Χειμώνας, αδυσώπητο το κρύο και το χιόνι ένα μέτρο και βάλε ύψος στο πεζοδρόμιο. Οι δρόμοι χιονοδρομικές πίστες και αδύνατον να τους διαβείς, ενώ το ίδιο συνέβαινε και με τα τροχοφόρα.
Τα σπίτια, το ένα κοντά στο άλλο μεν, αλλά την ίδια στιγμή αδύνατον να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, ως και οι εξώθυρες είχαν φράξει. Ο κυρ Ανέστης πήδησε από το παράθυρο του ισογείου του για να βγει μήπως και μπορέσει να φτυαρίσει το χιόνι και λύσει κάπως τον αποκλεισμό. Γρήγορα όμως διαπίστωσε το μάταιο της προσπάθειας, αφού μια φτυαριά καθάριζε, δύο ξαναγέμιζαν με χιόνι που δεν έλεγε το ευλογημένο να σταματήσει να πέφτει πυκνό και απειλητικό.
Ο κυρ Ανέστης έλεγε ότι τέτοιο πράγμα δεν το ‘χε ξαναζήσει στη ζωή του που δεν ήταν και μια ζωή από πούπουλα βέβαια. Έφτασε στο σημείο να φοβηθεί μήπως τελικά θαφτούν κάτω από όγκους χιονιού και μόνον σαν άνοιγε κάπως ο καιρός θα τους έφταναν οι διασώστες, όταν πια θα ήταν αργά. Θα τους εύρισκαν θαμμένους, αλλά διατηρημένους θαυμάσια από τον πάγο, όπως από την στάχτη και τα δηλητηριώδη αέρια εκείνων των δυστυχισμένων της Αρχαίας Πομπηίας, άκου τώρα τι του ήρθε να θυμηθεί…
Το μόνο ευχάριστο ήταν ότι δεν είχε διακοπεί η ηλεκτροδότηση, απορίας άξιον πως άντεχε το δίκτυο που δεν ήταν ό,τι πιο τέλειο, όπως όλοι ήξεραν, ενώ το τηλέφωνο είχε τεθεί εκτός, από την αρχή-αρχή της θεομηνίας.
Στις ειδήσεις οι νιουσκάστερς προσπαθούσαν να εμψυχώσουν τον απελπισμένο πληθυσμό, λέγοντας ακόμη και ανέκδοτα, που μόνοι τους τα έλεγαν και μόνοι τους γελούσαν! Η κατάσταση εξελισσόταν σε τραγική και ο κόσμος άρχισε να χάνει την όποια ψυχραιμία κρατούσε με νύχια και με δόντια μέχρι τότε.
*
Στην κωμόπολη την αποκλεισμένη, ζούσε μία οικογένεια ευφυών εφευρετών, που κάθε τόσο επιβραβεύονταν για τις εφευρέσεις τους από την αρμόδια Ακαδημία και που το όνομά τους γνώριζαν οι πάντες εντός και εκτός των τειχών της επικράτειας, μη πούμε παγκοσμίως και φανούμε και δικαίως υπερβολικοί. Εκείνες όμως τις φοβερές ημέρες του αποκλεισμού από την λευκή απειλή, βρέθηκαν πολλοί να πουν, τι να τις κάνουν τις εφευρέσεις και τα μεγαλεία, όταν σε πολύ λίγο θα άρχιζε ένας-ένας κάτοικος να πεθαίνει, από έλλειψη τροφής και φαρμάκων. Για παράδειγμα, η Μαριγώ ήταν ετοιμόγεννη και ο πεθερός της ο κυρ Ανέστης πώς να την βοηθήσει; Τι ήταν γιατρός ή μαμή; Αν και εδώ που τα λέμε δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε βοηθήσει να γεννήσουν τα αρνιά και τα κατσίκια του σε έναν δύσκολο τοκετό.
«Μη σκιάζεσαι κοκόνα μου» της έλεγε «και σαν έρθει η στιγμή, όλα θα είναι καλύτερα, εγώ είμαι εδώ, στο υπόσχομαι θα πάνε όλα καλά, θα δεις. Η συγχωρεμένη η πεθερά σου ήταν τέλεια νοσοκόμα και με είχε μάθει πολλά και γιατροσόφια και τεχνικές αντιμετώπισης τέτοιων καταστάσεων. Ακόμη και ο γιόκας μου, ο άντρας σου που τον έχει πιάσει πανικός και δεν είναι σε θέση όχι να βοηθήσει αλλά χρειάζεται φοβάμαι ο ίδιος βοήθεια τρομάρα του, ακόμη και αυτός θέλει δεν θέλει ένα χεράκι θα το βάλει. Ηρέμισε λοιπόν χαλάρωσε, σκέψου κάτι χαρούμενο και όλα θα πάνε κατ’ ευχήν»
Υγρή αλμύρα σκάλωσε στις άκρες των βλεφάρων της Μαριγώς και ευχαρίστησε την τύχη της και τον Θεό που της έδωσε τέτοιον πατέρα, καλύτερο από τον βιολογικό της που λίγο τον θυμάται, γιατί τον έχασε όταν ήταν πολύ μικρή.
