
–
γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης
Η Ελένη καθόταν στο μικρό καφέ της γειτονιάς με τον καπουτσίνο της να κρυώνει δίπλα στον φορητό υπολογιστή. Στα 38 της χρόνια είχε μάθει να κρύβει τις ρυτίδες της με φίλτρα και τις απογοητεύσεις της με χιούμορ. Δούλευε ως προγραμματίστρια σε μια νεοφυή εταιρεία φτιάχνοντας αλγορίθμους για μια εφαρμογή που υποσχόταν να βρίσκει «τον τέλειο σύντροφο». Η ειρωνεία ήταν ότι η ίδια δεν είχε βρει τον τέλειο σύντροφο όσο κι αν είχε προσπαθήσει. Η αλήθεια ήταν ότι είχε να βγει ρομαντικό ραντεβού εδώ και δυο τρία χρόνια!
Κάθε βράδυ, μετά τη δουλειά, έγραφε το δικό της πρόγραμμα, έναν μυστικό κώδικα που μόνο η ίδια γνώριζε. Ο αλγόριθμός της δεν αναζητούσε την αγάπη, αλλά κάτι πιο σπάνιο, έψαχνε απλώς για ένα χαμόγελο που αντέχει στη ρουτίνα, που να μη το σβήνουν όλα εκείνα τα πρέπει και τα μη που γύριζαν μέσα στο κεφάλι της βασανιστικά σαν εμμονικοί εφιάλτες. Τα δεδομένα της ήταν απλά, οι μικρές χαρές της ζωής, το άρωμα του βασιλικού στο μπαλκόνι, ο ήχος της βροχής, η γάτα της που γουργούριζε στην αγκαλιά της. «Αν μπορώ να προβλέψω τι κάνει κάποιον να χαμογελάει», σκεφτόταν, «ίσως μάθω χαμογελάω κι εγώ».
Εκείνη τη μέρα το πρόγραμμα τής έδωσε το αποτέλεσμα που ζητούσε. Η οθόνη έγραφε «Πήγαινε στο πάρκο, 17:47, στο παγκάκι δίπλα στο άγαλμα». Η Ελένη γέλασε. «Ακόμα κι ο κώδικάς μου με τρολάρει», είπε, αλλά, περίεργη εκ φύσεως, αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη της! Φόρεσε το κόκκινο παλτό της και πήγε. Στο παγκάκι καθόταν ένας ηλικιωμένος κύριος που τάιζε τα περιστέρια. Άγαλμα δεν υπήρχε στο πάρκο, αλλά δεν την ένοιαξε. Χωρίς να το πολυσκεφτεί κάθισε δίπλα του.
«Ξέρεις», της είπε εκείνος, «κάθε μέρα έρχομαι εδώ γιατί νιώθω ότι τα περιστέρια θέλουν να τα κάνω παρέα, με πλησιάζουν αμέσως μόλις καθίσω στο παγκάκι. Δεν είναι σαν τους ανθρώπους, δεν κρίνουν. Απλώς έρχονται δίπλα μου και τσιμπάνε λαίμαργα τις ψίχες. Μετά πετάνε ευτυχισμένα στον ουρανό». Η Ελένη χαμογέλασε – όχι από ευγένεια, αλλά επειδή ένιωσε κάτι να φωτίζεται μέσα της. Μίλησαν για ώρες, για τη δουλειά της, για τη δική του δουλειά, ήταν συνταξιούχος καθηγητής μουσικής, για τους ανθρώπους που χάνουν τον χρόνο τους αναζητώντας ουτοπίες, για τα λάθη που γίνονται μαθήματα, για τα χαμένα όνειρα, για το πώς ο κόσμος ξεχνάει να κοιτάζει τον ουρανό. Και πέρα από αυτόν, εκεί που δεν υπάρχουν όρια και διαχωριστικές γραμμές. Όταν σηκώθηκε να φύγει ο ηλικιωμένος κύριος έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό κιτρινισμένο μπλοκάκι. Κάτι έγραψε, ύστερα έκοψε το χαρτί, το δίπλωσε και της το έδωσε. «Για το χαμόγελό σου», της είπε.
Στο σπίτι η Ελένη άνοιξε το χαρτί. «Ο καλύτερος αλγόριθμος είναι να ζεις», έγραφε. Η Ελένη γέλασε δυνατά για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό. Δεν έγραψε άλλο κώδικα εκείνο το βράδυ, δεν ένιωσε την ανάγκη να το κάνει. Άνοιξε το παράθυρο, άφησε τον φρέσκο αέρα να μπει και χόρεψε ξυπόλητη στο ρυθμό ενός τραγουδιού που απλώς φανταζόταν να ακούγεται. Με τα μάτια της κλειστά κοιτούσε μια θάλασσα αταξίδευτη. Ο αλγόριθμός της είχε δουλέψει. Όχι γιατί βρήκε την ευτυχία, αλλά γιατί της θύμισε πώς να την ψάχνει.
–
0 Σχόλια