Δύο τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Σουλτάνας και μία η ιδιότητά της. Πιο συγκεκριμένα, είχε μια θεία μελωδική φωνή και μια άλλη απόκοσμη μυστήρια φωνή που κανένα παγκόσμιο λεξικό δε μπορούσε να τη μεταφράσει. Ακόμη ειδικότερα να πω, ότι μιλούσε, με τα λεγόμενα για μας άψυχα αντικείμενα, σε σημείο εκείνη να καταλαβαίνει τη γλώσσα τους και αυτά τη δική της. Όσον αφορά δε την ιδιότητα που λέγαμε, ήταν κάτι σαν το δεξί χέρι της γιαγιάς μου στις δουλειές του σπιτιού, χέρι άξιο και σβέλτο. Και αφού κατά κάποιον περιληπτικό τρόπο έκανα τις συστάσεις, ας πιαστούμε τώρα και με την ιστορία μας…
Κάποια ημέρα, ο Μίμης, το πλέον άτακτο ζιζάνιο απ’ της γιαγιάς τα εγγόνια, κάθισε άτσαλα θες, το έκανε επίτηδες θες, για να δει τις αντιδράσεις των μεγάλων και ιδιαίτερα της Σουλτάνας και σπάζει το πόδι της κομψής καρέκλας του σαλονιού. Η Σουλτάνα δεν έβγαλε μιλιά και μήτε η γιαγιά μάλωσε το βλαστάρι της όπως ίσως αυτό να περίμενε, για να κλάψει στην αρχή και να το κανακέψει η γιαγιά μετά. Πάγια και γνωστή τακτική του. Απογοητευμένο που η σκανταλιά του μήτε τιμωρήθηκε μα ούτε και της δόθηκε ιδιαίτερη σημασία, πήγε μετανιωμένο να κλειστεί στο δωμάτιό του που βρισκόταν ακριβώς δίπλα από το σαλόνι. Ακούει ομιλίες από κει μέσα και στήνει περίεργο το αυτί του. Μεταφέρω αυτούσια το τι άκουσε, γιατί έχει σημασία:
«Μην κλαις αγάπη μου και μην πονάς. Το ξέρω ότι θα πρέπει να υποφέρεις μα θα γίνεις καλά, σου το υπόσχομαι, θα βοηθήσω προσωπικά γι’ αυτό. Μη και ο Τάσος ο αδερφός μου δεν έσπασε το πόδι του μ’ εκείνη τη γελοία μπάλα τη φτιαγμένη από κουρέλια πιεσμένα, που ήταν τόσο βαριά σαν να είχε μέσα στα σπλάχνα της βαρίδια και με το που την κλώτσησε πάει το πόδι του περίπατο στα Νοσοκομεία; Και να οι αλοιφές και να οι πατερίτσες. Μα δεν έγινε καλά; Έγινε. Δεν τελείωσαν τα τρεχάματά μας; Τελείωσαν. Περασμένα ξεχασμένα καλή μου καρεκλίτσα. Τι είπες; φταίει ο Μίμης που δεν σε πρόσεξε κατά πώς σού έπρεπε; Ε, παιδί είναι, μη το συνερίζεσαι το καψερό, δεν νομίζω να το έκανε επίτηδες. Πώς είπες; Α! όχι, όχι, μην ξανακούσω να μου λες τέτοια πράγματα. Τόσο αυτός όσο και όλοι μας στο σπίτι τούτο, υπολογίζουμε στο ακέραιο, τόσο τα έμψυχα όσο και τα άψυχα αντικείμενά μας. Απόδειξη ότι εγώ τώρα ενώ πνίγομαι στις δουλειές τις έχω παρατήσει για να κάθομαι και να σου μιλώ, να σου λέω λόγια γλυκά που ξέρω ότι σου αρέσουν. Μη βάζεις λοιπόν ιδέες με το μυαλό σου και μη γίνεσαι μνησίκακη. Αν θέλεις μπορώ να πάω τώρα δα στο δωμάτιό του να τον ρωτήσω αν θέλησε στ’ αλήθεια το κακό σου. Ωραία, σύμφωνοι, θα τον ρωτήσω, έχεις το λόγο μου. Άκουσέ με τώρα: Θα μείνεις ήσυχα ήσυχα εκεί στη γωνιά και μόλις τελειώσω με τη λάτρα του σπιτιού μας που προέχει, θα ξανάρθω να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε