«Δεν έχουμε όλη τη μέρα, προχώρα», φώναξε με αυστηρό ύφος ο αρχιφύλακας της φρουράς. «Μα… δεν ξέρω αν θέλω να αποχωριστώ το νησί μου», αποκρίθηκα δειλά ψελλίζοντας τις λέξεις μέσα από τα δόντια μου. «Πού με πάτε, δε θέλω… όχι», κραυγάζω όσο με τραβούν έξω.
Ξημερώνει. Κουλουριάζομαι στη γωνιά δεξιά της βαριάς μεταλλικής πόρτας. Μόνο εκεί για λίγα λεπτά οι ηλιαχτίδες εισβάλλουν από το μισοχτισμένο παράθυρο και δηλώνουν την παρουσία τους. Ελάχιστα μόνο. Και όχι κάθε μέρα. Στη βραδινή μου προσευχή, τελειώνοντας, ζητώ άλλο ένα ξημέρωμα δίχως σύννεφα. Έστω μόνο το πρωινό να είναι ηλιόλουστο. Αυτό μόνο μου αρκεί. Να νιώσω αυτή τη ζεστασιά, να κλείσω τα μάτια και να αποκοιμηθώ για λίγο. Οι ηλιαχτίδες μετατρέπονται σε δάκτυλα που με ακουμπούν, χέρια που με αγκαλιάζουν σφιχτά. Και αφήνομαι. Έχει περάσει καιρός να τον αντικρύσω. «Τον ήλιο μην τον κοιτάς κατάματα και υπεροπτικά, θα σε τυφλώσει», μου έλεγε ο πατέρας μου. Τώρα όμως αυτό θα ήθελα, να τον κοιτάξω ευγενικά και να τον ευχαριστήσω. Ξέρει αυτός.
Περνούν τα λεπτά και επιστρέφει η απόλυτη σκιά. Απομένω στο ίδιο σημείο, καθισμένος κατάχαμα στο υγρασιασμένο πάτωμα κρατώντας τα γόνατά μου. Το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια να αρπάξω όση περισσότερη ζεστασιά στο πρόσωπο. Νιώθω τα μάγουλα να κοκκινίζουν, όσο μπορούν μέσα από τα γένια. Δεν τα αποχωρίζομαι. Τα χαϊδεύω και με φαντάζομαι ναυαγό. Μοναχός ταξιδευτής, ξεβρασμένος σε ερημονήσι κλεισμένος σε ένα κελί με τέσσερις τοίχους ολόγυρα μου. Τέσσερις, όχι έξι. Το υγρό, παγωμένο πάτωμα είναι η ακροθαλασσιά μου. Αφήνω συχνά τα πόδια μου στο νερό μέχρι να μουλιάσουν. Χώνω τα δάκτυλα των χεριών στην άμμο και μετρώ κόκκους. Κάπου κάπου βρίσκω και ερειπωμένα κοχύλια. «Πού είστε τώρα και με αφήσατε μοναχό», μονολογώ και η φωνή μου σταματά στον απέναντι τοίχο.
Έχει πρωινά που τα φαντάζομαι βραδιές. Αφήνω την νηνεμία του νησιού και κοντεύω στην ακτή. Κάθομαι και μετρώ τα αστέρια, ξεχωριστά χωρίς ονόματα. Κάθε νυχτιά και άλλο πλήθος. Ενενήντα δύο, ενενήντα πέντε, εκατό. Και ξανά από την αρχή. Δεν έχω μάθει να μετρώ πάνω από το εκατό. Δε μου χρειάστηκε ποτέ. Για αστέρια έχω σημαδέψει τα πιο σκούρα σημάδια στο ταβάνι. Σκοτεινά και κρύβουν τόσο φως. Στον ουρανό μου έχει πάντα ξαστεριά. Τα αγναντεύω και οι τσιμεντένιοι τοίχοι εξαφανίζονται μονομιάς. Απομένω να τα κοιτώ και φτιάχνω δικούς μου αστερισμούς. Τραβώ νοητές γραμμές από άστρο σε άστρο. Ευθείες και τα ενώνω. Άλλοτε καμπύλες για να αποφύγω τους πεσμένους σοβάδες. Σχηματίζω μορφές, πρόσωπα γνωστά. Όσα θυμάμαι μετά από τόσο καιρό. Όταν τα συμπληρώσω, με ένα πέρασμα της παλάμης ψηλά στον αέρα τα σβήνω και ξαναρχίζω. Τη δεύτερη φορά φαντάζομαι λιβάδια, βουνά. Τώρα οι καμπύλες είναι περισσότερες. Ευθεία μόνο ο ορίζοντας, η ένωση του τοίχου με το ταβάνι. Διαχωριστική γραμμή του εδώ μου με το έξω.
