Να ανοίξουμε μαζί το τελευταίο μπουμπούκι του μέλλοντος
“Η νίκη της Γκουέρνικα”
Paul Elyard
Το «σχολικό» όχημα ”τρέχει” σε σταθερή κατεύθυνση.
Τέχνασμα πολιτικής, από τον ατελείωτα ατέλειωτο κατάλογο του είδους. Ταυτότητα ακινησίας. Το ουσιαστικό ως δόλωμα και συναπτές οι αλυσίδες του αλλοτριωτικού επιθέτου. Κατεύθυνση το ουσιαστικό, σταθερή το επίθετο, ακινησία ερήμωσης το, σχεδιασμένο ως μοιραίο, αποτέλεσμα. Το ρήμα μετέωρο, αλλά και παραπλανητικό. Στις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, η μακράν επικρατέστερη απάντηση είναι: «Φυσικά, τρέχει». Το φαιό σκοτεινό όχημα, με καλυμμένα από σκουριά τα δηλωτικά διακριτικά του, “τρέχει“ την ακινησία, σε επίπεδο παγωμένο τοπίο. Έχει διανύσει αδιάλειπτα αποτρόπαιη διαδρομή σε χρόνους και τόπους, παραλαμβάνοντας πάντα απελπισία και άφατη θλίψη, δια μέσου εποχικών βασιλείων και κάθε είδους επικρατειών, πυρπολημένων ερήμων ανήλιαγων βυθών και σκοτεινών αιώνων. Ως αναδύθηκε, στο παγωμένο τοπίο, σ’ ερωτηματική στιγμή κυρίαρχου σκότους, με το λάλημα του πετεινού να υπαινίσσεται φως, αφυπνίστηκε η αφήγηση.
Οι σταθμοί του στοιχειώνουν τις μνήμες· όλοι αξιοκατάκριτοι κατά την αβρή -αποστασιοποιημένη από πάθη- ιστορική αποτίμηση, καταραμένοι στις ζώσες μνήμες. Το πολύμορφο όχημα ή έλκηθρο ή κάρο, άμαξα, λεωφορείο, σκάφος έχει κατασκευαστεί από ύλη υποσχέσεων, παγιωμένων σε ποικίλα μέσα ιστορικής μαρτυρίας: συλλογικές μνήμες, πωρόλιθους, μάρμαρα, πάπυρους, χαρτιά, πολύ δε πρόσφατα cd και στικάκια. Όστρακα, προσκολλημένα στα πλευρά του, τις έχουν κλείσει σε ακυρωμένα μαργαριτάρια. Όλα μαζί τα όστρακα συνθέτουν δυσανάγνωστο μήνυμα -χαιρετισμό προς το αναμενόμενο όμοιό τους που θα κλείνει μέσα του το εντελές μαργαριτάρι- με τη θεία χάρη του φωτός. Σαράντα κοντά αιώνων, η πιο παλιά υπόσχεση, γραμμένη σε μαύρη στήλη βασάλτη -παγωμένη λάβα απ’ τα βαθιά σπλάχνα της μάνας γης: «…να βρίσκουν οι χήρες και τα ορφανά το δίκιο τους…» οραματίστηκε και νομοθέτησε ο μέγας -εκεί και τότε- βασιλέας. (Την άρπαξαν, πολλούς χρόνους μετά, και όρισαν να αναπαύεται σε προθήκη ακινησίας). Το αίνιγμα των βυθών και του ερέβους δονείται, τυλιγμένο γοερές κραυγές· από το παρανάλωμά του, ανέρχεται σε μήκη και σε πλάτη ουρανομήκης ανυπαρξία. Ωστόσο, αστέρια και γαλαξίες παραμένουν στα πόστα τους πιστά. Ο λυγμός, που όλο δυναμώνει, χαράζει στον πάγο βαθύ πλατύ ποτάμι άχρωμης ορμητικής ταραχής. Αποσύρθηκαν τα χρώματα στους βυθούς. Υπόκρουση μόνο άφησαν υπνωτιστικών μουρμουρητών και απόηχους εξαντλημένων θρήνων. Το άχρωμο ποτάμι πλαταίνει και αδιάκοπα ογκώνεται.
***
Η είδηση για το μυστηριώδες αντικείμενο, που ξέβρασε η θάλασσα, κυριαρχεί, χωρίς την παραμικρή αναφορά στο ποτάμι. Το γεγονός και οι επιπτώσεις του αναλύονται σε τηλεοπτικά πάνελ ειδημόνων πασχόντων από περίσσεια εγκυρότητας. Επικρατεί η άποψη πως πρόκειται για κλεμμένους θησαυρούς από τους ναζί, που έμεναν κρυμμένοι στης θάλασσας τα βάθη και μια υποθαλάσσια αναταραχή τους φανέρωσε. Ήδη, πολλές «προνοητικές», κατά μακροσκελείς ανακοινώσεις τους, κυβερνήσεις εγκαταλείπουν την πολιτική αδιαφορίας για τις εκκρεμότητες της ιστορίας και δίνουν εντολές στους νομικούς μηχανισμούς τους να επεξεργαστούν την επιχειρηματολογία τους, για τα δικά τους δικαιώματα επί του περιεχομένου.