με το ποδαράκι σου. Αν ο μη γένοιτο δε διορθώνεται θα σε πάω αύριο πρωί πρωί στον καρεκλά, τον κυρ Μηνά με τ’ όνομα και θα σου το γιάνει, θα γίνει σαν τα πριν ολοκαίνουριο και καλύτερο ακόμη. Μόνο πρόσεξε. Μην επιτρέψεις σε κανέναν να αναπαυθεί επάνω σου πριν γίνεις καλά και πέσει και χτυπήσει, γιατί τότε κατακαημένη μου σε βλέπω να γίνεσαι καυσόξυλο στην ξυλόσομπα ή στο τζάκι, διάλεξε και πάρε τρόπο θανάτου σου μπρρρρ… Οι άνθρωποι δεν είναι σαν εσένα που δε βγάζεις ούτε κιχ, ούτε αρχίζεις τα αχ! και βαχ! έτσι και σου συμβεί κάτι. Αυτοί βογγολογούν και να οι αλοιφές και να τα γιατροσόφια και να οι απουσίες από το σχολείο. Ένα δράμα, τα ξέρεις δα, δεν τα ξέρεις; Στο ίδιο σπίτι μένεις ακούς και βλέπεις ό,τι κι εγώ. Για να σου πω όμως βρε παιδί μου, ένα πρόβλημα με τη μιλιά σου το έχουμε. Δε σε καταλαβαίνουνε όλοι όπως εγώ, μα σαν θέλεις μπορώ και να τους διδάξω. Ναι, ναι, καλά λες, για ποιον λόγο να το κάνω; Να, έλεγα μη και έδιναν μεγαλύτερο σεβασμό και προσοχή σε ό,τι σας αφορά. Φεύγω τώρα μα θα ξανάρθω σε λιγάκι. Έχω και κάτι άλλο στο μυαλό μου. Θα φέρω τα μαστορέματά μου. Περδίκι θα σε κάνω, όχι για να στέκεσαι στο ένα πόδι σαν αυτό, αλλά μια γερή καρεκλίτσα πολυτελείας όπως ήσουν μέχρι τα τώρα. Τα είπαμε, τα συμφωνήσαμε, όσο έκλαψες, έκλαψες, όσο στενοχωρήθηκες, στενοχωρήθηκες και αύριο είναι μια άλλη ημέρα όπου θα είμαστε όλοι γεροί και δυνατοί».
Ο Μίμης τα έχασε. Αν δεν άκουγε με τα ίδια του τα αυτιά να λέει η Σουλτάνα «καρεκλίτσα» και σ’ αυτήν να απευθύνεται θα νόμιζε ότι μιλούσε με άνθρωπο. Γιατί, ένα ήταν το σίγουρο. Στα ερωτήματά της έπαιρνε και απαντήσεις τέτοιες που μόνον ένα λογικό ον μπορούσε να δώσει. «Ώρα είναι» σκέφτηκε, «η Σουλτάνα να έχει ανακαλύψει κανέναν μυστικό κώδικα συνεννόησης με αντικείμενα! Πλάκα θα έχει. Θα πρόκειται για την ανακάλυψη των ανακαλύψεων ανά τους αιώνες. Θα γίνει διάσημη σε όλη την Υφήλιο».
Έστησε καρτέρι, περιμένοντας υπομονετικά να τελειώσει τις δουλειές της και να επιστρέψει, με πώς τα είπε να δεις, τα μαστορέματά της, για να γιατροπορέψει την καρέκλα. Μα η ώρα περνούσε και η Σουλτάνα άφαντη. Το ρίσκαρε λοιπόν και πήγε στο σαλόνι. Είδε την καρεκλίτσα στη γωνιά. Την παίρνει και τη βάζει γρήγορα γρήγορα πλάι στις όμοιές της αδερφές και γρήγορα ως εάν να είχε κάνει τη μεγαλύτερη σκανδαλιά σπεύδει να εξαφανιστεί. Ήταν καιρός. Πράγματι η Σουλτάνα κατέφθασε κρατώντας στα χέρια της κάτι τανάλιες και ένα σφυρί, μαζί με ένα κουτί που ο Μίμης το γνώριζε, ήταν του παππού του και είχε μέσα, όλων των μεγεθών τις πρόκες και τις βίδες. Από το σαλόνι δεν ακούγεται μιλιά. Στήνει και πάλι το αυτί του που λένε. Τίποτα. Δεν απογοητεύεται. Πηγαίνει πιο κοντά και μόλις που προλαβαίνει να κρυφτεί, γιατί βγαίνει η Σουλτάνα και ρίχνει ερευνητικές ματιές τριγύρω.