Πέρασαν πολλά χρόνια από την πρώτη μέρα που με στρίμωξαν σε αυτό το κελί. Η μνήμη κατάφερε να απομονώσει την αιτία. Δε θυμάμαι γιατί. Έχω ξεχάσει και το πώς ήμουν. Σταμάτησα να μετρώ τις μέρες στα οχτώ χρόνια, δύο φορές το εκατό και εξήντα τρεις ημέρες. Τον πρώτο καιρό ρώτησα τον φύλακα πόσες μέρες έχει ένας χρόνος. Μία παράξενη λέξη και εξήντα πέντε. Τον ξαναρώτησα. «Τρεις φορές το εκατό είναι το τρακόσια», μου είπε με ύφος λύπησης. Δεν έδωσα σημασία. Μας χώριζε η μεταλλική πόρτα και είχε τα κλειδιά.
Δε θα μετρήσω ποτέ ξανά τον χρόνο. Τον αφήνω να κυλά. Όλα μου μοιάζουν ίδια. Πρωινά, βραδιές, εποχές. Ξεχωρίζω μόνο τις νέες μέρες, τις δικές μου. Έτσι ονομάζω τα ηλιόλουστα ξημερώματα. Οι υπόλοιπες απλά μεσοδιαστήματα, τα πιο δύσκολα. Τότε που το μυαλό αρχίζει τα δικά του παιχνίδια και σαλεύει. Με πνίγει η σκιά και νιώθω τους τοίχους ολοένα να με πλησιάζουν. Με ειδικούς, πολύπλοκους μηχανισμούς κλείνουν και το κελί μικραίνει. «Αν ξέρεις το μήκος τους, τότε σταματούν», ακούγεται μία φωνή απόκοσμη δίχως μορφή. Και τότε αρχίζω να τους μετρώ. Πρώτα με βήματα. Ένα, δύο, τρία. Την πόρτα δε την υπολογίζω, αυτή παραμένει στις διαστάσεις της. Τέσσερα, πέντε. Χαράσσω γραμμές στη γωνιά του και συνεχίζω στον διπλανό τοίχο. Οι σημειώσεις σε απόκρυφα σημεία να τα βλέπω μόνο εγώ. Τελειώνοντας τα μετρήματα οι τοίχοι σταματούν και ηρεμώ. Όχι για πολύ. Περνά λίγη ώρα και αρχίζουν πάλι. Τη δεύτερη φορά μετρώ με παλάμες, για περισσότερη ακρίβεια. Γονατίζω και ξεκινώ. Τα έχω υπολογίσει, ένα βήμα είναι έξι παλάμες. Κάνω τους λογαριασμούς με τα δάκτυλα των χεριών, βγαίνουν σωστά. Ανακουφίζομαι και κουρνιάζω με πλάτη στην πόρτα για ασφάλεια. Μερικές φορές το μαρτύριο συνεχίζεται. Την τρίτη πια φορά επιστρατεύω όλη μου την αριθμητική. Με τα δάκτυλα ένα ένα. Με τα δυο χέρια για πιο γρήγορα, να προλάβω. Τέσσερα δάκτυλα, μία παλάμη. Έξι παλάμες, ένα βήμα. Και το κελί επανέρχεται.
Αποκαμωμένος από τους αριθμούς κλείνω τα μάτια. Περιμένω υπομονετικά το φαγητό για να σημάνει το μέσο της μέρας. Ίδια ώρα, ίδια στιγμή. Ένα κρύο πιάτο, μια στεγνή σούπα. Ποτέ μου δεν το έχω τελειώσει. Αφήνω λίγο για να ταΐσω τη μοναδική μου παρέα. Μετά την τελευταία μου κουταλιά, κομματιάζω το υπόλοιπο ξερό ψωμί προσεχτικά. Γέρνω το κεφάλι στον τοίχο και ακουμπώ το αριστερό μου αυτί στην άγρια επιφάνειά του. Με τα νύχια του δεξιού χεριού γρατσουνάω τον λεπτό σοβά ρυθμικά. Φτιάχνω δικές μου νότες, συνθέτω μουσικές, κάλεσμα για τα δύο πουλιά. Είναι η ώρα τους. Καθημερινοί επισκέπτες. Ορμούν από το παράθυρο, στριμώχνονται ανάμεσα στα σκουριασμένα κάγκελα και με ευγένεια πλησιάζουν το μεταλλικό πιάτο. Τα παρατηρώ προσεχτικά όση ώρα τσιμπολογούν. Έχουν χωρίσει από πριν πόσα κομμάτια αναλογούν στο καθένα. Άτυπη διαδικασία γεμάτη με τους δικούς τους άγραφους νόμους. Γαντζωμένα στο χείλος του σκεύους με τα μικροσκοπικά τους άκρα ισορροπούν μεταξύ ελευθερίας και πείνας. Αγχωμένα να προλάβουν, φτερουγίζουν απαλά τα μικρά δίχρωμα φτερά τους και αλλάζουν θέση για το επόμενο κομμάτι. Το μεγαλόσωμο προηγείται σε κάθε κίνηση. Κυκλικά στην τσακισμένη στεφάνη. Τσαλακωμένη και αυτή όπως το ταλαιπωρημένο μου σώμα. Ρυτιδιασμένο από άκρη σε άκρη. Το δέρμα να ακουμπά στα κόκκαλα. Αισχρή απομίμηση ανθρώπου.
