Κάθισε απέναντι του όταν βγήκε από το μικρό κουζινάκι. Τράβηξε την καρέκλα προσεκτικά να μην κάνει θόρυβο, μάζεψε την ποδιά της γύρω από τα γόνατα κι έκατσε μαζεμένη με τα μάτια ριγμένα στα σχέδια του μωσαϊκού στο πάτωμα του σαλονιού. Μετά κρέμασε τα πόδια της, αγκιστρώνοντας, τα μικρά επίπεδα τακούνια των λευκών κακοβαμμένων παπουτσιών, στο μεσαίο οριζόντιο ξύλο της καρέκλας, και βάλθηκε να προσπαθεί να σφίξει την μικρή χρυσαφί αγκράφα του αριστερού παπουτσιού της. Πίσω της, ένα ανοιχτό παράθυρο να βλέπει σε έναν μικρό κήπο με μια αγριολεμονιά με μικρά γυαλιστερά φύλλα κι ένα άρωμα που ανακατευόταν με το ζεστό μεσημεριανό αεράκι, και περνούσε και χάιδευε μια σειρά από γλάστρες ολάνθιστες, μια μια, πάνω σ ένα τσιμεντένιο γείσο. Δίπλα στις γλάστρες, στα απομεινάρια ενός παλαιού συρματοπλέγματος, ανέβαινε αργά και επίμονα, ένα γιασεμί, με μικρά λευκά ανθάκια.
Μετά, ένας σκονισμένος, ξερός χωματόδρομος με κάνα δυο σπίτια, ένα εδώ, ένα πιο πέρα. Στο ανάμεσο δυο μαυριδεροί, ηλιοκαμένοι οικοδόμοι, στο γιαπί, κρατώντας πρόκες με το στόμα τους, κάρφωναν μαδέρια στις τσιμεντένιες κολώνες, μια μαυροντυμένη γέρικη, γυναικεία φιγούρα, ανέβαινε τον δρόμο κι ο μπακάλης της γειτονιάς, με την άσπρη ποδιά περασμένη στο λαιμό του, κατέβαζε τα ρολά για μεσημέρι, με θόρυβο.
Παράτησε την χρυσαφί αγκράφα με ένα «ουφ πια.. ξεχαρβαλώθηκε κι αυτή» και έστρεψε τα μάτια της πάνω στο τραπέζι, ανάμεσα τους. Κοίταζε τα απλωμένα τετράδια, κάνα δυο δαγκωμένα μολύβια, μια σβήστρα, μισή κόκκινη, μισή μπλε κι ένα κλειστό βιβλίο.
«Αναγνωστικό ΣΤ’ Δημοτικού»
«Διαβάζεις γι αύριο;» τον ρώτησε. «Δύσκολο το ποίημα, ε; Εγώ ακόμα δεν το διάβασα. Αργότερα. Είχα και την πρόβα…»
Ο άλλος έγνεψε ναι «δύσκολο είναι» και άνοιξε την σελίδα ψευτοδιαβάζοντας μια γραμμή σαν μουρμούρισμα.
«αυτό είναι το ιερό πανί το γαλανό και τ’ άσπρο…»
Τα παράτησε και την κοίταξε με ερωτηματικό στα μάτια.
-Σου ράψανε νέο φόρεμα μέσα; κι έδειξε κατά την κουζινούλα.
-Ναι. Μου πήρε μέτρα η μάνα σου για τον αρραβώνα. Πλησιάζει ο καιρός.
