γράφει ο Μιχάλης Κατσιγιάννης
Κριτική του εκπαιδευτικού συστήματος: για το βιβλίο ‘Τ σχολείο φυλακή και η ελεύθερη μάθηση’, του Τζων Χολτ[1]
Εισαγωγή
Ποιος είναι ο ρόλος και η στόχευση της εκπαίδευσης στην κοινωνία μας; Σε τι εξυπηρετεί η υποχρεωτική σχολική φοίτηση; Ωφελούνται τα παιδιά από την εκπαίδευση; Τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά θα προσπαθήσουμε να αντλήσουμε από τα κείμενα που απαρτίζουν το βιβλίο ‘Το σχολείο φυλακή και η ελεύθερη μάθηση’, του Τζων Χολτ, ο οποίος υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς – αλλά απολύτως μη ορατός στα ελληνικά εκπαιδευτικά δρώμενα – ριζοσπάστες και συγκρουσιακούς θεωρητικούς της εκπαίδευσης και παιδαγωγούς, σφοδρός πολέμιος του εκπαιδευτικού συστήματος και των ποικίλων πρακτικών του, ακτιβιστής υπέρ των δικαιωμάτων των νέων και υποστηρικτής της αποσχολειοποίησης.
Σε όλη του τη ζωή ο Χολτ ασχολήθηκε με συνέπεια γύρω από το μεγάλο εκπαιδευτικό πρόβλημα που μαστίζει διαχρονικά την παγκόσμια κοινωνία, όχι όμως από τη σκοπιά της όποιας ανόρθωσης και ποιοτικοποίησης του εκπαιδευτικού συστήματος αλλά από αυτή της ριζοσπαστικής μελέτης και κριτικής του, η οποία αναδεικνύει μία σκληρή και εφιαλτική πραγματικότητα για όσους/ες υπόκεινται παρά τη θέλησή τους σε αυτό: το εκπαιδευτικό σύστημα, με όλους τους μηχανισμούς του, θεμελιώνεται και λειτουργεί στη βάση μιας γενικευμένης βίας – συμβολικής και μη – η οποία αποσκοπεί στον έλεγχο και την καθυπόταξη του μαθητικού πληθυσμού.
Τα θεμέλια του εκπαιδευτικού συστήματος
Στο βιβλίο ‘Το σχολείο φυλακή και η ελεύθερη μάθηση’, ο Τζων Χολτ θέτει στον πυρήνα των στοχασμών του το μάλλον αναντίρρητο γεγονός ότι το επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα στοχεύει στην αποδιοργάνωση της ύπαρξης του υποκειμένου, μέσω μίας διαδικασίας τυποποίησης και ομοιογενοποίησης του μαθητικού πληθυσμού. Για τον/την μαθητή/τρια η υποχρεωτική σχολική φοίτηση (τόσο μέσα από τα επίσημα κείμενά της όσο και μέσα από την πρακτική της λειτουργία) εμφανίζει αρνητικά αποτελέσματα στη ζωή του/της, αφού άλλο δεν κάνει από το να αποδυναμώνει τις διαδικασίες υποκειμενοποίησής του/της, αφαιρώντας του/της τη δυνατότητα (ή αφήνοντάς του/της την εντύπωση ότι δεν έχει τη δυνατότητα αυτή) της αναζήτησης και της επιλογής – της αυτοκατευθυνόμενης σκέψης και δράσης εν ολίγοις – ετικετοποιώντας την συμπεριφορά του/της και καπελώνοντας τη φωνή του/της. Έτσι, ο/η μαθητής/τρια καταλήγει να είναι στο σχολείο το αντικείμενο μίας επιχείρησης η οποία εργάζεται μεθοδικά για την ομαλή και αβίαστη προσαρμογή του/της στο σύστημα και κατ’ επέκταση στην οικειοποίηση από μέρους του/της των – όποιων – λόγων της – όποιας – κυρίαρχης ιδεολογίας.