Τι τα θέλεις, όμορφοι άνθρωποι αγράμματοι μεν, αλλά με μια μόρφωση ψυχική, επιπέδου από master’s και πάνω. Για να αποδειχτεί ακόμη μια φορά ότι η καλλιέργεια του ανθρώπου συνυπάρχει με την γέννησή του, είναι στο DNA του. Απλά σε άλλους είναι εν υπνώσει και σε άλλους εξελίσσεται όπως καλή ώρα σαν τον κυρ Ανέστη.
Και η μεγάλη στιγμή ήρθε, μα δυστυχώς τα πράγματα δυσκόλεψαν αναπάντεχα. Το άτιμο το αγέννητο κατέβαινε με τα πόδια. «Πού πας βρε Καραμήτρομ ακόμη δεν γεννήθηκες; Άχου και ξεπορτίσματα που θα τα βλέπει η καλή σου», προσπαθούσε να αστειευτεί ο πεθερός, για να κάνει την νύφη του να χαλαρώνει μπας και το έμβρυο αλλάξει θέση. Και η Ε.Μ.Υ. να ενημερώνει για περεταίρω επιδείνωση των καιρικών φαινομένων…
Εντωμεταξύ, σε κάποιο από τα σπίτια της κωμόπολης κάτι το σοβαρό θα πρέπει να συνέβη γιατί από τον 2ο όροφο, είδαν να ανεμίζει ένα λευκό σεντόνι. Φανερό οι άνθρωποι ζητούσαν βοήθεια και ποιος να βοηθήσει και πως;
Και τότε ακούστηκε ο ήχος ενός μοτέρ σαν αυτόν που κάνει μια μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού. Για να είναι μοτοσυκλέτα αποκλείεται, είπαμε αδιάβατοι οι δρόμοι. Τότε τι;
Σκεφτείτε μία μηχανή, να ίπταται μία πήχη ψηλότερα από την επιφάνεια του χιονιού που με το πέταγμά της το χιόνι έλιωνε αστραπιαία σαν παγωτό το κατακαλόκαιρο, μια μηχανή στο μέγεθος ενός καλοθρεμμένου γλάρου με όλο το άνοιγμα των φτερών του. Ένα σιδερένιο πουλί μαγικό που πήγαινε αργά και σταθερά από σπίτι σε σπίτι, κινούμενο καταφανώς με τηλεκοντρόλ και απεγκλώβιζε τον πληθυσμό από τον λευκό εφιάλτη, ως εάν αυτός να μην ήταν παρά ένας αφρός ακίνδυνος, που έλιωνε με ρέγουλα και κυλούσε ομαλά σαν νεράκι από τον ποταμό προς τη θάλασσα. Με αυτόν τον τρόπο δεν ελλόχευε και ο κίνδυνος της πλημμύρας από την υπερχείλιση του, όπως συνήθως συμβαίνει και το έχουμε ζήσει, με ανυπολόγιστες ζημιές τόσο σε έμψυχο υλικό όσο σε περιουσίες και καλλιέργειες.
Ευλογία Θεού αυτή η οικογένεια των εφευρετών που έσωσε τόσον κόσμο από την καταστροφή με την μηχανή τους την οποία, ειρήσθω εν παρόδω έμελλε να βελτιώσουν περισσότερο και η πατέντα τους να τύχει διεθνούς αναγνώρισης, με πρώτες και κύριες τις Σκανδιναβικές παγωμένες χώρες. Μέχρι για Νόμπελ προτάθηκαν. Εννοείται ότι οι ίδιοι οι εφευρέτες ανήκαν από ένα σημείο και μετά, στο κλαμπ των πάμπλουτων ευτυχών και χρήσιμων θνητών ευεργετών της ανθρωπότητας…
*
Και εντωμεταξύ, ο πιτσιρικάς να μη θέλει να πάρει τον σωστό τον δρόμο, σαν να μην ήθελε ποτέ να αφήσει της μάνας του την υγρή αγκαλιά και φωλίτσα, και πεισματικά πάταγε που λένε… πόδι! Και ο κυρ Ανέστης που δεν θυμάται ποτέ στη ζωή του να προσεύχεται, έστρεψε το βλέμμα του ψηλά και δακρυσμένος σχεδόν έκανε τάμα στο Θεό, ότι έτσι και βγει ο μικρός από την κοιλιά της μάνας του, εκείνος δεν θα λείψει από την εκκλησιά καμιά Κυριακή και καμιά Σκόλη. Και θες γιατί ο Μεγαλοδύναμος ήθελε να δοκιμάσει τις υποσχέσεις του Ανέστη, είτε γιατί ούτως ή άλλως το ‘χε σκοπό, έβαλε τον μικρό να κάνει μια ακροβατική τούμπα και να πάρει το κεφάλι του τη σωστή θέση εξόδου, όπως ορίζει η φύση. Και η Μαριγώ με μια τελευταία κραυγή ζωής φέρνει στον κόσμο το παιδάκι της με τους άλλους δυο άντρες της ζωής της να ξεφωνίζουν ευτυχισμένοι από χαρά.
Όχι ο κυρ Ανέστης δεν θέλησε να του δώσει το όνομα του όπως συνηθίζεται βλακωδώς ακόμη και στις μέρες μας το έθιμο, αλλά πρότεινε να το πουν Χιόνη. Και ίσως είναι ο μόνος Χιόνης που γιορτάζει κάθε χρόνο, με το που πέφτουν οι πρώτες νιφάδες του χιονιού!
_
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Μην ξεχνάτε ότι το σχόλιο σας είναι πολύτιμο!
0 Σχόλια