Καταφανώς εφησυχασμένη ξαναμπαίνει στη σάλα και αρχίζει την κουβέντα: «Σαν να το ’χασα το μυαλό μου φαίνεται. Δεν ήμουνα εγώ αυτή που σε έβαλε στη γωνιά προς αποφυγήν ατυχήματος; Πώς και βρέθηκες εδώ πάλι; Δυο τινά θα πρέπει να συνέβησαν. Είτε κάποιος που δεν ήξερε τον τραυματισμό σου βρήκε παράταιρη τη θέση σου στη γωνιά, είτε μετακόμισες μονάχη σου επειδή δεν άντεξες να είσαι στη γωνιά σαν τιμωρημένη. Τι από τα δύο συνέβη μου λες; Δε μιλάς ε; Γιατί;
Εγώ δεν πρέπει να ξέρω τι γίνεται σ’ αυτό μέσα το σπίτι; Σου το λέω και ξέρε το. Έτσι και δε μου πεις, με σπασμένο το πόδι θα σ’ αφήσω και είπαμε τι θα γενεί αν κάποιος πέσει και σκοτωθεί. Σε περιμένει η ξυλόσομπα ή το τζάκι. Διαλέγεις και παίρνεις. Μόνο μίλα μου για να ξεθυμώσω. Θα μετρήσω μέχρι το δέκα, αρχίζω: ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε».
«Ο Μίμης με μετέφερε και είναι κρίμα να με αφήσεις να πεθάνω» φώναξε ο πιτσιρικάς με αλλαγμένη τη φωνή του. «Μωρέ καλά το κατάλαβα εγώ. Τι να σου πω, φτηνά τη γλίτωσες, κατακαημένη μου. Για, έλα τώρα να δούμε σαν τι μπορούμε να κάνουμε».
Ο Μίμης τη συνέχεια την καταλάβαινε. Δεν είχε την ανάγκη και οπτικής επαφής. Μα η Σουλτάνα όσο και αν προσπάθησε και μόχθησε συνέχισε να βλέπει το ποδαράκι της καρέκλας να κουνιέται, λιγότερο βέβαια από πριν, μα να κουνιέται και η καρέκλα εξακολουθούσε να είναι επικίνδυνη ακόμα.
«Έλα καλή μου. Ο τραυματισμός σου μοιάζει σοβαρότερος απ’ ότι νόμιζα. Θα σε πάω στο γιατρό τον κυρ Μηνά τον καρεκλά που έχει τα κατάλληλα εργαλεία. Καθένας με τη δουλειά του. Αυτό είναι το σωστό. Πηγαίνω να βολέψω τα μαραφέτια και επιστρέφω αστραπή. Και αν ξανάρθει ο Μίμης, εγώ λέω να του μιλήσεις και να του πεις ότι πονάς και υποφέρεις και αυτός θα σε καταλάβει, γιατί να ξέρεις είναι καλό παιδί στην τελική. Επιπλέον θα είναι και μετανιωμένος για ό, τι σου έκανε, παίρνω όρκο γι’ αυτό. Εντάξει καλή μου καρεκλίτσα;» «Εντάξει και παραεντάξει» απάντησε ο Μίμης, πάντα με αλλοιωμένη τη φωνή του. Και η Σουλτάνα αποχώρησε, κλείνοντας μαζί με την πόρτα και το μάτι της στον αόρατο ωτακουστή.
