Δροσάτη νύχτα, αέρινη, Απριλίου. Στη λεωφόρο θόρυβος αυτοκινήτων. Χθες αρραβωνιάστηκαν δυο νέα παιδιά.
Το επόμενο Σάββατο, σε μια εξόρμησή τους στην εξοχική Ιερά Ανδρώα Μονή, περνούν τη μεγάλη πύλη με τον Σταυρό. Στην είσοδο του καθολικού δίπλα στο μανουάλι, ένας δόκιμος μοναχός, σκυφτός. Τα ράσα του μπλε προς μαύρα, η φούστα της υποψήφιας νύφης, μακριά, σεβόμενη την ιερότητα του χώρου.
Τα λουλούδια στον κήπο πολύχρωμα, όμως μιλιά δεν πήραν από το στόμα του προσευχόμενου μοναχού. Μπρος στην εικόνα της Θεοτόκου κρεμούν το τάμα τους. Μια ασημένια πλάκα με ασημένια στέφανα. Πήραν την ευλογία και τη γαλήνη του τόπου μαζί τους, και ξεκινούν με βεβαιότητα για την κατάλευκη ημέρα του γάμου.
Το ραδιόφωνο, τυχαία, τους υπενθύμισε το στυγερό έγκλημα που εξιχνιάστηκε: μαύρο πέπλο σκίαζε τον άρρωστο συζυγοκτόνο στα όνειρά του.
Οδηγήθηκε στο ψυχιατρικό κατάστημα κράτησης, εκεί κοντά, όπου περνούσαν με το αυτοκίνητό τους, στον δρόμο για το γυρισμό. Κλείνουν το ραδιόφωνο.
Την ημέρα του γάμου, λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι, εκείνη βγήκε για λίγο στην ασπροστολισμένη βεράντα. Σε λίγες ώρες θα στέφονταν αυτή και αυτός με τα ευλογημένα στέφανα. Άφησε το βλέμμα της να πέσει κάτω, στο δρόμο. Εκείνη τη στιγμή έτυχε να περνούν δυό μαυροντυμένες μοναχούλες με γοργό βήμα, σιωπηλές, και αεί προσευχόμενες. Είχε αγρυπνία απόψε και τις προσκάλεσε ο Δεσπότης να παραστούν.
Ήταν τόση η χαρά και η ευωδιά που πλημμύριζε τον χώρο, που η νύφη ήθελε οπωσδήποτε να τους μιλήσει, να πάρει την ευχή τους. Σαν να την είχε ακούσει, η μία μοναχή σήκωσε το βλέμμα της προς τον ουρανό. Έλαμψε το βλέμμα της όταν αντίκρυσε τα λευκά τούλια πάνω, στη βεράντα. Σαν να της χαμογέλασε, της φάνηκε της νύφης. Ένα λευκό τριαντάφυλλο προσγειώθηκε στον δρόμο. Εκείνες στερέωσαν καλύτερα τα μαύρα κεφαλομάντηλα τους, να σκεπάζουν το μετωπό τους και συνέχισαν σιωπηλά την πορεία τους. Η νύφη θυμήθηκε την ομιλούσα σιωπή εκείνου του δόκιμου μοναχού.
Άραγε, αυτός, ετούτη τη στιγμή, και οι μοναχές, και όλοι, προσεύχονται για το μαύρο σχήμα, για το μαύρο χρώμα που έχουν τα όνειρα του ταλαίπωρου αυτού ανθρώπου που κάποτε είχε και αυτός ντυθεί τη γαμπριάτικη ενδυμασία.
Εν τω μεταξύ, είχε αρχίσει η Μαγιάτικη απογευματινή ψύχρα. Μπήκε μέσα και έσπευσε να ανοίξει την πόρτα. Το σεμνό νυφικό και το κατάλευκο πέπλο την κάνει να μοιάζει με άγγελο.
Οι λευκές κουρτίνες ανεμίζουν στα ανοιχτά παράθυρα. Πριν φορέσει τα μπριγιαντένια σκουλαρίκια, η νύφη άνοιξε ένα ροζ βαζάκι, ενθύμιο από τη Μονή. Μέσα υπήρχε ένα χαρτάκι που έγραφε «να ζήσετε παιδιά μου».
_
γράφει η Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου
0 Σχόλια