Έδειχνε να ζεσταίνεται ξαφνικά. Κοκκίνισαν τα μάγουλά της, κοιτούσε μια στο πάτωμα ξανά, μια εκείνον, φευγαλέα ντροπιάρικα, μια την χαλασμένη αγκράφα…
-Και οι εξετάσεις τον άλλο μήνα; Για το γυμνάσιο λέω. Δεν θα δώσεις εξετάσεις;
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της κοιτώντας τα μωσαϊκά. Πλατάγισε η γλώσσα της ανάμεσα από τα δόντια ένα «τσου», μισό βγήκε κι αυτό, σαν να έχασε τα μισά λόγια της μέσα στα κοκκινισμένα μάγουλά της, σαν να γέμισε το στόμα ξαφνικά με σάλια κι άρχισε να ξεροκαταπίνει, τίναξε το κεφάλι πίσω, έκανε πως στρώνει την στέκα στα μαλλιά, κάτι την ενοχλούσε στο κεφάλι, έκανε να ξυστεί, φάνηκαν δυο δάχτυλα ισχνά με δαγκωμένα νύχια, φαγωμένα. Και η αγκράφα είχε πάλι φύγει από την θέση της. Σηκώθηκε απ την καρέκλα, «άντε πια αυτή η μάνα μου, ακόμα να τελειώσουν την κουβέντα μέσα, είναι και αργά και πρέπει να φάω, να διαβάσω…»
Χωρίς πείσμα τα έλεγε. Μια σιγανή φωνή, ένα παράπονο στο πουθενά, κανένας αποδέκτης. Μόνο ο εαυτός της ίσως να ήξερε. «…και αυτό το ποίημα είναι μεγάλο! Θα προλάβω;…»
Γύρισε προς το ανοιχτό παράθυρο με τα χέρια μαζεμένα μπροστά. Κοίταξε έξω εκεί στον άδειο δρόμο. Μόνο τα καρφώματα από τους ηλιοκαμένους οικοδόμους ακούγονταν μονότονα και κάτι γελάκια από τις μανάδες τους, πίσω στο κουζινάκι.
-Και μετά θα παντρευτείς; Δηλαδή, λέω… μετά τον αρραβώνα;!
Έβαλε τα χέρια στη μπλε ποδιά της, κοιτώντας τα δάχτυλά της λες και τα μετρούσε. Γύρισε προς το μέρος του σαν να μην είχε ακούσει τι την ρώτησε, σαν να ήταν χαμένη σε σκέψεις, το ποίημα ίσως; Ο αρραβώνας της; Ο γάμος;
Σαν να την βάραιναν αυτές οι έννοιες, σαν να μην είχε καμία απάντηση σε ολ’ αυτά, ίσως πάλι να τα έψαχνε μονή της, κάπου μέσα της, σαν κάπου να είχε χαθεί, κι είχε ένα φόβο, ένα βάρος, να της πλακώνει μυαλό και σωθικά. Σκεφτόταν την πρόβα, πριν, στο κουζινάκι… «σήκωσε το χεράκι σου Έλλη, ναι έτσι, κράτησέ το. Ένα λεπτό θα μου πάρει να σημειώσω»… « γιατί -να ξέρεις – το σωστό φόρεμα το κάνουν τα σωστά μέτρα ε;». Σκεφτόταν τα χαμογέλα και την χαρά της μάνας της να την βλέπει με τα κομμάτια ύφασμα επάνω της , σαν κουρέλια τα έβλεπε αυτή, αλλά δεν έλεγε τίποτα, μόνο έκανε ό,τι της έλεγαν μάνα και μοδίστρα μαζί… άκουγε τις ερωτήσεις και τις αποκρίσεις, τα σχόλια… «εμείς έτσι το συνηθίζουμε στο νησί μας… τα τάζουμε τα κορίτσια μας από μικρά μικρά». Και να κάτι γέλια των γυναικών… η μάνα από καμάρι, η μοδίστρα από ανάγκη να κόψει και να ράψει ακόμα ένα φόρεμα, ένα μεροκάματο θε νά ‘ταν, λίγα λεφτά παραπάνω ποτέ δεν έβλαψαν κανένα και μετά πάλι να ακούει «ο γαμπρός μας απολύεται σε είκοσι μέρες θα έρθει στην Αθήνα να δουλεύουν στις οικοδομές, έχουν καλά λεφτά οι οικοδομές ξέρεις, να ζήσουν καλά τα παιδιά που είναι νέα και μπορούν και άσε μας εμάς…» και «Κάτσε Έλλη μου, ίσια, να καρφιτσώσω το στρίφωμα …έλα, …να, …τελειώσαμε, αυτό ήταν! Μια κουκλίτσα θα είσαι στον αρραβώνα!»
