Πέντε μάρκα κλάμα

Πρωτοχρονιά στο χιονισμένο Βερολίνο και όλα τα λαμπιόνια της πόλης αναβοσβήνουν κουρασμένα.

Κάποια γιαγιά κρατώντας το λουρί του σκύλου της χαζεύει, περπατώντας αργά, τις ξεχασμένες βιτρίνες.

Είναι μια έρημη πολιτεία με τους κατοίκους μαζεμένους πια στα σπίτια τους.

Το προηγούμενο βράδυ ξενυχτούσαν γιορτάζοντας το σωτήριο έτος 1978

Ένας νέος χρόνος είχε ήδη έρθει κλείνοντας το μάτι στον κόσμο.

Τους άκουσα να τραγουδούν, τους άκουσα να φωνάζουν έξαλλα, να μοιράζουν ευχές και φιλιά. Αντηχούν τα βήματα τους στα πλακόστρωτα …

Αποχαιρετούν τον παλιό χρόνο αγκαλιασμένοι πίνοντας και γελώντας.

Και μετά όλα σίγησαν. Οι φωνές, τα γέλια, τα φιλιά.

Είχα κατέβει 4 ορόφους από τις σκάλες…

Ρόιτερ-στράσε 36

Ήταν ένα παλιό σπίτι όπως άλλωστε τα πιο πολλά εκείνη την εποχή στο Βερολίνο που του χάριζαν μια αίγλη και μια ιστορικότητα από περασμένες δεκαετίες.

Βγαίνοντας έξω δεν άλλαζαν και πολλά.

Τα ιδία πλακόστρωτα, τα ίδια μικρά μαγαζάκια του δρόμου, και στο τέλος του, μια πλατεία μεγάλη.

Κάτι σαν κόμβος. Κάτι σαν αφετηρία και τέλος. Κάτι σαν το κέντρο της περιοχής.

Η περίφημη Χέρμανπλατς.

Από κει και πέρα και μέχρι το κέντρο της πόλης, υπήρχαν μόνο οι σταθμοί του υπόγειου σιδηρόδρομου και όσα μπορούσα να δω, βγαίνοντας από κάποιο σταθμό στην επιφάνεια.

Όλα τα ενδιάμεσα μου ήταν ακόμα άγνωστα.

Ήμουν ένας δορυφόρος της Χέρμανπλατς. Γύρω της ένιωθα ήρεμα.

Τίποτα το άγνωστο, τίποτα το μυστήριο.

Πάντα οι ίδιες φυσιογνωμίες, οι ίδιες μπυραρίες, οι ίδιες νέον επιγραφές, το ίδιο τεράστιο ρολόι του σταθμού.

Και ένας τηλεφωνικός θάλαμος.

Ο κόμβος σύνδεσης με τους δικούς μου ανθρώπους στη πατρίδα.

Η μόνη δυνατότητα να τους έχεις άμεσα κοντά σου έστω και λίγο.

Δεν λέω, τα γράμματα τους είχαν μια άλλη γεύση. Μύριζαν κάτι από το σπίτι μου.

Οι γραφικοί χαρακτήρες λες και σου χάιδευε τα μάτια.

Ακόμα και η κόλλα από το φάκελο είχε κάτι από τους δικούς μου κι ας ήταν μόνο λίγο απ το σάλιο που σφράγισε το γράμμα. Το κάθε γράμμα, που έφτανε σε μένα με καθυστέρηση μεν, αλλά με φόρα για να μεταφέρει τα νέα τους, να δω όσα δεν έβλεπα και δεν γνώριζα από αγαπημένους και γνωστούς.

…και μάθε παιδί μου ότι η θεια Αγγέλα αυτή που μας έσπασε τα ράντζα τότε …η αδελφή της γιαγιάς σου ντε..

…σου βάζω μέσα και μερικές σελίδες που έσκισα απ’ τον τσελεμεντέ, να μαγειρεύεις… εύκολα είναι…

…να τρως και να πλένεσαι, μην γυρίζεις σαν τον απόκληρο εκεί

Τα διάβαζα και γελούσα.

Προεξάρχοντος του τσελεμεντέ.

Των μερικών σκισμένων σελίδων και με στυλό μαρκαρισμένων των «εύκολων συνταγών».

Αα! και με ένα βελάκι να δείχνει τα σωστά, μην τυχόν και κάνω λάθος τραγικό κι ασχοληθώ με τα δύσκολα.

Κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο ας πούμε …όχι τα άλλα… άσε τα άλλα.

Κοτόπουλο γεμιστό με τέσσερα τυριά..

