Σωπαίνω κι ακούω. Ακούω μουσικές από μια κάμαρα, που έμεινε για χρόνια κλειστή. Γνώριμες μελωδίες στ’ αυτιά μου. Ακούς; Συνθέσεις της μικρής μας Άννας, θαρρώ, στο καινούριο πιάνο που της πήραμε για τα γενέθλιά της. Δεν πρόλαβε. Δεν προλάβαμε…
Δυναμώνουν οι μουσικές της. Φωνάζουν στο μυαλό μου. Ήχοι ανυπόφοροι. Κραυγές τώρα! Πες της να πάψει. Θέλω να πάψει. Τώρα! Με πονάει! Με βασανίζει! Πονάω! Φοβάμαι! Κι εσύ; Δε φοβάσαι; Αν δε νιώθεις το φόβο να σου τσακίζει τα κόκκαλα, είσαι ευτυχισμένη. Πες μου πως είσαι ευτυχισμένη. Και τότε δε θα φοβάμαι πια. Δε θα πονάω. Στ’ ορκίζομαι.
Κοντά μου έλα. Πάμε μια βόλτα να μυρίσουμε τα γιασεμιά που μόλις άνθισαν. Γεννήθηκαν μόλις. Κοίτα… Κοίτα πώς χορεύουν στο ανοιξιάτικο αεράκι. Πόσο εύθραυστα… Πόσο αδύναμα! Ζωντανά! Σαν κι εσένα… Όμορφή μου, ψυχή δική μου. Σ’ αισθάνομαι ακόμα. Αισθάνομαι, ακόμα…
Μίλα μου. Θέλω ν’ ακούω τη φωνή σου. Κάποια άλλη φωνή μ’ εμποδίζει να σ’ ακούσω. Γίνεται πιο δυνατή τώρα! Δεν καταλαβαίνω τι λες! Μη φωνάζεις! Δεν αντέχω! Κλείσε το παράθυρο! Δεν αντέχω! Κλείσε την πόρτα! Δεν αντέχω τίποτα ν’ ακούω! Δε θέλω να μου μιλάς πια! Φτάνει! Αρκετά! Άφησέ με! Άσε με να φύγω! Να φύγω όσο πιο γρήγορα! Να μην αισθάνομαι. Να μη λυπάμαι πια…
Εσύ; Με λυπάσαι; Δακρύζεις; Κι εγώ. Λυπάμαι τόσο πολύ για όλα. Καταπίνω τις πίκρες της ζωής μας. Παλεύω να τις χωνέψω. Με πνίγουν. Μα μόνο όταν τελειώσει, θ’ αρχίσει πάλι. Η ζωή μου κι η ζωή σου. Η ανάσα μου κι η ανάσα σου. Ο πόνος μου κι η χαρά σου. Το τέλος μου κι η αρχή σου. Μόνο τότε θα ησυχάσω και θα ησυχάσεις. Στο άγνωστό μας…
Και θα ’ναι γαλήνια… Σαν τη θάλασσα σε απανεμιά. Σαν βρέφος στον γλυκό του ύπνο. Σαν την πρώτη στιγμή που σ’ αντίκρυσα. Θυμάσαι; Έλα να δούμε τ’ αστέρια. Αμέτρητα. Χρωματιστά.
«Έχουν τ’ άστρα χρώμα;» ρώτησες.
«Χρώμα τα πάντα έχουν. Αρκεί να ’σαι εκεί να το δεις. Να το μυρίσεις.»
«Έχει το χρώμα μυρωδιά;»
«Μυρωδιά τα πάντα έχουν. Αρκεί να ’σαι εκεί να σε διαπεράσει. Να τη γευτείς.»
«Έχει η μυρωδιά γεύση;»
«Γεύση τα πάντα έχουν. Αρκεί να ’σαι εκεί να τη νιώσεις. Αρκεί να ’σαι εκεί.»
«Ζωντανός;»
«Ζωντανός μπορείς να δεις, να μυρίσεις, να γευτείς, ν’ ακούσεις.»
«Τι;»
«Ήχο τα πάντα έχουν, για να μας μιλούν.»
Ξέρω καλά, βαθιά μέσα μου, πόσο αφιλόξενο, πόσο σύντομο μπορεί να γίνει το πέρασμα… Στην αιωνιότητα. Εσύ δε με φοβίζεις πια. Δεν έχεις όψη, μορφή. Ουσία, αίμα δεν έχεις. Έχεις το τίποτα. Το αφιλόξενο, το σύντομο.
Δεν έχεις τίποτα, θάνατε. Έχω το για πάντα.
Έχω, ακόμα…
Αφήνομαι και σ’ αφήνω, αγαπημένη. Φεύγω, για να μη μείνεις άλλο. Φεύγω, για να φύγεις…
Μ’ αρέσει εδώ. Είναι ήσυχα. Βουλιάζω σε άμμο κι ευτυχία. Κι είναι ήσυχα. Η φωνή της θάλασσας γαληνεύει την ψυχή μου ως τα βάθη της. Κι είναι απέραντες κι οι δυο. Μ’ αρέσει εδώ. Βλέπω τον εαυτό μου. Βλέπω. Κι ησυχάζω. Βλέπω. Κι αναγνωρίζω. Αναδύομαι. Ανασταίνομαι. Ανασαίνω. Ανακουφίζομαι απ’ το παρελθόν μου. Κι αναδύομαι. Μ’ αρέσει εδώ. Είναι ήσυχα.
Κι ησυχάζω.
Ησύχασα…
–
γράφει η Στέλλα Κουρμούλη
Συγκλονιστικό!!!
Σαν την ίδια τη ζωή… Με τιμά το σχόλιό σας. Σας ευχαριστώ.
Δεν έχεις τίποτα, θάνατε. Έχω το για πάντα.
Έχω, ακόμα…
…ένας δυνατός Μονόλογος…
Δυνατός ο θάνατος, μα η ζωή πιο δυνατή! Σ’ ευχαριστώ ιδιαίτερα, Μάχη μου, για τα σχόλια και τη φιλοξενία. Η τιμή είναι μεγάλη…
Ανημποροι μπροστά του…
Αμείλικτος αρπάζει κομμάτια απ’ την καρδιά μας…
Καταπίνει τη μυρωδιά, το βλέμμα, το χάδι, τον ήχο της φωνής τους…
Τους παίρνει μακριά μας κι εμείς αντιστεκόμαστε με πείσμα και τους κρατάμε ζωντανούς στη μνήμη μας…
και οι τρεις μαζί για πάντα!