Πάνω στο παραθύρι ένας βασιλικός
κάποια κλωνιά από ζουμπούλια στο τραπέζι της κουζίνας
Τα βήματα της μάνας άδεια
Κοίταξα μέσα μου να τη βρω
Πότε απόδιωξε από πάνω της τα μαύρα;
Φόρεσε εκείνη τη φανταχτερή ρόμπα
τη μόνη που είχε ξεμείνει σε κάποιο παλιό μπαούλο
στο βάθος του
Το είχε ανασκαλέψει όλο – να βρει τι;
Τι έψαχνε;
Κάποιες κοντινές της μνήμες
τα εγγόνια της, τον κόσμο της
Γνώριζε με ακρίβεια τα παλιά
Έτσι θα μπορούσα να τη ρωτήσω για εκείνη τη νυχτιά
που έκλαιγα στο κατώφλι
και προσπαθούσα να κρυφτό από εκείνο το νυχτοπούλι
που ακολουθούσε το κλάμα μου
Ίσως εκείνη να γνώριζε τον λόγο
-Οι αλλαγές με τρομάζουν, είχες πει
και σκέφτηκα πόσες φορές να τρόμαξες με τον εαυτό σου
Με τη δύναμη που σήκωνε
σαν άπλωνες το χέρι
και το χέρι σου ζωγράφιζε
Την αλυσοδεμένη με άγκυρα
Την πνιγμένη στο βάζο
Τη γυναίκα δέντρο
Έτσι είναι οι ιστορίες μας
Βαδίζουν στους ανθρώπους που αγαπήσαμε
Πώς περνάμε από τον έναν στον άλλον;
Όπως η μια μνήμη μπερδεύεται σε άλλη μνήμη
και δεν μπορείς να τις ξεχωρίσεις
Πόσο αποπνικτικό θα ήταν
να ξεδιαλύναμε τη ζωή μας;
_
γράφει ο Θεόδωρος Πάλλας
0 Σχόλια