Φοβάμαι. Βρίσκομαι κλειδωμένη σ’ ένα δωμάτιο και φοβάμαι. Κανείς δεν εμφανίζεται να μου πιάσει το χέρι. Μήπως φταίει που τους έδιωξα όλους; Αυτό κάνω πάντα, αυτό έκανα και στον Χρήστο και στην Κατερίνα και στη Δανάη. Σε όλους.
Μα, τι ακούγεται; Η πόρτα τρίζει. Κάποιος προσπαθεί να ανοίξει. Όχι, όχι, δε θέλω να με βρουν. Δε φοβάμαι πια την μοναξιά, τους ανθρώπους πίσω από την πόρτα φοβάμαι. Μια κλειστή πόρτα όλη μου η ζωή. Μια κλειστή πόρτα που δεν αφήνει κανέναν να μπει, μόνο – αν τολμά – να κοιτάξει από την κλειδαρότρυπα. Μια κλειστή πόρτα φτιαγμένη από ατσάλι. Τόσο ανθεκτική, όσο η καρδιά μου. Φαινομενικά. Η φωτιά όλα τα λιώνει, το ατσάλι μου ποτέ δεν είχε ελπίδα.
Η πόρτα ανοίγει. Δεν είναι κανείς. Κρύβεται; Γιατί κρύβεται; Η μαμά συνήθιζε να λέει πως όλοι έχουμε τον φύλακα άγγελό μας. Αν ήταν εδώ, θα μου έλεγε πως αυτός άνοιξε την πόρτα. Μα δεν είναι.
Σηκώνομαι και την κλείνω. Καλύτερα έτσι. Νομίζω αυτή είναι η πρώτη απόφαση που πήρα μόνη μου. Οι αποφάσεις είναι περίεργο πράγμα. Υπάρχουν άνθρωποι που αποφασίζουν για τα πάντα χωρίς την παραμικρή βοήθεια. Δεν τους μοιάζω. Ό,τι απόφαση πήρα στη ζωή μου μού την επέβαλλαν άλλοι. Πίστευα πως ήταν δικιά μου επιλογή, γιατί έτσι ήθελαν να νομίζω. Τους διώχνω όλους και γιατί; Επειδή δεν ταιριάζουν στις προδιαγραφές των ανθρώπων χωρίς πρόσωπο. Αυτών που νομίζω πως μ’ αγαπάνε επειδή με προστατεύουν. Επειδή με κρατούν φυλακισμένη. Έχω γίνει ένα μαζί τους. Και μένω μόνη. Το χειρότερο όμως ξέρεις ποιο είναι; Ότι μ’ αρέσει.
Πηγαίνω στη μέση του δωματίου. Κλείνω τα μάτια. Σκοτάδι. Τι σημαίνει σκοτάδι; Η απουσία του φωτός. Η ηθελημένη απουσία της συνείδησης. Της δικιάς μου συνείδησης. Το alter ego μου. Είναι τόσο όμορφο να μη σκέφτεσαι τίποτα. Απλά να χάνεσαι στο δικό σου κόσμο. Εκεί που όλα είναι δυνατά. Εκεί που οι φωνές δε σου ουρλιάζουν τι πρέπει να κάνεις. Εκεί που απλά μπορείς να είσαι εσύ. Χωρίς μάσκες, χωρίς μακιγιαρισμένα προσωπεία. Το σκοτάδι σου επιτέλους σε αρμονία με το είναι σου. Το σκοτάδι σου είναι εσύ.
Τώρα θα ήθελα πίσω αυτούς που έδιωξα. Να τους δείξω ποια είμαι, να τους ζητήσω συγγνώμη, να πανηγυρίσουμε τα σκοτάδια μας. Κι αν εμφανιστούν οι άνθρωποι χωρίς πρόσωπο; Θα τους πάρω από το χέρι και θ’ αφήσω το σκοτάδι να σκορπιστεί στο δωμάτιο. Να το δουν, να το δεχτούν.
Μα αυτοί είναι, αυτοί άνοιξαν την πόρτα. Τώρα μπορώ να τους δω καθαρά. Τώρα επιτέλους μπορώ να διακρίνω τα χαρακτηριστικά τους. Μου χαμογελάνε. Βλέπω το σκοτάδι τους. Έρχεται να συναντήσει το δικό μου.
_
γράφει η Χριστίνα Κωνσταντουδάκη
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
είναι όμορφο και πολύ (αντιφατικά) φωτεινό….να ενώνεις τα σκοτάδια σου με τους άλλους…Χριστίνα! Μου άρεσε το κείμενό σου
Πωπω τώρα είδα πως ανέβηκε το κείμενο ! Σε ευχαριστώ πολύ Μάχη μου!