“Τώρα βρήκε να μας κλείσει μέσα η καταραμένη καραντίνα; Τώρα που τα καλύτερα θηράματα βγαίνουν να βοσκίσουν το φρέσκο χορτάρι και τα αγριολούλουδα;” είπε θυμωμένος.
Εδώ και τρεις μήνες, έβγαζε τακτικά τα κυνηγητικά του όπλα και τα περιποιούνταν αναλόγως. Τα έλυνε με μαεστρία, τα γυάλιζε και περνούσε με ειδικό λάδι κάθε εξάρτημα. Με την ίδια επιμέλεια τα συναρμολογούσε και τα έβαζε στις θήκες τους από γνήσιο δέρμα. Μετά τον απογευματινό υπνάκο, καθόταν στην πολυθρόνα της βεράντας με μια κούπα αχνιστό καφέ, και έψαχνε στο ιστολόγιο ότι αφορούσε το αγαπημένο του χόμπι. Βόλια για πτηνά, βόλια που σκοτώνουν μεγάλα θηράματα, οικολογικά βόλια. Χαχα… γέλασε σαρκαστικά. “Άκου οικολογικά βόλια. Το ότι τα τσακίζουμε δεν τους πείραξε… σκέτη υποκρισία, τι να πεις” μουρμούρισε.
Είχε σκυλοβαρεθεί στην κυριολεξία τόσο μέρες κλεισμένος μέσα στο σπίτι, καταδιωκόμενος και αυτός όπως όλοι από τον αόρατο εχθρό, που παραμόνευε στήνοντας ύπουλα τις παγίδες του στα αθώα θύματά του. Που να πάς και από πού να του ξεφύγεις. Βόλτα πας; στην έχει στημένη. Για φαγώσιμα πας; εκεί και αν παραμονεύει. Που λόγος για φλερτ και σεξ. Παραδομένος στα ορμέφυτα, δεν είσαι παρά ένα εύκολο και ευάλωτο θήραμα. Σίγουρα πράγματα!
Τις νύχτες πέφτοντας αποκαμωμένος από την ανία στο κρεβάτι, πεταγόταν από παράξενους θορύβους που ακούγονταν μέσα στη σιγαλιά. Από όσο θυμόταν πότε άλλοτε δεν διατάρασσε κάτι τον μακάριο ύπνο του. Εκτός από μερικούς εφιάλτες που έβλεπε αραιά και που, κανένας ανοίκειος ήχος δεν του έφερνε ανησυχία. Τα τελευταία βράδια, άκουγε πέρα στα δέντρα κάτι σαν ψαχούλευμα. Σαν κάποιος να αναζητούσε στα φυλλώματα κάτι σημαντικό. Μετά από δύο μήνες εγκλεισμού, οι ήχοι πλησίαζαν όλο και περισσότερο ώσπου μια μέρα ένιωσε κάτι έξω από το παραθύρι του. Γεμάτος τρόμο, φαντάστηκε ότι ήταν κλέφτης, πετάχτηκε όρθιος και ακροπατώντας πλησίασε στο παράθυρο με το δίκαννο στο χέρι που εν τω μεταξύ είχε βγάλει από τη ντουλάπα. Σκυμμένος στα τέσσερα και κρατώντας την ανάσα του, τράβηξε αργά την κουρτίνα. Όπλισε την καραμπίνα όσο πιο απαλά γινόταν και σήκωσε το κεφάλι ισα ισα να βλέπει.
“Ζαρκάδια… έχω να δω από παιδί στα μέρη μας” μουρμούρισε και τα ματιά του γούρλωσαν και ένα λαμπερό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Με μεγάλη ευχαρίστηση, έτρωγαν ότι ζαρζαβατικό είχε φυτέψει πριν μερικές εβδομάδες για να έχει τώρα που καθόταν άπραγος στο σπίτι. Του τα πετσόκοψαν μέχρι τελευταίου. Απόθεσε την καραμπίνα και βάλθηκε να τα παρατηρεί έτσι λουσμένα στο φως του φεγγαριού ώσπου τελικά αποκοιμήθηκε.
_
γράφει ο Φοίβος Σταμπολιάδης
0 Σχόλια