Περπατούσε στο δρόμο σκυφτός, καταβεβλημένος. Ήταν απόγευμα και πριν από λίγη ώρα είχε βγει από το εξαώροφο κτίριο που στεγάζονταν τα γραφεία της εταιρείας που δούλευε. Στο κεφάλι του συνωστίζονταν σκέψεις βαριές, ετερόκλητες, που όλες τους συνηγορούσαν σε μια ανομολόγητη ταπείνωση. Οι συνθήκες της ζωής του τον είχαν κουράσει ∙ η μακρόχρονη καθήλωση σ’ ένα χαμηλόβαθμο υπαλληλικό πόστο, η ανοχή που αναγκαζόταν να επιδεικνύει καθημερινά σε ανθρώπους με λιγότερες ικανότητες από κείνον, η διάψευση της κοινωνικής του φιλοδοξίας, η οικονομική στενότητα, η εργένικη γκαρσονιέρα με τα μονίμως άπλυτα πιάτα στο νεροχύτη, το ασκούπιστο πάτωμα, το άστρωτο κρεβάτι και τις κιτρινισμένες απ’ το τσιγάρο κουρτίνες. Μια λέξη στριφογυρνούσε στο μυαλό του: «παραίτηση». Ναι, να παραιτηθεί και να φύγει, αυτό τον πρόσταζε η τσαλακωμένη του υπερηφάνεια. Όχι απλά να σταματήσει αυτή την ψυχοφθόρα εργασία, αλλά να τα βροντήξει όλα και να εξαφανιστεί, να γίνει ένας άλλος. Και που να πήγαινε; Τι να έκανε; Τα οράματα για φυγή που άστραφταν στη συνείδησή του ήταν θολά, ανυπόστατα, καμία σύνδεση δεν είχαν με τον πραγματικό κόσμο.
Αυτά συλλογιζόταν ο Λάμπρος καθώς περιδιάβαινε τα σκιερά σοκάκια της πόλης. Ξάφνου το στομάχι του σφίχτηκε από την πείνα και αυτόματα σκόρπισε ο νοητικός του λήθαργος. Θυμήθηκε ότι στο σπίτι δεν υπήρχε τίποτα για φαγητό και ότι έτσι κι αλλιώς βαριόταν αφόρητα να μαγειρέψει. Προχώρησε δυο τρεις γωνίες και έφτασε σε μια μικρή δεντρόφυτη πλατεία. Λοξά και απέναντί του, διέκρινε την πινακίδα ενός εστιατορίου που ποτέ δεν είχε προσέξει. Τράβηξε κατά κει σαν υπνωτισμένος.
Κάθισε σ’ ένα τραπέζι κοντά στην είσοδο και περίμενε. Η διαρρύθμιση ήταν κοινότυπη και πρόδιδε το φτηνό γούστο του ιδιοκτήτη, ωστόσο η μυρωδιά που ερχόταν απ’ την κουζίνα γεννούσε στους πελάτες αρκετές προσδοκίες. Ο σερβιτόρος πλησίασε με το μπλοκάκι στο χέρι. Ήταν ένας λιπόσαρκος άνδρας με γκρίζους κροτάφους και σοβαρή έκφραση. Ο Λάμπρος τον κοίταξε επίμονα ∙ ένας χείμαρρος από εικόνες πλημμύρισε αστραπιαία το νου του.
-Κοσμά, εσύ είσαι; Είπε.
Ο άνδρας έκανε μια νευρική κίνηση με το λαιμό, σα να εκτέθηκε σε επικίνδυνη ακτινοβολία. Ύστερα κάτι που έμοιαζε με χαμόγελο, αλλοίωσε τα χείλη του.
-Λάμπρο…, ψέλλισε αμήχανα. Πόσα χρόνια…, συμπλήρωσε.
Κανά τέταρτο αργότερα, ο Λάμπρος κατάπινε τις μπουκιές του λαίμαργα, με την καρδιά του να χτυπάει από την αναστάτωση. Στα αυτιά του αντιλαλούσαν τα λόγια του Κοσμά. Μέχρι να ετοιμαστεί η παραγγελία του, ο παλιός του συμφοιτητής είχε καταφέρει να ξεκλέψει ένα πεντάλεπτο και να καθίσει μαζί του. Με ύφος ηττημένο και με μια υπόγεια ντροπή να χρωματίζει τα λόγια του, ο Κοσμάς είχε μιλήσει για τον εαυτό του με γενικότητες, εστιάζοντας στην τωρινή του ρουτίνα και προσπαθώντας να αποφεύγει τις αναφορές στο μεγάλο διάστημα που μεσολάβησε από την τελευταία τους συνάντηση. Όταν ο Λάμπρος τον ρώτησε αν παντρεύτηκε, εκείνος σκυθρώπιασε και είπε: «Ναι, αλλά δεν πήγε καλά, χώρισα πριν κάτι μήνες». «Και τώρα μένεις μόνος;», ξαναρώτησε ο Λάμπρος, «Όχι, επέστρεψα στο πατρικό μου, πού λεφτά για ενοίκιο…», αποκρίθηκε ο Κοσμάς κοκκινίζοντας ελαφρά. Ο Λάμπρος σώπασε, καταπνίγοντας ένα μοχθηρό χαμόγελο.
