Απ’ το καπνεργοστάσιο του Ματσάγγου, στο Βόλο, την ώρα του σχολάσματος, με φωνές πανηγυρισμών και ξεκούραστες σαν να μην είχαν δουλέψει, έβγαιναν οι προσφυγοπούλες, (οι Ματσαγγούδες, όπως τις αποκαλούσαν οι Βολιώτες), με τα άσπρα κολαριστά γιακαδάκια και το ελαφρύ άρωμα, και έπαιρναν δρόμο για τα τσιπουράδικα της Νέας Ιωνίας του Βόλου, γεμάτες ευγνωμοσύνη για το μεροκάματο που κρατούσαν στα χέρια τους το οποίο θα ξόδευαν στην ιερή μυσταγωγία του τσίπουρου και των πλούσιων μεζέδων, εκεί, στη συνοικία με τα προσφυγικά παραπήγματα. Ανάμεσά τους, η Αγγελική Πεσμαζόγλου, προφυγοπούλα από τη Σμύρνη, με τα κατσαρά μαύρα μαλλιά της, περιποιημένα, και το περήφανο, αγέρωχο ύφος, γεμάτο αισιοδοξία για τη ζωή, βλέμμα που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα της, που δεν πρόλαβε να έρθει στην Ελλάδα και από τον παππού της, που ήταν ο μόνος συγγενής που της απέμεινε στη ζωή.
Στη Νέα Ιωνία Βόλου, γρήγορα γίναν μια οικογένεια όλοι οι πρόσφυγες από πολλές πόλεις της Μικράς Ασίας, τη Σμύρνη, το Αϊβαλί (Κυδωνίες), το Αϊδίνι και μαζί και με μερικούς από την Πόλη, τους οποίους υπολήπτονταν ιδιαίτερα.
– Γιαβρί μου, τι ποθεί η ψυχή σου να σου φέρω να φας και να πιεις; έλεγε ο παππούς στην Αγγελικούλα του, μέσα στη χαρμόσυνη ατμόσφαιρα και τους καπνούς της ταβέρνας και τους αμανέδες και την ευφορία που φέρνει το τσίπουρο, και έκανε όλους τους πρόσφυγες μια αγκαλιά.
Τα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη, οι μερακλήδες, η μύηση στη μυσταγωγία της μυστικής χαράς και συντροφικότητας έκανε τον παππού της Αγγελικής να ξεχνά και να ταξιδεύει με όνειρα για την εγγόνα του και με νουθεσίες για την τέχνη της ζωής. «Όποιον τον τρων οι έγνοιες τον τρων τα χρόνια», είχε ακούσει η Αγγελική από όλη την προσφυγική οικογένεια και έβαζε πλώρη με σχέδια για την αποκατάστασή της. Με όλα τα μέσα.
Τους μουστερήδες εξάλλου, ο παππούς, τους αναγνώριζε με τη μία. Όταν θύμωνε με αυτούς, ο παππούς έσφιγγε τα χείλη και έκανε πως στρώνει το λευκό μουστάκι. Άφηνε την απάντηση για μετά για να είναι ολοκληρωμένη. Τα έργα του μιλούσαν πιότερο απ’ τα λόγια του. Ο παππούς ήταν ένας κρυμμένος θησαυρός για την Αγγελική.
Κι έτσι κατάφερε και μεγάλωσε και ξεπέταξε την Αγγελική του, που είχε το όνομα της Σμυρνιάς γιαγιάς και ήταν ολόφτυστη η ίδια παρά δέκα – δεκαπέντε οκάδες στην ομορφιά και στην καπατσοσύνη. Είχε μια θεία, η Αγγελική, την Ερασμία, κόρη του παππού της, που την παντρέψανε μια ώρα αρχύτερα καθώς ήταν λίγο συνεσταλμένη και κούτσαινε ελαφρά από το δεξί της πόδι. Η Ερασμία δεν πρόλαβε να αφήσει ξαδέρφια στην Αγγελική, γιατί χάθηκε και αυτή στη Σμύρνη, πριν προλάβουν να την ανεβάσουν στο βαπόρι. Στην προσπάθειά της να ανέβει, εκεί, στην αποβάθρα του Και, της έκοψαν το χέρι και έπεσε νεκρή στη θάλασσα από χέρι Ευρωπαίου κυβερνήτη. Δυστυχώς.
