Ο Δαίμων της λύπης έκανε πάλι γιορτή, ενώ ο κόσμος αγριεμένος ήταν έτοιμος να εκραγεί. Το λιοντάρι της ανδρείας εμφανίζεται σαν δράκος και χρυσίζει τον αέρα με σπίθες αντοχής, διαλύοντας τη γιορτή του πόνου και του φόβου.
Στέλνει ο Δαίμων ύαινες να τρομάζουν τα παιδιά στον ύπνο τους τη νύχτα μα και τη μέρα. Θέσπισε νόμο με την κτήση να ντύνεται τα πένθιμά της και να χορεύει στο ρυθμό του φονιά. Ο χειρότερος Δαίμονας! Ο πιο μισητός! Σε κάνει να τα βλέπεις όλα μάταια και να ξεχνάς την ομορφιά της ζωής. Ο Δαίμων της λύπης τώρα σε έχει καταβάλλει, σε καταδιώκει και σε θάβει ζωντανό. Ο γητευτής της ύαινας, σου έστησε καρτέρι. Τη φτωχολογιά βασανίζει και κρεμά. Ο φόρος και η πείνα κυριαρχούν ως οι αντικαταστάτες των συνθημάτων και με μια φωνή μουγκή παραλύουμε στους δρόμους. Το λιοντάρι της ανδρείας αργοπεθαίνει πονεμένο από το παιχνίδι της δαιμονικής έχθρας.
Προσέξτε, τα παιδιά πεθαίνουν! Με τις ύαινες δεν έμαθαν να παλεύουν και οι έμποροι κρατούν αμπαρωμένες τις πόρτες, αναμένοντας πότε θα ’ρθει ο καιρός που το καλό το μερτικό θα φορεθεί στην τσέπη. Μέσα σ’ αυτόν τον κυκλώνα, οι δυνατοί διαπρέπουν και οι «ταπεινοί» φτωχαίνουν. Σήμερα γεννιέται ένας εμφύλιος διωγμός έχοντας ως πιο μεγάλη πράξη του την απραξία! Γίναμε περίγελος της πείνας, αδυνατίσαμε, αφού δεν δεχτήκαμε τη λάμψη του λιονταριού.
Ξάφνου απ’ την κορυφή ξεπροβάλλει ένα ισχνό πλέον λιοντάρι που το υποδέχονται με πέτρες και βρισιές. Είναι ισχνό γιατί το πρόδωσε το σώμα του. Όμως, συνεχίζει να πολεμά τις ύαινες, που πέφτουν σαν τα όρνια, μόνος και γέρικος. Με βασιλική καρδιά πετυχαίνει την ανάκαμψη μέσα στην ερημοποίηση των ψυχών. Το τοπίο, ξηρό και εύθραυστο, διαφεντεύει τα μυαλά των πληγωμένων ερπετών, των ανθρώπων. Μόνο το λιοντάρι παραμένει ανυπότακτο και φωτεινό, γιατί έμαθε να γίνεται φως προκειμένου να βλέπει συνεχώς κι άλλο φως.
Επιτέλους, η λάμψη του λιονταριού ζέστανε της ψυχής τον παγετό δίνοντάς του μορφή. Τώρα, η σωτηρία ψάλλει τη χαρά λυτρωμένη από τα υπόγεια της θλίψης. Αυτός ο ανυπότακτος, ο λαμπερός παλμός, που ξέρει καλά την τέχνη του Ιπποκράτη, ήρθε για να γιορτάσουμε την Ανάσταση και της ψυχής το χάδι, την Αγάπη. Κρατά στα δόντια του τα σκοινιά του γκρεμισμένου μας λυγμού και τα σέρνει μέχρι να βρουν γόνιμο έδαφος. Καμαρώστε τον, τα καταφέρνει!
Αλλά, κάποια κομμάτια του λυγμού ψάχνουν το δηλητήριο που έπεσε κάτω και μπλέκονται στα αγκάθια δημιουργώντας κόμπους, γόρδιους δεσμούς και κλειδωμένες πόρτες. Δεν πρόσεξαν τα ρόδα και ρίχτηκαν στα αγκάθια. Στους σταθμούς της ζωής, ανηφοριές και κατηφοριές θα βρεις, χάσματα και αποστάσεις. Μα αν τον δαίμονα της λύπης επικαλεστείς, τότε όλα θα σε οδηγούν στο κακό και θα ψάχνεις στο δηλητήριο το γλυκό. Μα σαν φτιάξεις στους κυματισμούς της ψυχής πολύχρωμες ωδές, τότε αερόστατα θα οδηγείς στον ανάλαφρο βοριά!
_
γράφει η Μαρία Καντάνη
0 Σχόλια