Τελείωσε το γεύμα του, πλήρωσε, χαιρέτησε και έφυγε. Ενώ κατευθυνόταν προς τη γειτονιά του, τον διακατείχε μια γλυκιά νωχέλεια. Η διάθεσή του είχε αλλάξει. Μέσα στην ψυχή του γλιστρούσε το αντιφέγγισμα μιας παράξενης ικανοποίησης. Ήταν σχεδόν χαρούμενος. Τα σχέδιά του για παραίτηση μπήκαν στον πάγο. Ξεκλείδωσε την πόρτα του μικρού διαμερίσματος, τρύπωσε στο εσωτερικό και χύθηκε ανάσκελα στο στρώμα με τις παλάμες πλεγμένες πίσω από το σβέρκο. Το ταβάνι με το γυμνό γλόμπο που κρεμόταν στο κέντρο χάθηκε από μπροστά του και στο οπτικό του πεδίο αναστήθηκε το πανεπιστήμιο, τα θορυβώδη αμφιθέατρα και η συντροφιά των νεαρών που ατένιζαν το μέλλον με θράσος και άκαμπτη βεβαιότητα.
Από τότε άρχισε να πηγαίνει κάθε μέρα μετά τη δουλειά στο συνοικιακό εστιατόριο. Πέρα από το πρακτικό κομμάτι που ήταν η επίλυση του προβλήματος του φαγητού, αυτή η συνήθεια του έδινε μια παράπλευρη ευχαρίστηση που δυσκολευόταν να εξηγήσει. Γερμένος στο γραφείο του, κάτω από την αυστηρή ματιά του προϊστάμενού του, εκτελούσε τα καθήκοντα που θεωρούσε ότι τον υποτιμούν, ανυπομονώντας να βρεθεί στις άβολες καρέκλες του μαγειρείου, να υψώσει το χέρι και να έρθει ο Κοσμάς να του πάρει παραγγελία. Αυτή η ασήμαντη ιεροτελεστία του φαινόταν σαν ένα είδος επιβράβευσης. Αρχικά σκέφτηκε ότι το πρόσωπο του Κοσμά εξέπεμπε μια οικειότητα που ερέθιζε τη νοσταλγία του για τα παλιά. Γρήγορα εγκατέλειψε αυτό το συμπέρασμα, αφού με τον Κοσμά στην πραγματικότητα δεν ήταν και τόσο φίλοι. Μάλλον η λέξη «γνωστοί», θα χαρακτήριζε καλύτερα τη σχέση τους. Συνεπώς η σύνδεση του συγκεκριμένου ατόμου με τις σπουδαστικές του αναμνήσεις ήταν αρκετά ισχνή για να του προκαλεί τέτοια συναισθήματα. Τότε ποιος ήταν ο λόγος που τον έλκυε αυτή η επιπόλαιη και στερημένη από οποιοδήποτε βάθος συναναστροφή;
Πολλές φορές ενόσω έτρωγε, παρατηρούσε τον Κοσμά να πηγαίνει πέρα δώθε πελαγωμένος και δεν μπορούσε να αποσπάσει το βλέμμα του από την κινούμενη ανδρική φιγούρα. Αντιλαμβανόταν πως η συμπάθεια που ένιωθε γι’ αυτόν τον άνθρωπο ήταν κάπως νοσηρή, γιατί επιδρούσε πάνω του ως τονωτικό της δικής του προσωπικότητας. Αφηνόταν όμως σ’ αυτήν την παράδοξη απόλαυση, μολονότι αραιά και που τον τριβέλιζε με πρόσκαιρες τύψεις. Χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει με το λογικό του, έφτασε στο σημείο να αποζητά αυτήν την απόλαυση ενστικτωδώς.
-Από κάποιον είχα μάθει ότι άνοιξες δικό σου γραφείο, τι έγινε μ’ αυτό; Τον ρώτησε μια μέρα με σχεδόν σαδιστική πρόθεση.
