Μέσα στη νύχτα ακούστηκε μια κραυγή. Έσκισε τη σιωπή σαν κοφτερό μαχαίρι. Δάκρυα κυλήσανε στα μάγουλα δροσίζοντας τη λύπη της. Μια κουκουβάγια με μάτια ορθάνοιχτα στεκόταν έξω από το παράθυρό της. Τόσα βράδια πιστή στο ραντεβού της. Εμφανιζόταν ακριβώς στις τρεις το ξημέρωμα και την κοίταζε κατάματα. Ποτέ δεν κοιμόταν η κοπέλα εκείνη την ώρα. Πάντα περίμενε να φύγει το μαύρο πέπλο που σκεπάζει τον ουρανό. Να βγει ο ήλιος να νιώσει λίγο την αισιοδοξία της καινούργιας αρχής κι έπειτα έκλεινε τα μάτια κι αφηνόταν παραδομένη στα χέρια του Μορφέα.
Η κραυγή ακούστηκε απόκοσμη. Δεν ήξερε αν την άκουσε από μακριά ή από τα βάθη τη ψυχής της. Έκλεισε το ραδιόφωνο και βημάτισε ως το παράθυρο. Ήθελε να αφουγκραστεί τους ήχους της νύχτας. Η πόλη ήταν έρημη. Τα φώτα των σπιτιών κλειστά. Οι άνθρωποι κοιμόνταν. Ποιος να σπάραξε μέσα στην άγρια νύχτα; Ποιος να άκουσε τον κρότο της μοναξιάς της; Αναρωτήθηκε.
Πήρε το παλτό της και βγήκε στον δρόμο. Ησυχία. Τίποτα δεν κινούσε την υποψία κάποιου εγκλήματος. Σκοτάδι. Η λάμπα του δρόμου τρεμόσβηνε, ενώ η υγρασία την ανάγκασε να διπλώσει το παλτό της πιο σφιχτά πάνω της.
Προχώρησε δυο στενά πιο κάτω κι ύστερα άλλα δύο. Κάτι την μαγνήτιζε, κάτι την έκανε να μην σταματήσει. Απομακρύνθηκε αρκετά. Τώρα το σπίτι της δε φαινόταν πια στον ορίζοντα. Έφτασε στη μικρή πλατεία. Ακόμη και τα σκυλιά είχαν κουλουριαστεί σε μια γωνιά και κοιμόνταν. Ερημιά. Νεκρική σιγή. Ούτε ένα αμάξι δεν κυκλοφορούσε. Πλησίασε στο άγαλμα που δέσποζε στο κέντρο της πλατείας. Παρίστανε μια γυναίκα με αγέρωχο βλέμμα κι ένα παιδί να κουρνιάζει στο πόδι της, φοβισμένο. Το βλέμμα της κοιτούσε μπροστά. Ατένιζε, με θάρρος, το μέλλον. Θυμήθηκε τον εαυτό της. Έτσι είχε ξεκινήσει κάποτε κι εκείνη, όταν έφυγε από την πατρίδα της, από το σπίτι της, γεμάτη θάρρος κι ελπίδα για το μέλλον. Τίποτα δεν την φόβιζε τότε. Ένιωθε πως είχε τον κόσμο στα πόδια της. Ήθελε να ζήσει το όνειρό της και το έζησε. Ανέλπιστη τύχη, δόξα κι επιτυχία. Είχε απογειώσει την καριέρα της. Απέκτησε όλα όσα επιθυμούσε. Τουλάχιστον έως τότε, γιατί οι επιθυμίες της συνεχώς ανανεώνονταν. Εξάλλου ποτέ δε σταματάει κάποιος να επιθυμεί κάτι.
Τα φώτα ενός διερχόμενου αυτοκινήτου διέκοψαν τις σκέψεις της. Αισθάνθηκε μια σκιά πίσω της. Γύρισε το κεφάλι μα δεν υπήρχε κανείς. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Τρόμαξε πολύ. Πήρε τον δρόμο της επιστροφής βιαστικά. Περπατούσε γρήγορα έχοντας, διαρκώς, την αίσθηση πως κάποιος την παρακολουθεί. Επιτάχυνε περισσότερο το βήμα της ενώ ο φόβος έκανε τις παλάμες της να ιδρώσουν. Η σκέψη και μόνο πως η κραυγή μπορεί να προήλθε από κάποια δολοφονία κι αυτή ίσως να ήταν το επόμενο θύμα, παρέλυσε τα άκρα της. Ο δρόμος της επιστροφής, της φαινόταν πολύ πιο μακρύς. Δεν τολμούσε να γυρίσει πίσω το κεφάλι της πια.
Κάποια στιγμή σκόνταψε στο πεζούλι και σωριάστηκε στο έδαφος. Ένας μαυροφορεμένος άντρας της άπλωσε το χέρι. Εκείνη κρατήθηκε και σηκώθηκε ντροπιασμένη. Εκείνος την κοίταξε στα μάτια και της χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά κι αφού βεβαιώθηκε πως είναι καλά, έφυγε σαν τον άνεμο. Εκείνη έμεινε κοκαλωμένη να τον κοιτάζει να ξεμακραίνει. Ένιωθε πως κάπου τον είχε ξαναδεί. Την προσοχή της απέσπασε μια παρέα από ξερά, κατακόκκινα φύλλα, που ο αέρας είχε ξεσηκώσει σε χορό.
