Χτες το πρωί που μας έβαλε έκθεση η κυρία έπρεπε να γράψουμε, να αναπτύξουμε που λέει και η κυρία, το θέμα «η αγαπημένη μου εποχή» και της έκανε λέει μεγάλη εντύπωση που απάντησα το καλοκαίρι γιατί όλη την υπόλοιπη χρονιά έλεγα ο χειμώνας, ο χειμώνας, κι ας απαντούσαν οι άλλοι το καλοκαίρι, το καλοκαίρι που τρώμε παγωτό και δεν έχουμε σχολείο, όχι, όχι, εμένα μου αρέσει πολύ ο χειμώνας από παιδί, πιο παιδί δηλαδή απ’ ό, τι είμαι τώρα, από τότε που πηγαίναμε στο χωριό στην Τρίπολη, όχι μέσα στην Τρίπολη, έξω σε ένα χωριό, στο χωριό του μπαμπά, το γαϊδουροχώρι που έλεγε η μαμά, όχι όμως μπροστά στον μπαμπά γιατί θύμωνε κι έλεγε κάτι ακαταλαβίστικα που δεν τα καταλαβαίνω γιατί είναι κουβέντες μεγάλων και εγώ είμαι μικρή ακόμα, το έλεγε γαϊδουροχώρι η μαμά στη γιαγιά κρυφά όταν έπαιζαν κουν καν, όχι τη γιαγιά στο χωριό, την άλλη γιαγιά στα Πετράλωνα, κοντά στο Θησείο, καμιά φορά με άφηναν κι εμένα να παίζω μαζί τους κουν καν, όχι στ’ αλήθεια, στα ψεύτικα, γιατί τα μικρά παιδιά δεν επιτρέπεται να παίζουν χαρτιά άλλα εγώ ήθελα να παίξω τη μεγάλη, τότε μου άρεσε ο χειμώνας γιατί η γιαγιά στο χωριό έψηνε κάστανα στο τζάκι και εγώ τα τρώω τα κάστανα, όμως η μαμά έλεγε να μην το παρακάνω γιατί θα με πονάει η κοιλίτσα μου αν φάω πολλά, γι’ αυτό κι εγώ έτρωγα μόνο όσα χωρούσε η χούφτα μου, δύο δηλαδή γιατί η χούφτα μου δεν είναι μεγάλη αφού είμαι κοριτσάκι, τώρα όμως άλλαξα γνώμη και έχω για αγαπημένη εποχή το καλοκαίρι και δεν μπορεί λέει η δασκάλα να αλλάζεις ξαφνικά γνώμη στα καλά καθούμενα Ματίνα, τι συμβαίνει και της είπα κυρία αυτόν τον χειμώνα έφυγε ο μπαμπάς από το σπίτι και δεν γίνεται να είναι πια η αγαπημένη μου εποχή ο χειμώνας, να το πάρετε απόφαση γιατί τον μπαμπά μου δεν τον βλέπω τώρα κάθε μέρα, μόνο λίγες μέρες γιατί πριν λίγο καιρό που ήταν χειμώνας έφυγε ο μπαμπάς και δεν πήγαμε στη γιαγιά στην Τρίπολη να φάω κάστανα, αλλά δεν ήθελε να φύγει ο μπαμπάς, η μαμά του είπε να φύγει, του φώναζε πολύ, ούτε το παιδί δεν σεβάστηκες του φώναζε, εμένα δηλαδή και μετά του είπε στα τσακίδια και χαμάρισα, όχι χαμάρισα, χαράμισα του είπε τα χρόνια μου μαζί σου, δεν ξέρω τι σημαίνει χαράμισα αλλά πρέπει να είναι κακιά λέξη γιατί η μαμά φώναζε πολύ, και από τις φωνές τρόμαξε η κυρία Λίτσα από το ισόγειο και βγήκε να δει τι συμβαίνει, εγώ δεν είχα σχολείο εκείνη τη μέρα γιατί ήταν Χριστούγεννα δηλαδή χειμώνας και τα Χριστούγεννα δεν έχουμε σχολείο και κάνει κρύο, πολύ κρύο, μπούζι που λέει και η γιαγιά