Η Λουκρητία αγουροξυπνημένη και πατώντας στις μύτες των ποδιών της για να μην ταράξει τον Γιάννη, προχωρά προς προς τον γωνιακό μπουφέ του δωματίου, στο σεντούκι με τις αναμνήσεις. Ανοίγει το κάτω συρτάρι και κρατά στα χέρια της μια πολύτιμη φωτογραφία, αδιάψευστο τεκμήριο των ευτυχισμένων παιδικών καλοκαιριών της στο Πήλιο. Εκείνη, δέκα χρονών ανεβασμένη στα στιβαρά σαν χέρια και χοντρά κλαδιά ενός πλατάνου, υπεραιωνόβιου, της πλατείας της Αγίας Παρασκευής στην Τσαγκαράδα του Πηλίου. Έμοιαζε χαρούμενη όπως και τούτο το απόγευμα του Ιουνίου, καθώς θα γιόρταζαν το βράδυ την επέτειο του γάμου της με τον Γιάννη σε ένα ακριβό εστιατόριο του Κολωνακίου. Εννέα χρόνια συζυγίας που κύλησαν ανέφελα αλλά και με άκαρπες προσπάθειες να αποκτήσουν ένα παιδάκι που θα συμπλήρωνε την οικογενειακή τους θαλπωρή. Η Λουκρητία ανακάθισε στην άκρη του κρεβατιού με το μικρό κορίτσι να την κοιτάει επίμονα στα μάτια. Η φωνή στο όνειρο ήταν ξεκάθαρη: «μόνο αν γυρίσεις πίσω στις ρίζες σου θα βρεις αυτό που ποθείς». Με τον Γιάννη να ενθουσιάζεται με την ιδέα, καθώς είχε μόλις κερδίσει μια δύσκολη υπόθεση ετών, και με λιγοστές εκκρεμότητες στα άξια χέρια των συνεργατών του στο δικηγορικό γραφείο, και με αποσκευές για ένα δεκαήμερο ξεκίνησαν αυτό το ταξίδι στο άσπρο τζιπ του Γιάννη. Πρώτος προορισμός το νότιο Πήλιο, όπου στα Άνω Λεχώνια περπάτησαν πάνω στις ράγες του θρυλικού Μουντζούρη. Η Λουκρητία του εξήγησε ότι ο Μουντζούρης στις αρχές του εικοστού αιώνα ήταν πράγματι ένα ατμοκίνητο τρένο που μετέφερε εμπορεύματα και κόσμο μέσα από μια θαυμάσια καταπράσινη διαδρομή από τα Άνω Λεχώνια προς τις Μηλιές, το χωριό όπου θα είχαν ως ορμητήριο τους για την εξερεύνηση του Πηλίου. «Ψυχής άκος», και ήπιαν αγιασμένο νερό από την κρήνη της πλατείας των Μηλεών. Θεραπεία ψυχής σημαίνει αυτή η επιγραφή στη δημόσια βιβλιοθήκη των Μηλεών, την οποία ίδρυσαν ο Άνθιμος Γαζής, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς και ο Δανιήλ Φιλιππίδη, λόγιοι ιερείς και υπέρμαχοι του Διαφωτισμού. Μαζί περπάτησαν στα πέτρινα καλντερίμια και ένοιωσαν τη φθινοπωρινή δροσιά από τα πλατανόφυλλα να πέφτει στις παλάμες τους, σαν προεόρτια μαγικής βροχής με τους ήχους των πουλιών και την ηρεμία να δροσίζει και να θεραπεύει την ψυχή τους. Αθόρυβα βυθίζονταν μέσα στο παχύ στρώμα από τα χρυσοκόκκινα φύλλα και ξανάβγαιναν στην επιφάνεια σαν μικρά παιδιά. Ο Γιάννης είχε την περιέργεια να μάθει και για τις ευεργετικές ιδιότητες των βοτάνων που ενδημούν στο Πήλιο. Μια ντόπια γυναίκα που συνάντησαν στο δρόμο τους έδειξε τη λαδανιά (κίστο), τη μέντα, το χαμομήλι, τα άγρια βατόμουρα, καθώς και τα τσιτσίραβα ή τσιτσίραβλα, που συνήθως τρώγονται το Πάσχα μαζί με το αρνί και συνοδεύουν το τσίπουρο σαν μεζές. Στο χωριό Κισσός προσκήνυσαν στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας και συνέχισαν προς Τσαγκαράδα, το παιδικό καταφύγιο της Λουκρητίας. Μέσα από λιθόστρωτα καλντερίμια (σοκάκια) κατέβηκαν τα σκαλιά της πλατείας της Αγίας Παρασκευής, μιας από τις τέσσερις συνοικίες του χωριού. Ξέγνοιαστα, πόζαραν στη ρίζα του υπεραιωνόβιου πλατάνου, το βάρος του οποίου υποστηλώνεται από μια κολόνα στη μια πλευρά του και ευλαβικά έκαναν το τάμα τους στην Αγία Παρασκευή. Μετά απόλαυσαν το «υποβρύχιό» τους (μεγάλη κουταλιά βανίλια μέσα σε κρύο νερό) στο καφενεδάκι της πλατείας, μη σταματώντας να πειράζουν ο ένας τον άλλο για τα παιδικά χρόνια της Λουκρητίας και για την ηλικία του πλατάνου, και να γελούν. Στο επίνειο της Τσαγκαράδας, στην παραλία του Μυλοποτάμου, χάρηκαν την ακτή με τις άσπρες, καλοσχηματισμένες, μεγάλες πέτρες, τα γαλαζοπράσινα νερά, τις θαλάσσιες σπηλιές και το βραχώδες τοπίο, όπως τον βράχο που σαν αψίδα χωρίζει κάθετα την ακτή δημιουργώντας έτσι δυο παραλίες.