Έκτοτε ζημιά εκούσια στο σπιτικό δεν ξανασυνέβη, σε σημείο να λέει η Σουλτάνα ότι το σπάσιμο του καρεκλοπόδαρου ήταν ένα καλό μάθημα για όλους και για τον καθένα χωριστά και για χωριστούς λόγους. Τη δήλωσή της αυτή την κατέγραψε ο Μίμης στο κασετόφωνό του σε μια της «συνομιλία» πάλι, με ένα πάλλευκο σουβέρ! «Έτσι που λες πανέμορφό μου εσύ. Μα τι φιλτιρέ και τι αζούρ σου έχει κάνει η κυρά. Και ποιος σου έκανε αυτό το λεκεδάκι στην όμορφη ασπράδα σου; Από καφέ είναι μάλλον. Μη σε νοιάζει όμως, εγώ είμαι εδώ για σένα, ένα καλό πλύσιμο θες και θα γίνεις κουκλί. Έλα να πούμε τώρα ένα τραγουδάκι να πάνε τα φαρμάκια κάτω». Και άρχισε να τραγουδά έναν αμανέ της πατρίδας της με τη θεία φωνή της.
Ο Μίμης την άκουγε μαγεμένος σιγοψιθυρίζοντας και αυτός το τραγούδι που το ήξερε πια, τόσες πολλές φορές που το είχε ακούσει. Και όταν εκείνη σταμάτησε να τραγουδά με μια φωνή που μόνον μ’ αυτήν του αηδονιού μπορούσε να συγκριθεί, άρχισε πάλι την κουβέντα. «Έτσι που λες καλό μου σουβεράκι. Μετά τον τραυματισμό της αγαπημένης μου καρεκλίτσας, άλλος παρόμοιος σκόπιμος τραυματισμός δε συνέβη στο σπιτικό μας. Κανένα αντικείμενο δεν ξανά είχε παράπονο με τον σκανδαλιάρη Μίμη. Και κανένα απ’ αυτά δεν άλλαξε θέση από σκανταλιά ει μη μόνο από κανέναν σεισμό, Θεέ μου φύλαγε. Και δεν θα πιστέψεις αυτό που θα σου πω αλλά νομίζω ότι και ο Μιμάκος μου άρχισε να καταλαβαίνει τη γλώσσα σας και να σας σέβεται. Μεγάλο πράμα ο σεβασμός στο έργο του άλλου. Για σένα, για παράδειγμα, πόσο πόνεσαν τα ματάκια της κυράς να σε κεντήσουν και να σε κάνουν αληθινό έργο τέχνης; Ναι μεν προσέχεις εσύ να λειτουργείς σωστά για το σκοπό που σε έφτιαξαν, αλλά και αυτοί προσέχουν εσένα. Έτσι είναι αυτά καλό μου, αμοιβαίος σεβασμός. Αυτό ως και ο Μίμης το έχει εμπεδώσει. Δεν είναι έτσι αγόρι μου;».
_
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Λένα μπράβο!!! Πολύ μου άρεσε η ιστορία σου!!! 🙂
Kι’ εμένα μού άρεσε που σού άρεσε Ελένη Ευχαριστώ…
ΥΠΕΡΟΧΟ κυρία Μαυρουδή Μούλιου!!!
ΕΥΧΑΡΙΣΤΏ αγαπητή Τhemas (την εγγονή μου την λένε Μαria Christina Thomaz !)μοιάζουν τα ονόματά σας.)
Λένα κι εμένα μου αρέσει η ιστορία σου. Χορταστική κι απολαυστική! Η Σουλτάνα κάποια μου θύμισε από τα παιδικά μου χρόνια.
Και όπως πάντα σ’ ευχαριστώ καλό μου Σουλελάκι,
Από τις ιστορίες που σε μαγεύουν, σε ταξιδεύουν και συνάμα σε διδάσκουν!!!!!
Μπράβο, Λενάκι μου, και χίλια μπράβο μ’ ένα μεγάλο “ευχαριστώ”!!!!!!!!!!
Αθηνά ΜΟΥ σ’ ευχαριστώ
Μπράβο σου Λένα!!!Μου άρεσε πάρα πολύ!!Την καλημέρα μου!!
Ανταποδίδω τη καλημέρα Αννα και σ’ ευχαριστώ για το θετικό σου σχόλιο
Μεγαλο πραγμα ο σεβασμος στο εργο του αλλου…σπουδαιο το μηνυμα Λενα..!!
Θαυμασια η γραφη σου Λενα!!!
βρε καλως την Λεοντη, Ευχαριστώ για το σχολιο
Όμορφα μαγειρεμένη η ιστορία σου, Λένα μου. Περιέχει όλα τα υλικά στις σωστές αναλογίες.
Ευχαριστώ Βασούλα μου Πάντα με τον καλό σου το λόγο. ΝΑ ΕΊΣΑΙ ΚΑΛΑ.