Αχ τέσσερα τυριά ε;.. τέσσερα είπες ότι λέει;. Και να τα γέλια!.

Ας ήταν δυο μόνο!.

Α ρε μάνα…

Ήταν πρωτοχρονιά όμως και γύριζα έξω ανάθεμα και ήξερα που ήθελα να πάω. Γύριζα άσκοπα. Και δεν μου καιγόταν και καρφί επειδή είχε αλλάξει ο χρόνος.

Έτσι κι αλλιώς σε μένα δεν είχε αλλάξει τίποτα.

Με τα χέρια στις τσέπες και το κρύο στο μέτωπο έφτασα μέχρι την πλατεία.

Στη μια τσέπη μου ζεσταινόταν ένα κέρμα. Πέντε μάρκα.

Πέντε πολύτιμα μάρκα σε ένα κέρμα, ήταν μια πρόκληση για πολλούς λόγους και μάλιστα ανήμερα της πρωτοχρονιάς.

Ο βασικότερος ήταν ότι ήταν το τελευταίο.

Δεν είχα άλλο.

Ένας ακόμα σημαντικός λόγος ήταν η χοντρή κυρία που γέμιζε την καντίνα στη πλατεία.

Μου έκανε εντύπωση ότι ενώ όλα ήταν κλειστά, η κυρία αυτή είχε ανοίξει το μικρό μεταφερόμενο καντινάκι της και είχε σκορπίσει ολόγυρα με προκλητικό τρόπο κάποιες αναταράξεις στα ρουθούνια μου, από τα καρρυβουρστ που έδειχναν να αχνίζουν από μακριά. Τα φαντάστηκα στο χαρτονάκι πλημμυρισμένα από κέτσαπ, πασπαλισμένα με άπειρο μπαχαρικό.

Και η κυρία με τα τεράστια στήθια, προσποιούμενη το κλασσικό γερμανικό χαμόγελο, λέγοντας ένα μακρόσυρτο βερολινέζικο παρακαλώ, να τα αφήνει εμπρός μου, σκύβοντας μέσα απ την μίζερη καντίνα της.

Ίσως να έλεγε κι ένα «χαρούμενος ο νέος χρόνος» ίσως να ρωτούσε αν ήθελα κι ένα ψωμάκι επιπλέον, ίσως και να μην την καταλάβαινα όμως.

Αλλά πάλι δεν πείραζε, αρκεί να έβλεπα μπροστά μου το κεσεδάκι με τα σκουροκιτρινοκκόκινα λουκανικάκια, να ζεσταίνουν τα μάτια μου και την γλώσσα μου.

Είδα τον εαυτό μου στο καθρέφτισμα μιας βιτρίνας…

Τα χεριά στις τσέπες, το δεξί να χαϊδεύει το πεντόμαρκο και τα μαλλιά να μουντζώνουν τον θεό..

Παντέρμος στη χιονισμένη πλατεία.

Κοντοστάθηκα βλέποντας μια την καντίνα και μια τον τηλεφωνικό θάλαμο.

Σκέφτηκα στην Ελλάδα τους δικούς μου.. μεσημέρι πρωτοχρονιάς..

Θα έτρωγαν καθισμένοι ένα γύρω.

Τι να έτρωγαν άραγε σήμερα;

Να ήταν όλοι εκεί;

Α ρε μάνα τι έφτιαξες πάλι, μονολόγησα.

Ο θάλαμος μου έκρυβε την κυρία στη μίζερη καντίνα.

Καρφώθηκε το βλέμμα μου στο θάλαμο.

Καρφώθηκε η σκέψη μου αλλού μακριά ..αλλού.

Και το πεντόμαρκο ακτινοβολούσε ζέστη στα δάχτυλα μου.

Άνοιξα την πόρτα του θαλάμου. Μύριζε μούχλα και αλκοόλ από την επέλαση των βαρβάρων το προηγούμενο βράδυ.

Πάτησα τα σπασμένα μπουκάλια στο πάτωμα.

Το μαύρο τεράστιο ακουστικό έμοιαζε βαρύ και είχε αρχίσει τα πιπ πιιιπ..

Ένιωσα τα χνώτα μου να θαμπώνουν τα γυαλιά μου αλλά ήξερα τον αριθμό απ έξω κι ανακατωτά.

Σχημάτιζα τον αριθμό στο καντράν και το πεντόμαρκο είχε πέσει με ένα μεταλλικό και λες ευχάριστο ήχο, στην σχισμή των κερμάτων.

Κάποια αγωνιώδη δευτερόλεπτα πέρασαν και ακούστηκε να χτυπά το τηλέφωνο στην άλλη άκρη.