Παρά τη διαρκή και δυναμική προπαγάνδα των μηχανισμών του συστήματος υπέρ του σχολείου, ότι δηλαδή τόσο η ίδια η ύπαρξη του τελευταίου όσο και η υποχρεωτική φοίτηση του παιδιού σε αυτό κρίνεται ωφέλιμη και εποικοδομητική (Χολτ, 1978: 175), για τον μαθητικό πληθυσμό εκπαίδευση σημαίνει «επιχείρηση-φυλακή» (Χολτ, 1978: 176) και «προετοιμασία για υποδούλωση» (Χολτ, 1978: 180):
με ελάχιστες εξαιρέσεις, τα σχολεία, από το νηπιαγωγείο έως το πανεπιστήμιο, δεν δίνουν δεκάρα για το τι σκέπτεται ο μαθητής. Τι σκέπτεται, τι τον ενδιαφέρει, ή τι θέλει να μάθει. Εκείνο που έχει σημασία είναι τι έχει αποφασίσει το σύστημα πώς πρέπει να μάθει (Χολτ, 1978: 108).
Η σχολική ζωή έχει τα χαρακτηριστικά μιας άνισης, πειθαρχικής σχέσης όπου τα πάντα σχεδιάζονται, οργανώνονται και πραγματοποιούνται από τα πάνω, χωρίς ποτέ να ρωτάται – πόσο μάλλον να υπολογίζεται – η άποψη των παιδιών. Το σχολείο είναι επιφορτισμένο με «το ρόλο της φυλακής» (Χολτ, 1978: 75), κάτι που σημαίνει ότι τα παιδιά δεν είναι ελεύθερα στο σχολικό χωροχρόνο, αλλά αποτελούν ένα είδος υποτελών εντός αυτού, αφού βρίσκονται συνεχώς κάτω από το βλέμμα των επιτηρητών τους. Ο Χολτ, επισημαίνει σχετικά: «στα σχολεία έχει ανατεθεί η φυλάκιση των παιδιών μας για ορισμένες ώρες την ήμερα» και αφού ισχύει κάτι τέτοιο, το σχολείο πρέπει να ελέγχει «πώς όλοι οι φυλακισμένοι βρίσκονται πραγματικά εκεί, σε περίπτωση δε που απουσιάζουν, να μάθουν το γιατί και το πού βρίσκονται» (1978: 76).
Όπως θα δούμε και στη συνέχεια, αυτού του είδους η σχολική λειτουργία στρέφεται εναντίον της μάθησης αλλά και των ίδιων των παιδιών, καλλιεργώντας μία επιβλαβή ατμόσφαιρα στην οποία κυριαρχεί το κλίμα και η ιδέα της κατεστημένης κοινωνίας, δηλαδή των κυνηγών και κυνηγημένων, των εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων, των καταπιεστών και καταπιεζόμενων.
Σκοτώνοντας τη μάθηση και τη ζωή: το σχολείο ενάντια στα παιδιά
«Τα σχολεία […] χώροι επιβλαβείς για τα παιδιά» (Χολτ, 1978: 23), προωθούν την άποψη ότι «η μάθηση και η ζωή είναι δύο ξεχωριστά πράγματα» (Χολτ, 1978: 25) και κατ’ αυτόν τον τρόπο, το παιδί αδρανοποιείται και παύει να συμμετέχει ενεργά στο γίγνεσθαι, αφού πιστεύει ότι η διαδικασία της μάθησης και της γνώσης είναι κάτι το εξωτερικό ως προς τον εαυτό και τη ζωή του, δεν πρόκειται για μια φυσική διαλεκτική, αλλά για κάτι που αποκτάται με εξαναγκασμό, επιτήρηση και πειθαρχία:
στο σχολείο έρχεσαι για να μάθεις, λέμε, – λες και το παιδί δεν είχε μάθει τίποτε προηγούμενα, σαν να’ ταν η ζωή εκεί έξω και η μάθηση εδώ μέσα χωρίς να υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στα δύο […] το παιδί καταλήγει να νιώθει πώς η μάθηση είναι μια λειτουργία παθητική, κάτι που σου το κάνει κάποιος άλλος, κι όχι κάτι που το κάνεις εσύ για τον εαυτό σου (Χολτ, 1978: 25).