Ακόμη μετρούσα τις μέρες, όταν τα μεταλλικά δεσμά γλίστρησαν από τους καρπούς. Δεν έβρισκαν πλέον αντίσταση. Οι χειροπέδες ήταν πια ένα κόσμημα, βραχιόλια και τα είχα συνηθίσει. Χρυσά, διακοσμημένα με πετράδια στο χρώμα της νύχτας. Μου αρέσει πολύ το γλυκό κουδούνισμα των στολιδιών μου. Πότε πότε τα φορώ να αποχαιρετήσω τα πουλιά μετά το γεύμα τους. Και αυτά, μαθημένα, κοντοστέκονται στα τετραγωνισμένα κάγκελα του παραθύρου και το περιμένουν. Κάθε φορά. Με ένα τελευταίο κελάηδισμα δίνουν την υπόσχεση πως και αύριο θα είναι πιστά στο ραντεβού τους. Πετούν μακριά και απομένω με το ένα χέρι ψηλά όσο απομακρύνονται. «Να μου φέρετε νέα, καλά νέα θέλω. Και χρώματα, φέρτε μου και χρώματα πολλά να τα φορέσω στα βραχιόλια μου», αναφωνώ.
Η σημερινή μέρα είναι αλλιώτικη. Τα σύννεφα δε μου επέτρεψαν να νιώσω τις ηλιαχτίδες στο κατάκοπο κορμί μου. Παγωμένος αποτραβιέμαι σε μια γωνιά. Χώνω το κεφάλι στα σταυρωμένα μου χέρια και τα σφίγγω δυνατά. Δε θέλω να βλέπω. Ούτε τα αστέρια ψηλά στο ταβάνι. Ξεθώριασαν και αυτά. Περνά η ώρα, μα δε με ενδιαφέρει. Τίποτα άλλο δεν έχει περισσότερη αξία. Ακόμη λίγο και θα ξαναφτιάξω το νησί μου.
Σε μια στιγμή το άνοιγμα της μεταλλικής πόρτας διαταράσσει την ηρεμία μου. Ένας υπόκωφος, μουντός θόρυβος και βήματα βαριά. «Έλα, σήκω πάνω. Σου δόθηκε χάρη, αποφυλακίζεσαι», ακούγεται η βραχνή φωνή του αρχιφύλακα. Σφίγγω πιο δυνατά τα χέρια μου και οι αδύναμες παλάμες μου ιδρώνουν. Νιώθω χαμένος. Το μυαλό προσπαθεί να αγκιστρωθεί σε γνώριμες εικόνες, μα αυτές όλες θαμπές. Αδύναμος να τις ζωντανέψω μένω ακούνητος. Τα χρώματα έχασαν τις μυρωδιές τους. «Ποιος θα ταΐζει τώρα τους επισκέπτες μου; Δεν έχω να πάω πουθενά. Και πού να πάω, εδώ ανήκω», μονολογώ ψιθυριστά μα δε με προσέχει κανείς. «Δεν έχουμε όλη τη μέρα, προχώρα», φώναξε με αυστηρό ύφος ο αρχιφύλακας της φρουράς. «Μα… δεν ξέρω αν θέλω να αποχωριστώ το νησί μου», αποκρίθηκα δειλά ψελλίζοντας τις λέξεις μέσα από τα δόντια μου. «Πού με πάτε, δε θέλω… όχι», κραυγάζω όσο με τραβούν έξω.
_
γράφει ο Βασίλης Μαντικός
(το διήγημα «Λευτεριάς αιμομιξία» διακρίθηκε στον 5ο Διεθνή διαγωνισμό διηγήματος «Ιστορίες στα όρια» των εκδόσεων Παράξενες Μέρες και της ιστοσελίδας www.eyelands.gr)
0 Σχόλια