***
Αλλάζω, νευρικά και συνεχώς, κανάλια, αδιαφορώντας για τις γνώμες της ομήγυρης. Αναζητώ τη χώρα μου, την καταγωγή μου· διαβάζω ακατανόητους καταλόγους. Εντυπωσιάζομαι από την απουσία διαμαρτυριών και στρέφομαι στα βλέμματα. Διεσταλμένα μάτια, καθρέφτες φόβου και ικανοποίησης. «Τα παιδιά, ευτυχώς, απομακρύνθηκαν έγκαιρα, κατά τις υποδείξεις, και δεν είδαν τέτοια φρίκη». Το ποτάμι στέλνει τις αναθυμιάσεις του μέσα από τις χαραμάδες των κουφωμάτων, υπερπηδά τους προδιαγεγραμμένους ως απροσπέλαστους θώρακες και, όπου γης, καταδιώκει, αδιάκριτα, αδαείς υπάρξεις, καταλύει ισορροπίες, κατασπαράζει αγγέλους. Αισθάνομαι αλλεπάλληλους πόνους, από κεντήματα καυτής βελόνας στο μέτωπό μου. Κατευθύνομαι στον κοντινότερο καθρέπτη· γραμμές, μόνο γραμμές και αριθμοί· ανίκανος για δίκαιο ή αδικοπραξία. Όσες αλήθειες μ’ αφορούν βρίσκονται μονάχα στα γονίδια των κυττάρων μου. Δεν μπορεί, δεν θέλω να είναι αυτό η μόνη ασφαλής αλήθεια! Με παρασύρουν εφιάλτες. ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΑΘΩΟΣ. Τα όνειρά μου σκεπάστηκαν από το μαξιλάρι μου μέχρις ασφυξίας.
***
Ο άφθαρτος ψυχοπονιάρης συνοδός -οδηγού χρεία, το όχημα δεν έχει- φροντίζει, με περίσσια τρυφερότητα και ανατρεπτική μελαγχολία, τους ληστεμένους θησαυρούς, τις επιβάτισσες ψυχούλες· τραβά το βέλος από το μαλακό στέρνο ενός σκουρόχρωμου αγγέλου, στερεώνει -όπως, όπως- ένα κεφαλάκι δίχως σώμα· ισιώνει τη ράχη του βρέφους που πέταξε η έκρηξη στον Καιάδα· ξεμπλέκει τα μαλάκια μιας γοργόνας και της πλέκει με φύκια ένα στεφάνι, στολισμένο όστρακα· αφαιρεί το άχρηστο σωσίβιο ενός αγοριού, να μην το πνίγει πια· ξεσκίζει, με αγανάκτηση, τη ριγωτή φορεσιά ενός παλαιστινιόπουλου… Η ματιά του διατρέχει το εσωτερικό της επικράτειάς του· καθηλώνεται στα ολοκαυτώματα των ναζιστικών στρατοπέδων και της Χιροσίμα. «Τόσο πολύ κοντά… και όμως!» μονολογεί. Επιχειρεί, ουτοπικά, ν’ αναστήσει το βουητό κυψέλης. Αναζητά την πρέπουσα μελωδία: «Ευχαριστώ τη ζωή –Γκράτσιας α λα βίδα ». Την τραγουδά με τη γλυκιά φωνή της Βιολέτα Πάρα από τους τόπους των θρύλων. Αίφνης οδύρεται, ως ήρωας ελληνικής τραγωδίας, απαγγέλλοντας ποιήματα που καταριούνται τις κάθε είδους εξουσίες. Δεν εμποδίζει τα αδιανόητα, για την αποστολή του, πολύχρωμα δάκρυά του να κυλίσουν, ώσπου να βρουν να ενωθούν μ’ όλα τα όμοιά τους, να ανακόψουν το άχρωμο ποτάμι. Το όχημα ανοίγει σαν ώριμο ρόδι και μια δροσιά ξεχύνεται, που πάει να χαϊδευτεί με τις παπαρούνες, να σιγομουρμουρίσει αναστάσιμα στο νεαρό χορτάρι.
***
Από μήκη και πλάτη τόπων και χρόνων, συρρέουν πλήθη καθ’ ομάδες, με συνθήματα, λάβαρα, σύμβολα, άνθη και καντηλέρια, να σκεπάσουν τιμητικά, η κάθε ομάδα τον δικό της τύμβο· απομακρύνονται και ξανά συρρέουν· σαν σε εικόνα προστασίας οθόνης υπολογιστή· επίμονη ακινησία.
***
Πώς σπάει ο κωδικός της ακινησίας, ποιητή, πώς αφυπνίζεται η κίνηση; «Να ανοίξουμε μαζί το τελευταίο μπουμπούκι του μέλλοντος»
_
γράφει ο Απόστολος Παλιεράκης
0 Σχόλια