Συνέπεια αυτής της κατάστασης είναι η καταστροφή της αυτοεικόνας του παιδιού και μάλιστα από τον ίδιο του τον εαυτό, αφού η διαστρεβλωμένη εικόνα που του μεταδίδεται για την μάθηση, του λέει ότι δεν έχει και δεν θα αποκτήσει τις ικανότητες για να μπορεί να μαθαίνει και να ξέρει τι μαθαίνει: «μαθαίνει πώς δεν έχει καμιά αξία, πώς είναι ανάξιο εμπιστοσύνης, κατάλληλο μόνο να δέχεται εντολές από τους άλλους, μια άσπρη κόλλα χαρτί για να γράφουν πάνω της οι άλλοι» (Χολτ, 1978: 25). Έτσι, το παιδί μαθαίνει να διαχωρίζει την προσωπική του εμπειρία, τις σκέψεις του και την καθημερινή ζωή του από το σχολικό περιβάλλον, καταλήγοντας να αισθάνεται αμήχανα και ενοχικά γι’ αυτά, διότι έχει καταλάβει και φοβάται τη ρητορική του εκπαιδευτικού συστήματος: «ό,τι μετρά εδώ – και το μόνο που μετρά – είναι οι δικές μας γνώσεις, εκείνα που εμείς θεωρούμε σημαντικά, εκείνα που εμείς θέλουμε να κάνεις, να σκέπτεσαι και να είσαι» (Χολτ, 1978: 25).
Παρατηρούμε λοιπόν ότι το σχολείο λειτουργεί στη βάση της καλλιέργειας ενός τοξικού και κακοποιητικού κλίματος, το οποίο θεωρεί το παιδί ως αντίπαλο που πρέπει να κυριευθεί και το υποτιμά ασκώντας του ποικίλα είδη βίας: «καθίστε ακίνητοι! Ησυχία! Να οι λέξεις-κλειδιά του σχολείου» (Χολτ, 1978: 28):
αν ένας κατάσκοπος του εχθρού από το διάστημα σχεδίαζε να κυβερνήσει τη Γη, κι αν η στρατηγική του ήταν να προετοιμάσει το ανθρώπινο γένος για τη διακυβέρνηση αυτή αποβλακώνοντας τα παιδιά των ανθρώπων όσο γίνεται περισσότερο, αποκλείεται να έβρισκε καλύτερη μέθοδο απ’ το να τους ζητάει να μένουν ακίνητα και ήσυχα για πολλές ώρες την ημέρα. Το αποτέλεσμα είναι απόλυτα εγγυημένο (Χολτ, 1978: 28).
Το παιδί λοιπόν εγκατεστημένο παρά τη θέλησή του «στις ακίνητες και σιωπηλές αίθουσες» (Χολτ, 1978: 30) του εκπαιδευτικού ιδρύματος, ακινητοποιημένο στην ευταξία και την ήσυχη, σχεδόν απαράμιλλη παρουσία (Χολτ, 1978: 97-103), αφημένο στην εκμετάλλευση και τον εμπαιγμό, εγκλωβισμένο στο αφηγηματικό παραλήρημα του κάθε/καθεμιάς εκπαιδευτικού (Χολτ, 1978: 53-57), ο/η οποίος/α είναι κάτι «μεταξύ αυστηρού επόπτη και αστυνομικού» (Χολτ, 1978: 77), μαθαίνει να εχθρεύεται, να βαριέται, να κοροϊδεύει, να μισεί (Χολτ, 1978: 26-27). Με άλλα λόγια, στο σχολείο το παιδί μπαίνει σε μια διαδικασία αλλοτρίωσης, αποξενώνεται από τον εαυτό του και από τον κόσμο, εντρυφά στο αξιακό σύστημα της κατεστημένης κοινωνίας και εκπαιδεύεται στην «εφαρμοσμένη Σκλαβιά» (Χολτ, 1978: 27). Με την πάροδο των (σχολικών) ετών και μέσα από τις σχολικές πρακτικές που εφαρμόζονται στις σκέψεις και τα σώματα των παιδιών, τα τελευταία αποβάλλουν «χαρακτηριστικά και ιδιότητες που δεν αποκτούνται στο σχολείο και δεν επιζούν μετά το σχολείο: όπως η βαθιά τους περιέργεια. Η βαθιά, έντονη, εμπιστοσύνη στην προσωπική τους ικανότητα να μάθουν και να αποτιμήσουν τα πράγματα» (Χολτ, 1978: 167-168). Με αυτόν τον τρόπο, το παιδί δρα με ένα (1) ενδιαφέρον ως προς το κάθε τι, ουδέτερο, ανιαρό και μηχανιστικό, με την έκφραση του να είναι τυποποιημένη και κανονιστική, αδιαφορώντας για την ενδεχομενικότητα των αναζητήσεων και της ίδιας της μαθησιακής διαδικασίας:
στην ουσία το παιδί μαθαίνει να ζει αδιαφορώντας για το τι συμβαίνει γύρω του […] το σχολείο είναι ένα μακροχρόνιο μάθημα για το πώς να εξολοθρεύσει κανείς τον εαυτό του […] το σχολείο, εκτός από πληκτικό, είναι σχεδόν πάντα άσχημο, ψυχρό και απάνθρωπο» (Χολτ, 1978: 28).
