–
γράφει η Κατερίνα Σιδέρη
–
Στη Θεσσαλονίκη, την τελευταία ημέρα του έτους 1999, ο σκηνοθέτης Οδυσσέας Μπλαντ, βρίσκεται νεκρός στο σπίτι του, πράγμα που θα ανακαλύψει λίγες ώρες αργότερα, η μούσα και σύντροφός του Εκάβη.
Ένας ιδιαίτερος άνθρωπος, όπως κάθε καλλιτέχνης, ένα ανήσυχο πνεύμα, φεύγει από τη ζωή, έχοντας δίπλα του ένα σημείωμα με τη φράση – γρίφο, «ο άνεμος κόπασε». Κανείς δε γνωρίζει αν πρόκειται για δολοφονική ενέργεια ή αυτοκτονία, με τις περισσότερες ενδείξεις να βαραίνουν τη δεύτερη εκδοχή, κάτι που οι δικοί του άνθρωποι, δεν μπορούν να συλλάβουν. Ο αστυνόμος Χατζής, θα αναλάβει να εξιχνιάσει την υπόθεση, στην οποία φέρεται ως ύποπτος για το τραγικό συμβάν και ο γείτονας σχιζοφρενής του του θανούντος.
Ο Οδυσσέας κουβαλά στις πλάτες του ένα πολύκροτο και δυσβάστακτο παρελθόν. Ήταν ορφανός από μητέρα, με έναν πατέρα κάπου στο βάθος του κάδρου της ζωής του. Μεγάλωσε με τη γιαγιά του και αφότου εκείνη πέθανε, υιοθετήθηκε από τη θεία του Σόφι και μετέβη στο Λονδίνο. Η αγάπη που θα πάρει από τους ανθρώπους που συνθέτουν τη νέα του οικογένεια, είναι αμέριστη, αλλά συνάμα ένα τραγικό γεγονός, συγκλονίζει τους νέους γονείς του, πράγμα που θα παρασύρει και τον ίδιο στη δίνη της θλίψης και ενός ασήκωτου βάρους που θα αφήσει πολλές αιχμές στην ήδη ταραγμένη του ψυχή.
Η ζωή του κατακλύζεται από πρόσωπα, εμπειρίες και ποικίλες αναμνήσεις. Η κα Μερόπη, η Χαρούλα, ο Τζο ο κλειδαράς, η Σάλι, η Σούζι, η Σιμόν, οι φίλοι του Λουκάς, Αλέξης, και Βάσος, ο ψυχαναλυτής κος Μόρισον, η Σάρα Λεβί, η Κολέτ, η Ζιζή, η Έλσα, η Ναντίν, η Βέρα και ο Σαν, είναι μερικά από τα πολλά πρόσωπα που θα σημαδέψουν τη ζωή και την πορεία του.
Ένας δωσίλογος πατέρας, οι γενοκτονίες, η ανεργία που δε θα τον αφήσει ανεπηρέαστο, τα άστεγα παιδιά με τα μελαγχολικά μάτια, οι δικές του ταινίες μικρού μήκους που είναι γεμάτες εσωστρέφεια που κατέγραφαν τη γυμνή αλήθεια των ανθρώπων που υποφέρουν, οι διαφημίσεις που θα του επιφέρουν κάποιο οικονομικό όφελος, τα σενάρια, οι συνεντεύξεις, ο χασάπης της Θεσσαλονίκης, ο εκτοπισμός των Εβραίων, οι ταγματασφαλίτες, η εμπροσθοφυλακή, το κράτος αλλά και το παρακράτος, οι ιδεολογικές εκπτώσεις, τα θεατρικά ανεβάσματα με επάξιους καλλιτέχνες και φίλους, ένα ξύλινο σπίτι στην όχθη της λίμνης Βόλβης και μια πράξη αποκατάστασης μιας αδικίας θα αποτελέσουν τις Ερινύες του Οδυσσέα, ικανές για να στοιχειοθετήσουν τον χαρακτήρα του, αλλά και να χρωματίσουν έντονα, κομμάτια της δικής του προσωπικής ιστορίας.
Έρχονται κάποιες στιγμές, που το παρελθόν σε κατακλύζει, σε καθηλώνει, σου στερεί τη δυνατότητα σκέψης και αναλαμβάνει δράση ερήμην σου. Δεν έχεις το σθένος της αντίδρασης γιατί το ωστικό του κύμα δεν αφήνει περιθώρια για τίποτα, κάτι που συνέβη και στον Οδυσσέα, λίγο πριν την αλλαγή του χρόνου.
Από τα βιβλία που διαβάζω, επιλέγω μια φράση, για να την μοιραστώ μαζί σας. Από το βιβλίο ο άνεμος κόπασε, επέλεξα την παρακάτω:
…η Ιστορία γράφεται, εκεί που σχηματίζεται μια δίνη, όταν η ροή των πραγμάτων είναι ταχύτατη. Είναι νόμος της φυσικής και νόμος της ανθρώπινης ιστορίας…
Δε θα σας αποκαλύψω τον ένοχο του δράματος της ιστορίας. Δεν ξέρω ειλικρινά, ποιος θα μπορούσε να λογιστεί ως ένοχος και ποιος τελικά ως αποδιοπομπαίος τράγος. Θα σας πω μονάχα ότι όταν χάνεται μια ανθρώπινη ζωή, υπάρχουν φορές που τα αίτια είναι τόσο βαθιά που μπορούν να λογιστούν, ως άδυτα…
Ο Γιάννης Γρηγοράκης γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε νομικά και για περισσότερο από τριάντα χρόνια άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του: Ο διαβήτης του Πλάτωνα (2009), Μαύρη πέτρα (2011), Η καταιγίδα έρχεται, συνέχισε να τρέχεις (2012), Τέταρτος Κόσμος (2013), Κόκκινο και γυμνό (2015) και Αληθινοί και ονειροπόλοι (2018). Άλλα έργα του: Η μητρόπολη του χάους (1998), Η συνωμοσία των αγγέλων (2001) και Καφέ Προκόπ (2004). Ο άνεμος κόπασε είναι το δέκατο μυθιστόρημά του.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.
0 Σχόλια