Σαν η άλλη άκρη του κόσμου έμοιαζε.

– Εμπρός..

Μια φωνή έλεγε εμπρός και χαμογέλασα αναγνωρίζοντας την φωνή της αδελφής μου.

Ναι, είπα .. Ξέπνοα χωρίς δύναμη αλλά χαμογελώντας, ..ναι, εγώ είμαι.

Αδερφούλιιι, ούρλιαξε… Καλή χρονιά χρόνια πολλά πως είσαι μαμάαα ελααα

Τα είχε πει όλα μαζεμένα. Σαν μια πρόταση χωρίς κόμματα, χωρίς τελείες, χωρίς ανάσα.!

Η φωνή άλλαξε και ήδη ένα κλάμα είχε φτάσει στα αυτιά μου ..υπόκωφο αλλά καθαρό.

Ένα κλάμα μακρόσυρτο, ευγενικά χαμηλόφωνο, σαν να έκλαιγε κάποιος μέσα στη ψυχή του και κανείς δεν το έβλεπε, κανείς δεν το άκουγε.

Σαν να μην έπρεπε να το δείξει, σαν να ήταν κάτι δικό της, που δεν το μοίραζε, που δεν έπρεπε να το δει κανείς, αλλά και κάπως έπρεπε να βγει από μέσα της, όσο πιο αθόρυβα γίνονταν, όσο πιο προσεκτικά, να μην ακουστεί, να μην χαλάσει τίποτα, να μην στεναχωρηθεί κανείς.

Όμως το άκουγα.

Μάνα είπα… χρόνια πολλά. Καλή χρονιά.

Μάνα;

Ίσως να είπε κάτι…

Προσπάθησα να το μεταφράσω μέσα από τον λυγμό της αλλά πάλι δεν ήμουν σίγουρος τι άκουσα.

Μάνα…;

Έλα ρε μανούλα μίλα μου λίγο… τζάμπα πάει το πεντόμαρκο… μάνα μ’ ακούς;..

Συνέχισε την συνομιλία της με τον δικό της τρόπο. Προσπαθούσε να ψελλίσει κάτι, κάτι σαν, πως είσαι τι κάνεις..

Αλλά όλα αυτά έφταναν στα αυτιά μου σαν …σαν να έλεγε αυτά που νόμιζα ότι άκουγα… σαν μια γλώσσα με άλλους ήχους και φθόγγους, ένας λυγμός από κατεστραμμένα φωνήεντα και σύμφωνα αλλού για αλλού τους τόνους, αλλά όλα αυτά μακρόσυρτα, πένθιμα κάπως, σαν ένα ατελείωτο μοιρολόι που δεν ξεχωρίζει κανείς τις λέξεις, παρά μόνο τον πόνο για ένα χαμό ..ένα πένθος μέσα της.

Μάνα, επέμενα … μίλα μου!

Έλα ρε μανουλίτσα πες κάτι να σε ακούσω, σταμάτα το κλάμα, είμαι καλά μην ανησυχείς, όλα είναι καλά.

Μ’ ακούς;

Μάνα ελααα παρακάλεσα …

Το χέρι μου πίεζε το ακουστικό στο αυτί μου, η ανάσα μου προσπαθούσε απεγνωσμένα να μεταβάλει την θερμοκρασία του θαλάμου.

Και τα μάτια μου μετρούσαν τις μονάδες που χάνονταν.

Είχαν μια αγωνία σ’ αυτό το μέτρημα, σαν μια αντίστροφη μέτρηση που άρχισε από το 50 και κατέβαινε αργά και βασανιστικά προς το μηδέν…

Το μηδέν και το άπειρο.

Και κάθε φορά που πέρναγε μια δεκάδα ..λες και ήθελε να μου σπάσει το ηθικό έκανε κι ένα ήχο προειδοποίησης κλικ 30… κλικ… 20… πλησιάζοντας απροκάλυπτα σαδιστικά, προς το μηδέν.

Κλιιικ… 10

Εκεί θα τελείωναν όλα… σε κάποιο μηδέν.

Ειρωνεία, σκέφτηκα. Κάποια πράγματα αρχίζουν απ’ το μηδέν… σε μένα σήμερα θα τελειώσουν στο μηδέν.