Εξετάσεις
Τι κάνουν οι εξετάσεις; Σε τι χρησιμεύουν; Η καταστροφική δράση των εξετάσεων, των βραβείων και των κάθε είδους διακρίσεων, από μέρους του εκπαιδευτικού συστήματος σε βάρος των μαθητών/τριών, είναι ένα ακόμη μέσο – μαζί με την επιτήρηση, την ευταξία, τη μη μάθηση, τον εξαναγκασμό και την ταπείνωση – για την αποχαύνωσή τους. Στο σχολείο ασκείται τεράστια πίεση στα παιδιά από τους/τις εκπαιδευτικούς για πράγματα που δεν έχουν καμία απολύτως σημασία με την πραγματική και ουσιαστική μάθηση, καλλιεργώντας μια πολεμική έπαρση, μια «αθέμιτη μεγαλομανία» για βραβεία, υψηλούς βαθμούς και καλά πτυχία – γνωρίσματα που προσφέρονται από τις συνεχείς και αυστηρές εξετάσεις και δοκιμασίες που «διεγείρουν το φόβο και ικανοποιούν το αίσθημα της απληστίας» (Χολτ, 1978: 61), η οποία, πέρα από το γεγονός ότι εξυπηρετεί τη διάθεση για εξουσία των εκπαιδευτικών και των γονέων, διασώζει και τη φήμη, την υπόληψη, των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (Χολτ, 1978: 41-51):
η πηγή και η αιτία γι’ αυτή την πίεση είναι οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί. Όλο και περισσότερο, αντί να φροντίζουν να αναπτύσσουν τη νόηση, τον χαρακτήρα και τη δυναμική των μαθητών, τους χρησιμοποιούν για την εξυπηρέτηση των δικών τους σκοπών σε μια διαμάχη που εμπνέεται από ματαιοδοξία και αποσκοπεί στην απόκτηση χρημάτων και γοήτρου. Σήμερα, μόνο στη θεωρία τα εκπαιδευτικά ιδρύματα υπηρετούν τον σπουδαστή. Στην πράξη, η αληθινή δουλειά του σπουδαστή σε οποιοδήποτε σχολείο είναι να εξυψώσει με την επίδοσή του στα μαθήματα την υπόληψη του σχολείου (Χολτ, 1978: 41).
Όλη αυτή η αγχωτική διαδικασία στην ποία υποβάλλεται ο/η μαθητής/τρια, έχει πολύ σοβαρή αρνητική επίδραση τόσο στο χαρακτήρα του/της – φτάνοντας μέχρι και σε ακραίες καταστάσεις – όσο και στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη μαθησιακή διαδικασία, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί σε σχέση με αυτή. Τέτοιες πρακτικές αποξενώνουν τον/την μαθητή/τρια από τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος και τον/την κάνουν να πιστεύει στην υπονόμευση της μάθησης και της γνώσης που το εκπαιδευτικό σύστημα του/της προβάλλει και του/της μεταδίδει:
πείθουμε πολλούς νέους […] ότι η γνώση είναι πολύτιμη, όχι μας βοηθά στην καλύτερη αντιμετώπιση των προβλημάτων της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής, αλλά γιατί έχει γίνει εμπόρευμα που μπορεί να πουληθεί σε φανταστικές τιμές στην αγορά. Το σχολείο έγινε πια ένα είδος ρακέτας και η επιτυχία στο σχολείο και, κατόπιν στη ζωή, εξαρτάται από το να μάθουμε να χτυπάμε καλά (Χολτ, 1978: 48).