Το επόμενο πρωί με τον καφέ, κατάστρωσαν τα σχέδιά τους, άνοιξαν τον χάρτη. Επιθυμία, να εξερευνήσουν την κορυφή του Πηλίου, τα Χάνια και από εκεί να κατηφορίσουν προς Μακρυνίτσα και Πορταριά. Περπατώντας πάνω στις άδειες από χιόνι πίστες του χιονοδρομικού «Αγριόλευκες», σαν άλλοι μοναχικοί ορειβάτες· το μάτι του εξερευνητή απλώνεται σε πέλαγος και σε κόλπο, από τη μια μεριά στο Αιγαίο και από την άλλη στον Παγασητικό. Η κάθοδος προς τη δυτική πλευρά του Πηλίου, επιφυλάσσει στα μάτια του ταξιδιώτη το απομεινάρια του σανατορίου για φυματικούς, τα ερείπια του οποίου ξεπροβάλλουν σαν σκιές τόσων πεθαμένων που όλοι μιλούν για τον γιατρό Καραμάνη που στις αρχές του εικοστού αιώνα, γιάτρεψε φυματικούς από όλη την Ελλάδα, με τις γνώσεις του, την αγάπη του για τους ασθενείς του και με σύμμαχο την καλή διατροφή και τον υγιεινό αέρα του Πηλίου. Ψηλά, στα μπαλκόνια του σανατορίου η Λουκρητία μπορούσε ακόμα να φανταστεί τους φυματικούς σε ξαπλώστρες να παίρνουν την ηλιοθεραπεία τους. Πολλοί από αυτούς σώζονταν.
Στη Μακρυνίτσα περπάτησαν στο καλντερίμι που οδηγεί προς την κεντρική πλατεία με τα μαγαζάκια με τα βότανα και τα είδη λαϊκής τέχνης. Στάθηκαν μπροστά από το σιντριβάνι και ο καθένας τους πέταξε από ένα διαφορετικό νόμισμα, όπως στη Φοντάνα ντι Τρέβι («που πρέπει επίσης να πάμε», όπως τόνισε εμφατικά η Λουκρητία στον Γιάννη, σφίγγοντάς του το χέρι, και εκείνος περνώντας το χέρι του στον ώμο της). Ήξεραν και οι δυο ότι είχαν κάνει την ίδια ευχή μυστικά, και από το στόμα των λιονταριών έτρεχε άφθονο νερό. Γευμάτισαν σε μια από τις ταβέρνες της πλατείας της Μακρυνίτσας, του μπαλκονιού του Πηλίου με την υπέροχη άπλετη θέα προς τον Βόλο, όπου εδώ είχε γυριστεί και η ταινία «η δασκάλα με τα χρυσά μάτια». Δύσκολα αφήνει κανείς τη Μακρυνίτσα, όμως τα δυο νομίσματα παραμένουν πάντα εκεί, μέσα στο νερό του συντριβανιού. Η μια ευχή βέβαια, σήμερα έχει πάρει σάρκα και οστά και βρίσκεται σε άλλη πόλη.
Στον δρόμο προς Πορταριά περνούν από την «Αδάμενα» το φυσικό καταφύγιο δροσιάς με την πηγή και το καφενεδάκι. Και τελευταίος σταθμός πριν από το Βόλο η Μονή της Παναγίας της Οδηγήτριας. Εδώ η Λουκρητία προσκύνησε τον τάφο της Μακαριστής Γερόντισσας Μακρίνας, που ευωδιάζει και γλυκαίνει την ψυχή και έτσι αλλοιωμένη μπήκε στο αρχονταρίκι, όπου, αφού πρώτα εξομολογήθηκε στον ιερέα που εξυπηρετεί το μοναστήρι, συζήτησε για δυό ώρες με τη Γερόντισσα, η οποία αφού είχε κλάψει λέγοντάς της, «μας έκανε μεγάλη τιμή που έγινε άνθρωπος», εννοώντας τον Ιησού, στο τέλος έβαλε τα αγιασμένα χέρια της στο κεφάλι της Λουκρητίας, λέγοντάς της ωσάν σε μιαν άλλη Άννα: «και συλλήψοι και γεννήσεις», και η Λουκρητία της φίλησε το χέρι. Και έτσι με τις ευχές όλης της αδελφότητας που τους σταύρωνε συνεχώς και με τη γλυκιά ανάμνηση της Γερόντισσας Μακρίνας, στη διαδρομή προς Βόλο κι από κει για Αθήνα το ζευγάρι πετούσε από χαρά.
Δεκέμβριος και από τον γωνιακό μπουφέ από ξύλο καρυδιάς, η Λουκρητία ανασύρει από το συρτάρι μια φωτογραφία με προσοχή να μην ξυπνήσει το μωρό στο διπλανό δωμάτιο. Ένα κοριτσάκι επτά-οκτώ χρονών ποζάρει στην κουφάλα ενός τεράστιου πλατάνου. Εκείνο το κοριτσάκι το λέγανε Μακρίνα.
_
γράφει η Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου
0 Σχόλια