Και αυτό το μακρόσυρτο – λυγμός κι αναφιλητό μαζί – με ρουφήγματα της μύτης και ήχους μεταλλικούς, απ τα γυαλιά της πάνω στο ακουστικό, χωρίς να αρθρώνει μια λέξη, ανακατωμένο με φωνές απ’ τους άλλους μέσα στο χώρο, τύπου… έχετε χιόνια εκείιιιιι; Κάνει κρύο νεαρέ μου;

Αντιφάσεις. Χαρούμενες φωνές συντροφιά του λυγμού…

Κλικ… Το αδυσώπητο κλικ έκανε την δουλειά του. Μου υπενθύμισε ότι σε χρόνο 10 λεπτών, ως υποδιαίρεση του μάρκου, η παρούσα συνομιλία θα τελείωνε αδίστακτα και γερμανικά.

Καμία περίπτωση να κολλήσει ας πούμε ..να χαλάσει το ρημαδοτηλέφωνο και να μην μετρήσει πια τα λεπτά …να καρφωθεί κάτι, ένα σκουπιδάκι μέσα στη σχισμή ας πούμε, να προλάβω να πούμε ακόμα πράγματα, που δεν ειπώθηκαν… να έλεγε τουλάχιστον κάτι. Ας ρωτούσε τι έφαγα σήμερα κι ας έλεγα ψέματα… ότι έφαγα.

Ας ρωτούσε πώς είμαι από λεφτά κι ας έλεγα ψέματα… ότι έχω μην ανησυχείτε… μια χαρά είμαι τα βγάζω πέρα…

Αλλά δεν έλεγε.

Έτσι γλίτωνα τα ψέματα, αλλά το κλικ ήταν ο ερχομός του τέλους.

Αναπόφευκτα θα λειτουργούσε στην εντέλεια το γερμανικό μηχανάκι καταμέτρησης μονάδων.

Μάνα, είπα ξανά, σε ύστατη προσπάθεια να ακούσω μια λέξη. Αλλά ο λυγμός είχε και ρυθμό πια.

Μια ανάσα που προσπαθεί να διαγράψει λέξεις με κάποια φανταστική κιμωλία στο χώρο, ανάμεσα Βερολίνο Αθήνα …και δεν το πετυχαίνει.

Προσπαθεί, αλλά μένει μετέωρη να ορίσει το βάθος του λυγμού και της πίκρας, για το παιδί της που είναι μακριά. Της άδικης ενοχής ίσως, για ένα στρωμένο τραπέζι εκεί.

Για μια άδεια καρέκλα στο τραπέζι.

Ήταν σίγουρο, ό,τι και να έλεγα ότι έφαγα, δεν θα με πίστευε.

Απλά ίσως να της άρεσε να το πιστέψει έτσι χωρίς λόγο .. ίσως σαν πρωτοχρονιάτικο δωράκι ευτελούς αξίας.

Ο λυγμός που δεν μεταφράστηκε ποτέ σε λέξεις, αλλά που εξέπεμπε μηνύματα γλυκόπικρης αγάπης, σταμάτησε να ακούγεται στα επόμενα λίγα δευτερόλεπτα.

Ο μετρητής του πρωτοχρονιάτικου χρόνου μου, είχε εκπληρώσει στο ακέραιο την αποστολή του με απάνθρωπη τυπικότητα.

Το μηδέν αναβόσβησε μερικές φορές και ο ήχος που τον συνόδευε έμοιαζε με επιθανάτιο ρόγχο του μοναδικού μου πολύτιμου κέρματος.

Βγήκα απ’ τον θάλαμο αλλά στάθηκα μπροστά του ετοιμόρροπος κάπως.

Με φυσούσε ένα αεράκι, έτσι μου φάνηκε.

Σκοτείνιαζε και οι νέον επιγραφές έμοιαζαν να κρέμονται στο τίποτα.

Κλόουν που είχαν βάψει τα πρόσωπά τους με έντονα χρώματα λόγω των ημερών.

Μια απόλυτη ηρεμία, μια σιωπή έλουζε την Χερμανπλατς και γω νόμιζα ότι άκουγα τον λυγμό της μάνας μου να παίζει στα μεγάφωνα του σταθμού, στη διαπασών, σαν εμβατήριο χωρίς παρέλαση, χωρίς θεατές, χωρίς κοινό.

Βούλιαζα τα χέρια μου ξανά μέσα στις τσέπες του αμπέχονου.

Μάζεψα το λαιμό μου μέσα στον γιακά του και έκανα ένα βήμα ξανά χωρίς να ξέρω το για πού.

Ένοιωσα να χαμογελώ χωρίς να ξέρω γιατί. Με παραξένεψε που χαμογελούσα… γιατί χαμογελούσα άραγε;

Είχα ένα χαμόγελο πλατύ στα χείλη… το ένιωθα να μου το παγώνει το κρύο, αλλά εκείνο επέμενε, λες και κάποια αδιόρατη χαρά με ανάγκαζε να χαμογελώ.