Και χτυπούσαν οι λέξεις στο κεφάλι της, την ανακάτωναν, την ζάλισαν, και στριμωχνόταν ανάμεσα στην απόφαση των γονιών να την «τάξουν» και σε κάποιον άγνωστο… «Κάλο παιδί, δουλευτάρης, σεβαστικός…» που δεν τον ήξερε αυτή, αλλά τον ήξεραν όλοι οι άλλοι, οι δικοί της οι άνθρωποι που πάσχιζαν για το καλό της από τότε που την είδαν να βγαίνει σε τούτο τον κόσμο σαν κορίτσι και δεν ήξερε, μπορεί και να είχαν δίκιο, μπορεί και να ήταν καλό παιδί τελικά, αλλά σίγουρα ήξεραν καλύτερα, ιδίως ο πατέρας που κράτησε το έθιμο του νησιού, αλλά και τον λόγο του και την έταξε από μικρή… «Είναι καλή οικογένεια οι συμπέθεροί μας..»
Και μέσα σε ολ’ αυτά είχε και την αγωνία του δασκάλου, γιατί αύριο δεν θα ήξερε το ποίημα απ έξω… «Νεράκι, νεράκι να το λέτε…!»
Και θα έπαιζαν τα παιδιά το απόγευμα με τις μπάλες και τα ξυλίκια στο δρόμο τρέχοντας και φωνάζοντας, θα ακούγονταν από μακριά τα γέλια τους, ποιος θα τα φυλάει και ποιος θα κρυφτεί και που να κρυφτεί, να είχε κι αυτή μια γωνιά, να είχε μια κρυψώνα καλή, να μπει μέσα και να μην την βρίσκει κανείς, να περάσουν τα χρόνια μπας και δεν χρειαστεί να προβάρει αυτό το φόρεμα, να μην χρειαστεί να σταθεί δίπλα δίπλα με αυτόν που είναι καλό παιδί και δουλευτάρης και σεβαστικός, να μην χρειαστεί να αντικρίζει γύρω από το τραπέζι με τα εικονίσματα και τα χρυσά δαχτυλίδια, ακουμπισμένα στο ολόλευκο τραπεζομάντηλο, «κεντημένο χρόνια τώρα, γι αυτή την ημέρα από την γιαγιά της…» και να η μεζούρα, να ξετυλίγεται και να μετράει ξανά και ξανά τα ισχνά ποδαράκια της και τους ώμους και την περιφέρεια και να ένα σαπουνάκι να βάζει άσπρες γραμμές στα υφάσματα, ακατανόητες άσπρες γραμμές πάνω στο ύφασμα, σαν να το έπαιρνε η ίδια στο χέρι της και να τραβούσε άσπρες γραμμές επάνω σε πρόσωπα από «χαρούμενους συγγενείς» ή μακρινές γιαγιάδες που δεν ήθελε να βλέπει, ούτε το αυστηρό ύφος του πατέρα της να βλέπει, ούτε τα κρυφά δάκρυα της μάνας, ή να ακούει ευχές χιλιοειπωμένες, «να ζήσετε να ευτυχίσετε», κι αλλά, που της έμοιαζαν πιο δύσκολα, πολύ πιο δύσκολα απ’ το ποίημα του δάσκαλου και σίγα, μια ώρα να καθόταν θα το μάθαινε το ποίημα νεράκι, απ έξω θα το μάθαινε!, αλλά είχε και την πρόβα και δεν ήταν σημαντικό, της είχαν πει, να συνεχίσει και στο γυμνάσιο, αφού η ζωή της θα ήταν άλλη μετά από ένα μήνα. Όλο αυτά ακούει στο σπίτι, αλλά ακούει και τα άλλα παιδιά να τρέχουν τα απογεύματα και να γελάνε με τα παιχνίδια τους και στήνει αυτί να ακούσει κάτι απ’ τις φωνές, ποιος κέρδισε στα μήλα και ποιος στο ξυλίκι και αναθαρρεί η ψυχή της και ρωτάει την μάνα της, μήπως να βγει κι αυτή να τρέξει μια στάλα, να κυνηγήσει τα μήλα κι ας χάσει πια, αλλά δεν πειράζει που θα χάσει γιατί θα είναι με τα παιδιά, μια παρέα είναι όλοι, αλλά δεν την αφήνει να βγει στο δρόμο.