Δεν υπήρχε φεγγάρι εκείνη τη νύχτα. Τα αστέρια φαινόταν καθαρά στον ουρανό. Τι μαγικό θέαμα! Χιλιάδες φωτεινά αστέρια βρίσκονταν πάνω από το κεφάλι της κι εκείνη δεν τα είχε δει ούτε μια στιγμή, όλο το βράδυ. Κι όμως εκείνα την έλουζαν με το φως τους και καθοδηγούσαν, μυστικά, τα βήματά της.
Ξαφνικά, χωρίς να καταλάβει τον λόγο, σταμάτησε να φοβάται. Πήρε μια βαθιά ανάσα, απολαμβάνοντας τον δροσερό αέρα, που είχε την χαρακτηριστική μυρωδιά, που έχει ο αέρας πριν το ξημέρωμα. Μια μυρωδιά που κανείς δεν μπορεί να περιγράψει. Όπως κανείς δεν μπορεί να περιγράψει και τι οσμή έχει η αγάπη. Κι όμως μυρίζει τόσο διαφορετικά η ατμόσφαιρα όταν υπάρχει αγάπη γύρω. Εκείνη το ήξερε. Είχε απολαύσει το άρωμά της κάποτε και το είχε φυλαγμένο στην καρδιά της. Έτσι απ’ όπου περνούσε άφηνε τη μυρωδιά της αγάπης πίσω της. Οι άνθρωποι την οσμίζονταν και την συμπαθούσαν, χωρίς να καταλάβουν το γιατί.
Έφτασε στο σπίτι της. Άνοιξε και πάλι το ραδιόφωνο. Η απαλή μουσική χάιδεψε τ’ αυτιά της και γαλήνευσε την ψυχή της. Είχε ξεχάσει πλέον την κραυγή που την είχε αναστατώσει λίγο πριν. Ίσως να ήταν προϊόν της φαντασίας της. Το πρώτο φως της ημέρας την έκανε να ηρεμήσει εντελώς κι έκλεισε, απαλά τα βλέφαρα. Βυθίστηκε σε ύπνο γαλήνιο.
Όταν ξύπνησε άκουσε ομιλίες κι αυτοκίνητα να πηγαινοέρχονται κάτω από το σπίτι της. Κοίταξε από το παράθυρο. Υπήρχε έντονη κινητικότητα. Κατέβηκε στο δρόμο να δει τι συμβαίνει. Με θλίψη άκουσε πως μια κοπέλα αυτοκτόνησε μέσα στη νύχτα. Είχε πάρει χάπια. Εκείνη τη στιγμή, μάλιστα, την έβγαζαν με το φορείο. Είδε το πρόσωπό της. Ήταν τόσο γαλήνια η όψη της, σαν να κοιμόταν βαθιά. Περίεργο συναίσθημα. Δεν την συμπονούσε. Χαιρόταν για κείνη. Έμοιαζε να λυτρώθηκε. Η όψη της είχε κάτι πολύ οικείο. Σαν να την ήξερε χρόνια. Φορούσε μάλιστα το ίδιο παλτό μ’ εκείνη. Πρόσεξε την αγαπημένη της κουκουβάγια που κοιμόταν έξω από το παράθυρό της κοπέλας. Έβαλε το χέρι στην τσέπη της κι έβγαλε, από μέσα, ένα άδειο μπουκαλάκι, που κάποτε περιείχε χάπια. Έμεινε άφωνη. Ο άντρας με τα μαύρα ρούχα που τη βοήθησε χθες στεκόταν απέναντι και της χαμογελούσε. Άπλωσε το χέρι. Το άπλωσε κι εκείνη κι άρχισαν να χορεύουν ταγκό. Ήταν εκείνος! Τον αναγνώρισε. Χαμογέλασε αυθόρμητα. «Επιτέλους σε βρήκα», του ψιθύρισε κι αγαλλίασε η ψυχή της. «Μπορούσα να σε περιμένω αιώνια, δεν έπρεπε να βιαστείς» της είπε. Εκείνη όμως ένιωθε τόσο ευτυχισμένη. Συνέχιζαν να χορεύουν, καρφωμένοι στα μάτια, στροβιλίζοντας με χάρη, στον δρόμο. Κανείς δεν τους πρόσεχε. Ήταν αόρατοι, αθόρυβοι, άγευστοι κι ανέπαφοι. Μόνο άοσμοι δεν ήταν. «Κάτι μυρίζει πολύ όμορφα» είπε ένα μικρό παιδί. Η μητέρα του δεν έδωσε σημασία και το τράβηξε από το χέρι, συνεχίζοντας τον δρόμο τους.
Το παιδί είχε δίκιο. Εκείνοι μύριζαν. Απροσδιόριστα όμορφα. Μοσχοβολούσαν αγάπη! Κι ήταν τόσο ευτυχισμένοι!
_
γράφει η Ράνια Σιαμορέλη
0 Σχόλια