτρώσει κάτι σαν αυτό του τάρανδου σήμα κατατεθέν των απανταχού κερατωμένων της γης…
Αχ, Άννα, Άννα, εγωίστρια που είσαι. Αν ο Γιώργος σού έκανε κάτι παρόμοιο, θα το αντιμετώπιζες με την ψυχραιμία και την κατανόηση που ελπίζεις από εκείνον; Θα τον συμβούλευες αμερόληπτα για το πώς έπρεπε να ενεργήσει, τόσο για το καλό το δικό του, όσο και γι’ αυτό το δικό σου και κατ’ επέκταση των δύο σας παιδιών; Είσαι σίγουρη ότι δε θα του ζητούσες το διαζύγιο επί πίνακι χωρίς δεύτερη σκέψη;
Αν στην τελική ο Γιώργος είναι το σπάνιο εκείνο είδος ανδρός που αφήνεις να εννοηθεί, τότε προς τι οι ζουζουνιές σου βρε αχάριστο πλάσμα; Καταλάβαμε. Το σουβλιστό αρνί δεν το θέλεις κατευθείαν από τη σούβλα στο πιάτο σου, προτιμάς τα κοψίδια της προετοιμασίας, όχι την Ιθάκη, δηλαδή, αλλά τον δρόμο ίσαμε αυτήν.
Καλά, διάλεξε λοιπόν πορεία.
Και η Άννα διάλεξε. Του τα είπε όλα. Όλα.
Εκείνος την άκουγε σοβαρός και σε μια στιγμή ένα χαμόγελο έπιασε να σκάει στην άκρη των χειλιών του.
«Κάνε ό,τι σου λέει η καρδιά σου, αγάπη μου. Ελεύθεροι άνθρωποι είμαστε. Πού είναι το κακό; Ο άνθρωπος μια “καλημέρα” στέλνει στην αγάπη, και είναι πολύ τρυφερό. Αν όλοι κάναμε το ίδιο κάθε μέρα, πόσο πιο όμορφη δεν θε να ’ταν η ζωή μας…
Καθ’ όσον με αφορά και εκ του γεγονότος ότι τόσο πολύ σου αρέσει τούτο το πρωινό μήνυμα, θα εξακολουθήσω να σ’ το στέλνω μέχρι που να τα παίξει και ο δικός σου υπολογιστής όπως έγινε με τον δικό μου. Και πού να βρεθούν τώρα χρήματα για άλλον καινούργιο;
Τελικά, Αννούλα, να πω ότι δίκιο έχει ο William Faulkner όταν υποστηρίζει ότι την αγάπη την έβαλαν στα βιβλία γιατί δεν χωράει αλλού…
Να προσθέσω όμως, ότι χωράει και κάπου αλλού, σε έναν υπολογιστή, ας πούμε.
Έχεις αντίρρηση;»
_
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Ο Γιώργος, μέσα στο πνεύμα τς εποχής, απέδειξε την αγάπη του έστω κι αν χάλασε ο υπολογιστής του. Δροσερή, επίκαιρη, την χάρηκα πολύ Λένα την ιστορία σου. Καλή σου μέρα!
Δροσερή, επίκαιρη, την χάρηκα πολύ την ιστορία σου Λένα! Την καλημέρα μου!
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ καλή μου Χριστίνα, για το λόγο τον καλό σου πάντα.
Καλές αποδράσεις,είτε θαλασσινές είτε βουνίσιες…σού εύχομαι από καρδιάς…