-Τι θες να γίνει, το έκλεισα. Ήμουν άτυχος βλέπεις… Έπειτα το μούτρο του Κοσμά μαράθηκε, ξεφύσησε και πρόσθεσε. Δε βαριέσαι…
Εκείνη τη στιγμή ο Λάμπρος αισθάνθηκε να τον διαπερνά ένα κύμα ανάτασης που σάρωνε κάθε ηθική του αξία.
Κύλησε ο χειμώνας και ήρθε η άνοιξη. Ο Λάμπρος πήρε δυο βδομάδες άδεια και πήγε στο χωριό του. Εκεί ξέχασε για λίγο την ανούσια και ευτελή ζωή της πόλης. Επέστρεψε ανανεωμένος και μπήκε πάλι στο πρόγραμμά του. Μετά το τέλος της πρώτης μέρας στη δουλειά, τράβηξε κατά το γνωστό εστιατόριο. Φτάνοντας, αντίκρισε στην ορθάνοιχτη είσοδο μερικούς μάστορες να μπαινοβγαίνουν μιλώντας δυνατά. Στο πλαϊνό τζάμι υπήρχε μια ταμπέλα που έγραφε: «Κλειστό λόγω ανακαίνισης. Σύντομα κοντά σας υπό νέα διεύθυνση». Απογοητευμένος, έκανε μεταβολή και έφυγε.
Περίπου μισό μήνα αργότερα, το κατάστημα λειτουργούσε ξανά. Ο Λάμπρος που ήταν περίεργος για το αν θα εξακολουθούσε να δουλεύει εκεί ο Κοσμάς, αποφάσισε να πάει. Έκατσε σ’ ένα τραπέζι και άρχισε να εξερευνά το χώρο με τα μάτια. Ο σερβιτόρος που του πήρε παραγγελία ήταν κάποιος που δεν τον ήξερε. Ξεκίνησε να τρώει ανόρεκτος. Ξάφνου από το θολωτό διάδρομο που οδηγούσε στην κουζίνα, ξεπρόβαλλε ο Κοσμάς. Φορούσε ένα γαλάζιο εφαρμοστό πουκάμισο και μιλούσε στο κινητό του. Ύστερα έχωσε το τηλέφωνο στην τσέπη του, έκανε κάτι νοήματα στην κοπέλα που βρισκόταν πίσω από το ταμείο και κοίταξε τριγύρω. Μόλις εντόπισε το Λάμπρο, προχώρησε προς το μέρος του με ζωηρό βλέμμα και ταχύ βήμα.
Οι δυο άνδρες τώρα κάθονταν ο ένας αντίκρυ στον άλλο.
-…ο γέρος που το είχε ήθελε να βγει στη σύνταξη και το πουλούσε κοψοχρονιά. Έβαλα μερικά χρήματα που είχα στην άκρη, με βοήθησαν κι οι δικοί μου και το αγόρασα, είπε ο Κοσμάς με αγέρωχη όψη. Σύντομα θα μετακομίσω κιόλας, αρκετά στριμωχτήκαμε στο δυάρι των γονιών μου, πρόσθεσε.
-Ωραία ρε φίλε, μπράβο, χαίρομαι, είπε ο Λάμπρος.
Ήθελε στ’ αλήθεια να χαρεί, να γευτεί μαζί με τον παλιό του συμφοιτητή τη διάνοιξη ενός ορίζοντα γεμάτου ελπίδες, κάτι βαθιά μέσα του όμως αντιστεκόταν σ’ αυτή του την θέληση. Η ευθύβολη και όλο αυτοπεποίθηση ματιά του Κοσμά, τον ενοχλούσε, τον λύγιζε. Έκανε μερικές ερωτήσεις σχετικά με την προετοιμασία του μαγαζιού, μόνο και μόνο για να πει κάτι, να κρυφτεί πίσω από ένα πλαστό ενδιαφέρον. Όση ώρα ο Κοσμάς περιέγραφε αγγαρείες, λογαριασμούς και γραφειοκρατικές διεκπεραιώσεις, εκείνος δεν άκουγε τίποτα, απλά κουνούσε το κεφάλι του συγκαταβατικά, εναρμονισμένος με τη δόνηση που του προξενούσε μύχια η ακύμαντη χροιά της φωνής του. Έπειτα από πολύ καιρό, έλαμψε στο μυαλό του και πάλι η λέξη: «παραίτηση». Βγαίνοντας από το εστιατόριο ένιωθε κενός, λες και κάποια αόρατη βδέλλα να είχε ρουφήξει όλη του την ενέργεια. Ήξερε με σιγουριά πως ποτέ ξανά δε θα πατούσε το πόδι του εκεί μέσα.
_
γράφει ο Βαγγέλης Κατσούπης
0 Σχόλια