-Εσύ; Θα δώσεις για το γυμνάσιο;
-Ναι θα δώσω.
-Ωραία θα είναι! Λες να περάσεις;
Χαμογέλασαν και τα δυο μαζί, λες απ το αστείο, λες απ την ένταση της Έλλης που είχε φανεί στα μάτια της, λες από το αεράκι που έμπαινε απ τ’ ανοιχτό παράθυρο μαζί με τις κουρτίνες, που ανέμιζαν από την ευωδιά των μικρών λουλουδιών, στις γλάστρες και απ το γιασεμί, που είχε μόλις πετάξει τα μικρά πάμπολλα λευκά ανθάκια, ανάμεσα στα γυαλιστερά καταπράσινα φύλλα του.
Οι γυναικείες φωνές από την κουζίνα είχαν περιοριστεί σε πόσα χρήματα τώρα, πόσα όταν το ετοιμάσεις και πόσα με την τελική πρόβα. Ακούστηκε η πόρτα να ανοίγει, εμφανίστηκαν και η δυο μαζί, δίπλα δίπλα, χαρούμενες, χαμογελαστές, η μια με μια κίτρινη μεζούρα περασμένη στο λαιμό, πάνω από μια ρόμπα ξεθωριασμένη, με καρφίτσες ακόμα στο ένα πέτο, η άλλη πιο γεμάτη, πιο ψηλή, με ένα κότσο σφιγμένο στα μαλλιά. Στάθηκαν και οι τρεις στην εξώπορτα, είπαν οι μεγάλες τα σχετικά, «καλό μεσημέρι , με το καλό», «σε μια εβδομάδα άντε δέκα μέρες θα κάνουμε την τελευταία πρόβα, ναι, ναι μια χαρά θα είναι έτσι», «πολύ καλά και θα κλείσουμε και τον λογαριασμό», «ναι μια χαρά, μην ανησυχείς!»
Ακούστηκαν τα βήματα τους, έξω, να απομακρύνονται, φάνηκαν να περνούν μπροστά απ’ το ανοιχτό παράθυρο, κατά κάτω, η μάννα μπροστά, αγέρωχη, με σίγουρο βήμα, η μικρή πίσω, να γεμίζει το βήμα να την προλάβει, φτιάχνοντας εκείνη τη στέκα στα μαλλιά, που όλο έπεφτε μπροστά στα μάτια της κι εκείνο το αεράκι, το ξαφνικό, μέσα στο μεσημέρι να γεμίζει τα μάτια της με σκόνη, και είχε να μάθει και το ποίημα, είχε κι εκείνη την ενοχλητική χρυσαφί ξεφτισμένη αγκράφα, την ξεχαρβαλωμένη, που δεν έκλεινε καλά κι έκανε το αριστερό της παπουτσάκι, να βγαίνει και να μπαίνει στο πόδι της κι εκείνη να το σέρνει, να προλάβει, την μάνα μπροστά, την αγέρωχη με τον σφιχτό τον κότσο και τα χέρια γεμάτα υφάσματα και κλωστές να τις μαζεύει και να ανεμίζουν κατά το μέλλον του κοριτσιού. Και να γυρίζει να βλέπει την μικρή να προσπαθεί να μαζέψει το βήμα της μέσα σε κείνο το κακοβαμμένο άσπρο παπούτσι με την χαλασμένη χρυσαφί αγκράφα έτοιμη να μείνει λάφυρο στον σκονισμένο χωματόδρομο.
Ακούστηκε η φωνή της μαζί με τον αντίλαλο απ’ τα τελευταία καρφώματα των οικοδόμων πάνω στα μαδέρια
-Περπάτα, μας πήρε μεσημέρι…
_
γράφει ο Φώτης Λούκας
0 Σχόλια