Το αποτέλεσμα αυτής της επικέντρωσης στις «σωστές απαντήσεις και την αποφυγή σφαλμάτων», αποτέλεσμα μιας πλήρους διαστρεβλωμένης εικόνας για τη μάθηση, δημιουργεί στα παιδιά την ανάγκη για «ανάπτυξη αμυντικών στρατηγικών μεθόδων μάθησης και συμπεριφοράς που εξαφανίζουν τις πνευματικές τους δυνατότητες» και βασικά καθιστούν «εντελώς ανέφικτη τη μάθηση» (Χολτ, 1978: 44). Το σχολείο επιχειρεί να ανακόψει έτσι την αυτόνομη πορεία του/της μαθητή/τρια. Τον/την τοποθετεί κάτω από το επιτηριτικό μικροσκόπιο της κρίσης των ενηλίκων. Δεσμεύει τη σκέψη του/της και τον/την ωθεί να ενστερνιστεί την άποψη ότι η διαδικασία των εξετάσεων και το κυνήγι των βαθμών είναι σύμφυτη με τη μάθηση. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Χολτ (1978: 45): «η νεανική ηλικία θα έπρεπε να είναι η εποχή που οι άνθρωποι συνειδητοποιούν όχι μόνο τον εαυτό τους αλλά και την προσωπική τους αξία. Σίγουρα όμως, γίνεται ακριβώς το αντίθετο».
Μία άλλη προοπτική
Ο Χολτ, ευθύς εξαρχής, τοποθετείται: «γράφω για το τι πιστεύω πώς πρέπει να γίνει και όχι για τις δυνατότητες που υπάρχουν να γίνει» (1978: 111). Αυτή του η σκέψη μας παρακινεί να συνεχίζουμε έναν αγώνα για την αυτονομία και την ανεξαρτησία ενάντια στο λόγο της δυστοπίας και της αρνητικότητας που προπαγανδίζει τον αγώνα αυτό ως ουτοπία. Σχετικά με τον μετασχηματισμό του εκπαιδευτικού συστήματος, ο Χολτ απαντά πώς πολλά είναι τα πράγματα που μπορούμε να κάνουμε και μάλιστα ορισμένα απ’ αυτά «μπορούν να γίνουν αμέσως» (1978: 35). Ας δούμε τι προτείνει λοιπόν ο Χολτ.
Πρώτον, κατάργηση της υποχρεωτικής σχολικής φοίτησης. Η νομοθεσία για την υποχρεωτική σχολική φοίτηση εξυπηρετούσε κάποτε «ένα σκοπό ανθρωπιστικό και χρήσιμο», αφού προστάτευε υποτίθεται τα παιδιά από την παιδική εργασία και εκμετάλλευση και τους έδινε μια ευκαιρία για ανοδική κοινωνική κινητικότητα (Χολτ, 1978: 35). Όμως, η πραγματικότητα είναι πέρα ως πέρα διαφορετική: «για την προστασία των παιδιών από την εκμετάλλευση […] οι βασικοί και μοναδικοί εκμεταλλευτές των παιδιών είναι τα σχολεία» (Χολτ, 1978: 35). Το σχολείο είναι για τα παιδιά «ένα άχρηστο εμπόδιο που κλέβει το χρόνο τους» (Χολτ, 1978: 36) και τα εμποδίζει από το να μάθουν πραγματικά και να κάνουν ό,τι αυτά επιλέγουν.