Η τύχη της Αγγελικής δεν άργησε να της χτυπήσει την πόρτα του φτωχόσπιτου. «Σπίτι ανοιχτό, τύχη ανοιχτή». Ένας στρατιωτικός που πήρε μετάθεση για το στρατόπεδο της Νέας Ιωνίας, την κοίταξε και του άρεσε. Την παρακολουθούσε κάθε πρωί, να σκουπίζει και να πλένει τη μικρή μεσαυλή και να ξεκινά περιποιημένη, με τα πόδια, για το καπνεργοστάσιο του Ματσάγγου, έξι και μισή, πριν ακόμα φέξει, τον χειμώνα. Μόνο που η Αγγελική αγνοούσε ότι ο αγαπημένος της ήταν λογοδοσμένος με μια Βολιώτισσα κόρη εύπορης και θεοσεβούμενης οικογένειας· εξάλλου ούτε ο ίδιος ήταν πρόθυμος να της το αποκαλύψει· τέτοια ήταν η σαγήνη που ασκούσε μυστικά πάνω του η δεκαοκτάχρονη προσφυγοπούλα με τα μαύρα μάτια και μαλλιά. Έτσι, ένα μεσημέρι, μετά το σχόλασμα, αφού κρύφτηκε στη γωνία· μόλις την είδε την άρπαξε απ’ το χέρι και χωρίς δεύτερες σκέψεις, την ξεμονάχιασε στη γωνία και της ανακοίνωσε τελεσίδικα ότι θέλει να την κάνει γυναίκα του. Το δαχτυλίδι με την κόκκινη πέτρα έλαμπε ήδη στο αριστερό της δάχτυλο και ο ασημένιος σταυρός στον λευκό γυμνό λαιμό της Αγγελικής. Το μόνο που ψέλλισε ήταν: «ναι, Πέτρο, να ‘ξερες τι ήμασταν εμείς εκεί στη Σμύρνη… μην κοιτάς τώρα.» Ναι, η απάντησή της.
Δεν πρόλαβαν να περάσουν λίγες μέρες και το σκάνδαλο δεν άργησε να μαθευτεί όχι μόνο στην προσφυγική οικογένεια, μα και στην εύπορη θεοσεβούμενη οικογένεια της αρραβωνιαστικιάς του Πέτρου. Απελπισμένη η μητέρα, μέσα στον πανικό της, άρχισε να παίρνει τους δρόμους, καταλήγοντας μπροστά στο παράπηγμα της Αγγελικούλας.
-Κι εσείς που κάνετε τους χριστιανούς και λέτε δήθεν ότι κάτι ήσασταν εκεί, στην Τουρκιά, να αφήσετε ήσυχη την κόρη μου και τον Πέτρο· δεν σας αξίζει τέτοια τύχη ούτε για σας, τους Τουρκόσπορους, ούτε για τον Πέτρο μου. Τ’ ακούτε; Να τον αφήσετε ήσυχο. Οι στριγγλιές της μάνας και οι κατάρες της ακούστηκαν σε όλο το συνοικισμό της Νέας Ιωνίας.
Σήμερα, η Αγγελική είναι καθηγήτρια φιλόλογος, παντρεμένη με τον Πέτρο, με δυο παιδιά που είναι ολόφτυστα αυτός, και διδάσκει σε λύκειο του Βόλου. Το μόνο που της λείπει είναι πια ο παππούς της, αυτός που τη μύησε στην τέχνη της ζωής και που δεν ξεχνάει ποτέ τον θησαυρό της σοφίας του, που της άφησε παρακαταθήκη μαζί με την τρικυμισμένη ζωή του, εκεί μες στη φτωχολογιά. Τώρα εκείνος χαίρεται που τη βλέπει να έχει αρπάξει τη ζωή απ’ τα μαλλιά και που διδάσκει την αληθινή ελληνική ιστορία των προσφύγων της Μικράς Ασίας στους διψασμένους για γνώση μαθητές της, μαζί και με όλη τη θυμοσοφία που της κληροδότησε η προσφυγική οικογένεια. Μέχρι και συνταγές και γιατροσόφια και οικοκυρικά δίδασκε στους μαθητές της, τις κενές ώρες, η Αγγελικούλα. Και αυτοί όλο και διψούσαν και όλο και αγαπούσαν τους πρόσφυγες από την Μικρά Ασία, σαν προγόνους τους, κι ας μην τους είχαν γνωρίσει ποτέ.
Το βλέμμα του παππού εκείνα τα απομεσήμερα στη θαλπωρή του τσιπουράδικου, τα έλεγε ξεκάθαρα τα πράγματα.
-Τι απέγινε η γιαγιά μου; Θέλω να τη φέρω στην Ελλάδα, έλεγε η έφηβη τότε Αγγελικούλα
-Θα έχουμε νέα της, τζιέρι μου, χαμογελούσε μελαγχολικά ο παππούς, και ένα σύννεφο σκέπαζε το καθάριο φωτεινό πρόσωπό του. Αύριο μεθαύριο μπορεί να ρθει, γιαβρί μου. Μη μου σεκλετίζεσαι.
Και η Αγγελικούλα έπαιρνε κουράγιο και πήγαινε και στο νυχτερινό και διάβαζε τα μαθήματά της. Κάτω δεν θα το έβαζε ποτέ.
Την καλύτερη τύχη θα έχει η Αγγελική του. Ναι. Τάμα το είχε να ανάβει τα καντήλια στα κενοτάφια της χαμένης οικογένειάς του. Ο θησαυρός του παππού μιλάει και σήμερα στην ψυχή της Αγγελικής, που σας μιλάει αυτή τη στιγμή. Όλα καλά.
_
γράφει η Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου
0 Σχόλια