στα Πετράλωνα και εγώ δεν βγήκα από το δωμάτιό μου όταν φώναζε η μαμά, πήγα να βγω αλλά φώναξε η μαμά να κάτσω μέσα να παίξω με τα λέγκο αλλά εγώ δεν έπαιξα καθόλου γιατί δεν είχα όρεξη να παίξω, πώς να έχω όρεξη αφού άκουγα τον μπαμπά να κλαίει και να λέει συγγνώμη αγάπη μου, δεν ήταν τίποτα, στ’ ορκίζομαι, και είπα πώς γίνεται να ορκίζεται ο μπαμπάς αφού λέει ότι δεν κάνει να ορκιζόμαστε για του ψύλλου το πήδημα είναι αμαρτία λέει να ορκιζόμαστε και να βρίζουμε τα θεία αλλά μερικοί άνθρωποι τα βρίζουν τα θεία για παράδειγμα ο Γιωργάκης είπε την παναγία σου και το χριστό σου στον Παντελή και η κυρία τον έβαλε τιμωρία και φώναξε τη μαμά του να τον πάρει από την τάξη και μετά ο μπαμπάς είπε στ’ ορκίζομαι στη ζωή μου, δεν σήμαινε τίποτα, τ’ άκουσα καθαρά, ναι, ναι στ’ ορκίζομαι είπε και μετά ακούστηκε ένα μπαμ, όχι μπαμ, μπουμ ήταν σαν μπουμπουνητό, αλλά τελικά δεν ήταν μπουμπουνητό, ήταν η πόρτα και μετά είδα από το παράθυρο τις κόκκινες βαλίτσες με τα ροδάκια που τις είχαμε γεμίσει με πράγματα για να πάμε στο χωριό και ήταν πεταμένες μπροστά στο χουντάι, ο μπαμπάς ήταν μέσα στο χουντάι είχε βάλει τα χέρια του στο πρόσωπο και ύστερα σκούπισε τα μάτια του γιατί έκλαιγε, και η μαμά έκλαιγε την άκουγα κι έλεγα μα τι είναι αυτό που δε σήμαινε τίποτα και γιατί στεναχώρησε τη μαμά μου και τον μπαμπά μου τόσο πολύ αν δεν ήταν καθόλου σημαντικό, δεν μπορεί, θα ήταν σημαντικό, αλλά όταν ρώτησα μετά τη μαμά τι ήταν αυτό που δε σήμαινε τίποτα μου είπε ότι αυτά είναι θέματα των μεγάλων και τα παιδιά δεν πρέπει να ανακατεύονται και όταν της είπα και τώρα μαμά δεν θα πάμε στο χωριό δεν μου απάντησε μόνο έκλαιγε, όλο έκλαιγε και κοκκίνιζε η μυτούλα της και έκλαιγε πιο δυνατά και σκούπιζε τη μύτη της και έπεσαν δύο σταγονίτσες τόσες δα στην κόκκινη μπλούζα της που της είχε πάρει ο μπαμπάς από τη Γαλλία, μακριά στην Ευρώπη, πολύ μακριά, από δω ως τον ουρανό και μετά είπα στη μαμά, μαμά μην κλαις, μην κλαις, θα παίξω με τα λέγκο.
_
γράφει η Γεωργία Δημητροπούλου
Μπράβο,πάρα πολύ καλό!!!
ένα παραμύθι για μεγάλους!!!! μπράβο!!!
“ο μπαμπάς ήταν μέσα στο χουντάι είχε βάλει τα χέρια του στο πρόσωπο και ύστερα σκούπισε τα μάτια του γιατί έκλαιγε, και η μαμά έκλαιγε την άκουγα”
Τυχαία η επιλογή του αποσπάσματος, θα μπρούσα να έχω βάλει όλο το κείμενο αλλά δεν θα χωρούσε!
Εξαιρετικό, φίλη μου Γεωργία! Γρήγορο, με νεύρο, με ρυθμό και ζόρικες αλήθειες ειπωμένες με τόσο απολαυστικό χιούμορ!
Πραγματικά το χάρηκα! Συγχαρητήρια!