Δεύτερον, κατάργηση των σχολικών κτηρίων και αιθουσών. Το παιδί, όντας φυλακισμένο μέσα σε τέσσερις τοίχους, αδυνατεί να έρθει σε επαφή και αλληλεπίδραση με τον κόσμο και άλλους ανθρώπους και έρχεται αντιμέτωπο με μία κάλπική, κλινική, εργαστηριακή πραγματικότητα, η οποία αναλαμβάνει να κυριαρχήσει το μυαλό του ώστε όταν βγει στον πραγματικό κόσμο να μην αποτελεί όσο γίνεται απειλή για την κατεστημένη κουλτούρα. Επομένως, «είναι ανάγκη να βγάλουμε τα παιδιά απ’ τα σχολικά κτίρια και να τους δώσουμε μια ευκαιρία να γνωρίσουν τον κόσμο» (Χολτ, 1978: 36), για να έρθουν σε επαφή με ποικίλα ερεθίσματα, υποκείμενα και περιβάλλοντα και να διαμορφώσουν τα ίδια το χαρακτήρα τους.
Τρίτον, συστηματική επικοινωνία με εξωσχολικούς. Τα παιδιά βρίσκονται συνεχώς με ανθρώπους που υποτίθεται ότι είναι ειδικοί για τη φροντίδα, την προστασία και την εκπαίδευσή τους. Πρόκειται για σοβαρό σφάλμα που στην πραγματικότητα εξυπηρετεί την ατζέντα συμφερόντων του ενήλικου πληθυσμού και εμποδίζει την πολυδιάστατη ανάπτυξη του παιδιού: «εκτός από τους γονείς τους, τα πιο πολλά παιδιά δεν έχουν καμιά στενή επαφή με τους ενήλικους πέρα από τους ανθρώπους που ασχολούνται αποκλειστικά με τα παιδιά […] Να φέρουμε στα σχολεία […] ανθρώπους που δεν είναι αποκλειστικά δάσκαλοι» (Χολτ, 1978: 37). Η αιτία για το ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο στα σχολεία, είναι ότι οι άνθρωποι που εργάζονται σε αυτά έχουν αναλάβει την αναπαραγωγή της συστημικής ρητορικής έτσι ώστε να δημιουργήσουν στα παιδιά τα αισθήματα και τον τρόπο σκέψης που αυτή επιθυμεί με σκοπό να παραμείνει ασφαλής.
Τέταρτον, συνεργατική μάθηση και αλληλοβοήθεια. Στο σχολείο, τα παιδιά απλώς κάθονται και ακούν το ακατάπαυστο παραλήρημα του/της εκπαιδευτικού, δεχόμενα τον/την τελευταίο/α ως αυθεντία, χωρίς να ρωτούνται γι’ αυτό που βιώνουν και χωρίς να μπορούν να συμπεριφερθούν όπως θέλουν. Έτσι, τα παιδιά μαθαίνουν να λειτουργούν με φόβο και δυσπιστία, αποφεύγοντας όλο και περισσότερο τη μάθηση και τον δημιουργικό και κοινωνικό της χαρακτήρα: «αφήστε τα παιδιά να δουλέψουν μαζί, να βοηθήσουν το ένα το άλλο, να μάθουν το ένα από το άλλο, να βρουν τα λάθη τους μεταξύ τους» (Χολτ, 1978: 37).
Πέμπτον, αυτοαξιολόγηση. Στο σχολείο το παιδί υπόκειται σε αλλεπάλληλες διορθώσεις, οι οποίες πολύ συχνά, γίνονται με κακοποιητικό τρόπο. Αντί οι εκπαιδευτικοί να υποστηρίζουν το παιδί όταν αντιμετωπίζει δυσκολίες, το επιπλήττουν, κάνοντάς το να αισθάνεται ντροπή και ενοχή: «αφήστε τα παιδιά να μάθουν να κρίνουν την ίδια τους τη δουλειά […] δεν δίνουμε ποτέ την ευκαιρία στο παιδί να διαπιστώσει τα λάθη του, δεν το αφήνουμε να τα διορθώνει μόνο του. Τα κάνουμε όλα εμείς» (Χολτ, 1978: 38).