Λες και πέντε μάρκα κλάμα μου είχε αποκαλύψει ένα χαρμόσυνο νέο. Μου είπε κάτι και δεν το κατάλαβα άραγε; Μα είπε κάτι;.

Λες να είπε κάτι και το έχασα;

Και χαμογελούσα μόνος στη πλατεία, ανάμεσα στο μεγάλο ρολόι του σταθμού και τη μίζερη καντίνα.

Λες και είχα ακόμα το κέρμα στη τσέπη.

Λες και ετοίμαζα ταξίδι επιστροφής με τα πράγματα μου να με περιμένουν έτοιμα στον τέταρτο όροφο.

Λες και δεν ήμουν στη άκρη του Βερολίνου, αλλά στον Αι-Γιάννη τον Καρέα ψηλά και είχε πέσει ένα χιονάκι στον Υμηττό και πάγωνε τις μύτες μας λίγο.

Λες και ήμουν με τους φίλους μου να γελάμε αμέριμνοι.

Λες και η μάνα μου δεν έκλαψε για πέντε γερμανικά μάρκα.

Λες και ότι είχα μπει στο σπίτι και μύριζε ολόκληρο μια ζέστη, μια γλυκιά ζέστη.

Λες και ένα τραπέζι ήταν στρωμένο και γεμάτο με πιάτα και χαρμόσυνα κουταλοπήρουνα.

Λες και ποτήρια τσούγκριζαν μελωδικά.

Λες κι όλοι ντυμένοι γιορτινά άπλωναν πετσέτες στα γόνατα τους και γελούσαν με πειράγματα για τα εδέσματα της νοικοκυράς.

Λες κι όλο την άκουγα χαμογελώντας και δείχνοντας τα πιάτα να λέει επίμονα… δοκίμασε κι αυτό… δοκίμασε και τούτο… για δες αυτό… κι αυτό παιδιά… κι αυτό… πάρτε κι αυτό…

Λες και μας άκουσα όλους για μια στιγμή ταυτόχρονα, χορωδιακά, συντονισμένα.

-Αμάν πιο ρε μάνα…

και ξεραθήκαμε όλοι στα γέλια.

Α ρε μάνα…

 

_

γράφει ο Φώτης Λούκας

Ακολουθήστε μας

Ο καπετάνιος

Ο καπετάνιος

Των θαλασσών τα λόγια τα ’μαθα μικρή,στα χείλη του παππού μου, στου κύματος τη βρύση.Καπετάνιος ήτανε, με βλέμμα ακριβό,κι ο άνεμος τον χαιρετούσε σαν να 'ταν αδελφός. Τα καλοκαίρια, στην όμορφη ΑμμουλιανήΙστορίες έλεγε για να αποκοιμηθούμεΙστορίες που του είχε πει η...

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης Η Ελένη καθόταν στο μικρό καφέ της γειτονιάς με τον καπουτσίνο της να κρυώνει δίπλα στον φορητό υπολογιστή. Στα 38 της χρόνια είχε μάθει να κρύβει τις ρυτίδες της με φίλτρα και τις απογοητεύσεις της με χιούμορ. Δούλευε ως...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης Η Ελένη καθόταν στο μικρό καφέ της γειτονιάς με τον καπουτσίνο της να κρυώνει δίπλα στον φορητό υπολογιστή. Στα 38 της χρόνια είχε μάθει να κρύβει τις ρυτίδες της με φίλτρα και τις απογοητεύσεις της με χιούμορ. Δούλευε ως...

Το αγόρι και το μενταγιόν

Το αγόρι και το μενταγιόν

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχαν όνειρα και φθινοπωρινές μπαλάντες και κάστρα στην άμμο. Και υπήρχε κι ένα αγόρι, του οποίου το όνομα ποτέ δεν συγκρατεί η μνήμη μου, που μπορούσε να εκμεταλλευτεί όλα τα παραπάνω προς όφελός του. Αιχμαλώτιζε τα όνειρα μέσα στις μικρές...

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Χορεύανε στη βροχή, το θυμάμαι.Σαν να ’χα γράψει εγώ τη σκηνή.Κι όπως μιλούσαν, ένιωθαν πως μεθάνε.Μα δεν είχανε πιει στάλα κρασί. Κι όπως τ ’αστέρια ψιθύριζαν ευχές,τα μάτια έκλεισε, έλεγε προσευχές.Κάτι γι’ αγγέλους κι όνειρα απατηλά.Κάτι γι’ αντίο και μεθυσμένα...

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου