- Μαμά, γιατί δεν έρχεται ο μπαμπάς;
- Σώπα, μωρό μου, κοιμήσου και θα ’ρθει ο μπαμπάς.
- Πού να κοιμηθώ; Δε θα πάμε σπίτι μας;
- Όχι, αγάπη μου… Όχι, δε θα πάμε σπίτι μας. θα πάμε σε άλλο σπίτι, πιο μεγάλο, θα έχει κήπο, θα έχει πολλά παιδιά η γειτονιά, θα παίζεις μαζί τους, θα πας και σχολείο, θα μάθεις κι άλλες γλώσσες, θα κάνεις καινούριους φίλους…
Έλεγε, έλεγε η Μαρία και χάιδευε τα μαλλιά της μικρής Χάνα. Με μεγάλη δυσκολία κρατούσε τα δάκρυά της. Πώς έγινε έτσι η ζωή τους μέσα σε λίγες μέρες; Από πού ξεφύτρωσαν όλα αυτά τα αεροπλάνα που σκορπούσαν τη δυστυχία και το θάνατο; Τι τους έφταιξαν τόσες οικογένειες; Τι τους φταίνε τα παιδιά; Αχ, πόσα παιδιά, στην ηλικία της δικής της Χάνα, πέταξαν κι έγινα αγγελούδια…, άλλα με ανοιχτά κρανία, ένα άλλο χωρίς πόδια κι εκείνο, που λες και το είχαν κόψει στη μέση… και άλλα… και άλλα…
Πόσα είχαν δει τα μάτια της τούτες τις μέρες… Κι αυτά μονάχα στην περιοχή που έμεναν, εκεί, στο δρόμο… κι ακόμα δεν είχαν πέσει όλα τα κτίρια ή δεν είχαν απεγκλωβίσει όσους βρίσκονταν κάτω από τα ερείπια…
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός που συζητούσαν με τον Σαφίρ, τον άντρα της, πως αν πάνε καλά τα πράγματα, μπορεί φέτος να πήγαιναν και διακοπές. Στην εταιρία που εργαζόταν, ήταν πολύ ευχαριστημένοι και του είχαν αναθέσει και υπεύθυνη θέση. Είχε σπουδάσει οικονομικές επιστήμες, είχε κάνει και το διδακτορικό του στο Λονδίνο, εκεί που δίδασκε κι ο μεγαλύτερος αδελφός του Ομάρ το μάθημα της ιστορίας των λαών. Η Μαρία, που είχε σπουδάσει παιδαγωγός, εργαζόταν από τον πρώτο χρόνο στο σχολείο της γειτονιάς τους, είχε μείνει πίσω, γιατί στο μεταξύ είχε μείνει έγκυος στην Χάνα. Μετά ήταν μωρό το παιδί, ύστερα, μέχρι να γυρίσει εκείνος, να βρει δουλειά, ν’ αρχίσει να ορθώνει το ανάστημά του.
Έχει να τον δει 20 μέρες και δεν ξέρει καν πού βρίσκεται…
Είχε φύγει εκείνο το πρωί για τη δουλειά του. Φίλησε πρώτα την κόρη τους και μετά τη γυναίκα του, όπως κάθε πρωί. Τίποτα δεν προμήνυε το κακό που τους βρήκε. Ναι, ήξεραν πως η χώρα τους δεν ήταν τόσο «αγαπητή», αλλά αυτό δεν είχε γίνει και με τις γειτονικές τους χώρες; Δεν φαντάζοντας, όμως, πως μέσα σε 24 ώρες θα βομβαρδιζόταν η πόλη απ’ άκρη σ’ άκρη σχεδόν. Η τελευταία είδηση που άκουσε η Μαρία από τον ραδιοφωνικό σταθμό, που μετά σίγησε, ήταν πως βομβαρδίστηκε το κέντρο της πόλης και μάλιστα το σημείο όπου στεγάζονταν και τα γραφεία της εταιρίας που εργαζόταν ο Σαφίρ. Σκέφτηκε να τρέξει, να πάει να ψάξει, να βρει τον άντρα της. Παλαιότερα, όμως, σε σχετική συζήτηση, βλέποντας στην τηλεόραση όσα γίνονταν σε άλλες πόλεις και χώρες, της είχε πει πως αν ποτέ τους συνέβαινε κάτι παρόμοιο, να μη φύγει εκείνη από το σπίτι, για να μπορέσει εκείνος να τις βρει.
Περίμενε, περίμενε η Μαρία και άκουγε τι γινόταν στους γύρω δρόμους. Κάθε τόσο έπαιρνε αγκαλιά την Χάνα και προσπαθούσε να την ηρεμήσει, όταν η μικρή σφιγγόταν πάνω της, σαν άκουγε τους πυροβολισμούς και τους βομβαρδισμούς.
Πρέπει να έχει περάσει μια βδομάδα, έχει χάσει τις μέρες, όταν ένα πρωί κατέβηκε από την πολυκατοικία που έμεναν, για ν’ αγοράσει γάλα για τη μικρή. Ευτυχώς που την είχε πάρει μαζί της. Δε θέλει να σκεφτεί τι θα γινόταν, αν την άφηνε πάνω, όπως συνήθιζε όταν κοιμόταν το παιδί…
Και τώρα βρίσκεται σε μια παραλία μαζί με άλλους, που μέχρι πριν 3 μέρες δεν γνώριζε την ύπαρξή τους. Κι όμως, η δυστυχία τους έδεσε μεταξύ τους με ιερά δεσμά, σαν αυτά της οικογένειας.
Όταν μπήκαν στο πλοιάριο που θα τους φυγάδευε από την καταστροφή, αλλά κι από τις περιουσίες και τα σπίτια τους,, που είχαν απομείνει μονάχα τα κουφάρια τους, δεν ήξερε αν ήταν σωστή η απόφαση που είχε πάρει. Ο Σαφίρ δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Από γείτονες είχε μάθει πως δεν επέζησε κανείς από τον βομβαρδισμό εκείνο που ισοπέδωσε τα κτίρια, σαν να ήταν χτισμένα σε άμμο κι από φτηνά υλικά. Κι όταν βομβαρδίστηκαν και οι πολυκατοικίες που έμεναν και μαζεύτηκαν όλοι μαζί στα χαλάσματα, πήρε την μεγάλη απόφαση να φύγουν, να σωθούν. Στο μυαλό της ήρθε ο Ομάρ και ήξερε πως το σπίτι του, όπως και η καρδιά του, ήταν ανοιχτά για την οικογένεια του μικρότερου αδελφού του. Τους το έλεγε κάθε λίγο, ειδικά τον τελευταίο καιρό, που αχνοφαινόταν πού θα οδηγηθεί η όλη κατάσταση.
Και τώρα βρίσκεται μόνο με τα ρούχα που φοράει η ίδια και η Χάνα κι αυτά μουσκεμένα. Όσα λιγοστά πράγματα μπόρεσε να πάρει μαζί της από τα συντρίμμια, χάθηκαν όλα σαν άρχισε να γεμίζει νερά το πλοιάριο μεσοπέλαγα, μέχρι που διαλύθηκε σχεδόν. Τι να κοίταζε εκείνες τις ώρες; Τα ρούχα και τα χαρτιά της ή πώς θα σωθούν εκείνη και το παιδί της; Ευτυχώς ήξερε κολύμπι, αφού από μικρή την έστελναν οι γονείς της στο κολυμβητήριο της περιοχής τους. Αλήθεια, τι να έχουν απογίνει κι εκείνοι; Και τα αδέλφια της; Όλες αυτές τις μέρες ούτε που τους σκέφτηκε καθόλου… Ντροπή…
- Μαμά, κρυώνω…, μουρμούρισε η Χάνα και σφίχτηκε περισσότερο στην αγκαλιά της μητέρας της.
- Το ξέρω, μωρό μου, κι εγώ κρυώνω. Μόλις στεγνώσουν τα ρούχα μας, θα ζεσταθούμε, και προσπάθησε να την ζεστάνει με το χνώτο της.
Η Μαρία με την κόρη της ήταν οι πρώτες που βγήκαν στη στεριά. Πόσες φορές ήθελε να βουτήξει στη θάλασσα, να βοηθήσει κάποια παιδάκια που πάλευαν να κρατηθούν στη ζωή ή την ετοιμόγεννη που είχε πάρει το μάτι της την ώρα που στοιβάχτηκαν στο πλοιάριο, μα δεν εμπιστευόταν ν’ αφήσει την Χάνα μονάχη. Σαν βγήκαν κι άλλοι, την άφησε στην αγκαλιά μιας γυναίκας που σπάραζε από το κλάμα, γιατί δεν έβρισκε πουθενά το παιδί της και βούτηξε να βοηθήσει όσους μπορούσε.
- Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ, κορίτσι μου, της φιλούσε μετά από ώρες η γυναίκα αυτή μέσα σε αναφιλητά, μα τώρα ήταν δάκρυα χαράς κι ευγνωμοσύνης.
Από τους πρώτους που τράβηξε από τα μαλλιά στην κυριολεξία ήταν η έγκυος γυναίκα και την έβγαλε στην στεριά. Είχαν βγει οι περισσότεροι από όσους δεν πνίγηκαν· αυτό το κατάλαβαν όταν μετρήθηκαν. Η Μαρία προσπαθούσε να διακρίνει στη θάλασσα αν υπάρχει κάποιος ζωντανός. Τότε, στο βάθος είδε μια μικρή φιγούρα που κρατιόταν από μια σανίδα. Έδωσε μια βουτιά και όσο πλησίαζε, άκουγε τη φωνή ενεός παιδιού να καλεί τη μητέρα του. Με σταθερές και γρήγορες κινήσεις βρέθηκε πλάι του. Ήταν ένα αγοράκι, λίγο πιο μεγάλο από τη Χάνα της.. κρατήθηκαν και οι δύο από τη σανίδα και σιγά-σιγά βγήκαν στη στεριά.
Οι περισσότεροι είχαν χάσει τα ελάχιστα υπάρχοντά τους. Τα μάτια τους είχαν στερέψει από τα δάκρυα. Στα πρόσωπά τους ήταν ζωγραφισμένα ανάκατα συναισθήματα· ευγνωμοσύνη που σώθηκαν, πόνο γι αυτούς που χάθηκαν, απόγνωση και αγωνία για το αύριο…
Οι βάρκες που μαζεύτηκαν γύρω τους βοήθησαν όσους γινόταν περισσότερους, αλλά κι έβγαλαν κι αυτούς που δεν κατάφεραν να σωθούν. Δεν άργησε να έρθει και μια ομάδα -άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας- με σεντόνια και κουβέρτες, νερό και ψωμί, φρούτα και χυμούς. Από κοντά κι ένα ασθενοφόρο με γιατρούς, να δώσουν τις πρώτες βοήθειες σε όσους είχαν ανάγκη.
Οι μέρες πέρασαν βασανιστικά αργά. Πολλοί ντόπιοι άνοιξαν πρώτα την καρδιά τους και μετά το πορτοφόλι τους, για να βοηθήσουν τούτους τους ταλαίπωρους συνανθρώπους τους.
- Ομάρ, η Μαρία είμαι, κατάφερε να ψελλίσει σαν μπόρεσε να μιλήσει στο τηλέφωνο με τον αδελφό του άντρα της στο Λονδίνο.
- Μαρία…, ακούστηκε η φωνή του κουνιάδου της, που δεν έκρυψε την αγωνία του. Πού είσαι; Το παιδί;
- Καλά είμαστε. Τώρα είμαστε καλά, αλλά πρέπει να έρθεις να μας πάρεις. Είμαστε χωρίς λεφτά και χωρίς χαρτιά. Χάθηκαν όλα…
- Μη σε νοιάζει. Σε δυο μέρες θα είμαι εκεί. Να μου προσέχεις το παιδί και μη νοιάζεσαι…
- Ομάρ, ο Σαφίρ…
- Μη λες τίποτα. Ξέρω. Και ξέρω κάτι που μπορεί εσύ να αγνοείς. Ο Σαφίρ είναι ζωντανός. Θα πάμε μαζί να τον βρούμε…
Η Μαρία δεν άκουγε πια τι της έλεγε ο κουνιάδος της. Είχε σωριαστεί λιπόθυμη. Κάποιος που πήρε το τηλέφωνο από τα χέρια της, έδωσε όλα τα στοιχεία και τις πληροφορίες στον Ομάρ, τον καθησύχασε πως ήταν καλά και του υποσχέθηκε πως θα επικοινωνούσαν πάλι…
- Λιμοί, σεισμοί, καταποντισμοί, οι αιώνες και οι κατακτητές που πέρασαν από τούτη τη χώρα, σεβάστηκαν τα μνημεία μας. Τα μνημεία αυτά, για τα οποία ήμαστε περήφανοι γενεές ολόκληρες, κατέληγε με σπασμένη φωνή ο Ομάρ μπροστά στο κατάμεστο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου στο οποίο δίδασκε. Δυστυχώς, όμως, οι σημερινοί και πιο πολιτισμένοι άνθρωποι δεν τα σεβάστηκαν. Και δεν θα σταθώ σ’ αυτούς που τα κατέστρεψαν, λες και τα έφτιαξαν οι ίδιοι ή ήταν δική τους μονάχα περιουσία. Θα σταθώ και θα βροντοφωνάξω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου σε κείνους που πλουτίζουν με τους πολέμους, σ’ αυτούς που θησαυρίζουν από την εξαφάνιση λαών, σ’ αυτούς που στρατολογούν και δημιουργούν αιμοχαρείς και φανατικούς ανθρώπους.
Σπίθες πετούν τα μάτια του Ομάρ. Προσπαθεί να κοιτάξει κατάματα έναν-έναν και μία-μία όσους βρίσκονται εκεί και τον ακούν με πλήρη σεβασμό και άκρα ησυχία.
- Εύχομαι σεις οι νέοι, συνεχίζει μετά από λίγο, να βάλετε άλλες προτεραιότητες στη ζωή και τα όνειρά σας. Αν υπολογίσετε πόσα χρήματα ξοδεύονται σε όπλα και πυρομαχικά, σε αεροπλάνα και πλοία για έναν μονάχα πόλεμο, θα βρείτε πως τα μισά είναι ικανά να αφανίσουν για πολλά χρόνια το πρόβλημα της ασιτίας που μαστίζει τόσες χώρες, την προσφυγιά, την μετανάστευση. Πιστέψτε με, κανείς δε θέλει να εγκαταλείψει την οικογένεια, την πατρίδα, τους φίλους, τα ήθη και έθιμά του, έτσι, γιατί δεν έχει με τι άλλο ν’ ασχοληθεί. Ελπίζω κι εύχομαι ολόψυχα, σεις οι νέοι να φτιάξετε ένα όμορφο κόσμο, έναν κόσμο φωτεινό, ένα κόσμο με γελαστά πρόσωπα, ειδικά των παιδιών…
_
γράφει η Αθηνά Μαραβέγια
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Αθηνά τι να πω;
Συγχαρητήρια!!! Αυτό μπορώ να πω.
Μόλις τελείωσα την ανάγνωση και είμαι ακόμα δακρυσμένη!!!!
Πικρή συγκίνηση!!
Έζησα δίπλα στην Μαρία, ένιωσα την καρδιά της να χτυπάει δυνατά από την φρίκη και την απόγνωση!!!
Ένας ήρωας ζωής!!
Εκατοντάδες οι μικροί, μάχιμοι ήρωες!!! Τόσο δίπλα μας…
Ευχαριστούμε Αθηνά για την φωνή αγανάκτησης!!!
Ελένη μου, μου επιτρέπεις τον ενικό, σ” ευχαριστώ από καρδιάς για τα καλά σου λόγια!!!
Και να φανταστείς ότι γράφτηκε αρκετά πριν την τραγική εικόνα του Αϊλάν και όλες τις άλλες τραγικές εικόνες που ακολούθησαν και ακολουθούν….
Και πάλι, ευχαριστώ!!!
Αμήν…
Συγχαρητήρια για το δυνατό σας κείμενο κυρίως μήνυμα!
Μάχη μου, σ΄ευχαριστώ από καρδιάς!!!
Σε ευχαριστώ Αθηνά!!!!!
Εγώ σ’ ευχαριστώ, Άννα μου!!!
Αθηνά μου ο λόγος είναι δύναμη. Ξυπνάς συνηδήσεις!!!!
Σ’ ευχαριστώ πολύ!!!
ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΑΘΗΝΟΥΛΑ ΜΟΥ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΤΟ ΕΧΟΥΝ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΟΙ ΦΟΒΟΥΚΟΙ ΠΟΥ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΟΥΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ…ΓΙ ΑΥΤΟ ΛΕΩ ΟΤΙ ΦΟΒΑΜΑΙ ….ΟΤΙ ΟΛΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΜΠΟΥΜΕΡΑΝΚ …ΚΙ ΟΤΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΑΦΗΝΕΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΤΟΥ ΕΤΣΙ ΓΙΑ ΘΑΛΑΣΣΟΠΝΗΓΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΞΕΒΟΛΕΨΕΙ ΕΜΑΣ….
ΝΑΣΑΙ ΚΑΛΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΚΡΑΤΑΣ ΟΜΟΡΦΗ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ……
Συγγνώμη για την καθυστέρηση… Σ’ ευχαριστώ πολύ και πράγματι, έτσι είναι, δυστυχώς…