Έκτον, κατάργηση του αναλυτικού προγράμματος. Οι γνώσεις του αναλυτικού προγράμματος προσδένουν το παιδί σε μία πραγματικότητα ξένη και εξωτερική ως προς αυτό. Τα παιδιά δεν έχουν την παραμικρή συμμετοχή στη διαμόρφωση των προγραμμάτων στα οποία εκτίθενται, ούτε και στον τρόπο διδασκαλίας του περιεχομένου τους. Όμως, πώς είναι δυνατόν να μάθει το οτιδήποτε ένας άνθρωπος, αν δεν έχει το δικαίωμα της κρίσης και της επιλογής;: «προσπαθούμε να αναθρέψουμε ανθρώπους-πρόβατα – ντροπαλούς, πράους, ευάγωγους και ευεπηρέαστους – ή ανθρώπους ελεύθερους;» (Χολτ, 1978: 40).
Συμπεράσματα
Εκείνο το οποίο παρατηρούμε από το βιβλίο ‘Το σχολείο φυλακή και η ελεύθερη μάθηση’, του Χολτ, είναι ότι το σχολείο-φυλακή είναι ένα μεγάλο εμπόδιο στη ζωή του κάθε παιδιού. Το σχολείο αφορά ελάχιστα τη μάθηση και τη γνώση, η πραγματική του λειτουργία είναι η καταδυνάστευση των υποκειμένων που περικλείει εντός του, μέσα από την επανάληψη διαφόρων κακοποιητικών σχολικών πρακτικών. Πρακτικές που βρίσκονται απέναντι σε όλα όσα υποτίθεται ότι πρεσβεύει και υπερασπίζεται το σχολείο:
τα σχολεία θα’ πρεπε ν’ αποτελούν το χώρο όπου οι άνθρωποι πηγαίνουν να ανακαλύψουν εκείνα που ζητούν και να αναπτύξουν τις ικανότητες που θέλουν. Το παιδί […] πρέπει να είναι ελεύθερο, όπως ο ενήλικος, να αποφασίσει πότε, πόσο και με ποιο τρόπο θέλει να κάνει χρήση αυτών των μέσων (πηγών) που είναι σε θέση να του προσφέρει το σχολείο (Χολτ, 1978: 14).
Συνεπώς, αν όντως μας ενδιαφέρει η μάθηση, η «αληθινή μάθηση» (Χολτ, 1978: 13-14) και όχι η χειραγώγηση και ο πατερναλισμός, τότε σίγουρα οφείλουμε να κοιτάξουμε πέρα από το καταστημένο εκπαιδευτικό σύστημα, ν’ απορρίψουμε την εξουσιαστική λειτουργία του και να στραφούμε σε ευέλικτές μεθόδους ριζοσπαστικού χαρακτήρα και προσανατολισμού, με τα παιδιά να διαδραματίζουν – στην πραγματικότητα και όχι στα λόγια – πρωταγωνιστικό ρόλο: «αν δεν έχουμε πίστη στην προθυμία του παιδιού και στην ικανότητά του να αναπτύσσεται και να μαθαίνει, όχι μόνο δεν μπορούμε να βοηθήσουμε αλλά βλάπτουμε την εκπαίδευσή του» (Χολτ, 1978: 14). Και όπως το θέτει ό ίδιος ο Χολτ (1978: 173):
αρνούμαι το αναλυτικό πρόγραμμα, αρνούμαι τις τάξεις, αρνούμαι τη μάθηση που κρίνεται από τους δασκάλους. Πιστεύω στα παιδιά που, με τη βοήθειά μας και την ενθάρρυνσή μας, μαθαίνουν αυτά που θέλουν, όταν το θέλουν, με τον τρόπο που θέλουν και για το λόγο που θέλουν να τα μάθουν. Νομίζω πώς έτσι πρέπει να’ ναι η εκπαίδευση.
_____
[1] Η έκδοση που ακολουθεί το κείμενο είναι η εξής: Χολτ, Τζ. (1978). Το σχολείο φυλακή και η ελεύθερη μάθηση (Στ. Ξενάκη, Μτφρ.). Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.
0 Σχόλια