Βλέπω τον άνθρωπο να παραφυλάει στη γωνία, κρυμμένο μέσα σε μαύρο παλτό με σκούφο και δερμάτινο τρύπιο χαρτοφύλακα παραμάσχαλα.
Με χέρια που έτρεμαν ξετρύπωσα τα κλειδιά μέσα από την τσάντα προσπαθώντας να ξεκλειδώσω την εξώπορτα που οδηγεί στον τρίτο όροφο, με αδέξιες κινήσεις.
Δεν τον κοίταζα. Με μια γρήγορη κίνηση τρύπωσα μέσα. Στη σκέψη ότι θα αντιληφθώ το μαχαίρι που εξέχει και σκίζει τον χαρτφύλακα, στέκομαι στο πλατύσκαλο, βαστώντας την αναπνοή μου και παγώνοντας το κορμί μου, προλαβάινοντας να ακούσω μια στριγγιά κραυγή και ένα απεγνωσμένο ουρλιαχτό που καλούσε σε βοήθεια.
Ανέβηκα τρέχοντας την εσωτερική σκάλα, βγήκα στην ταράτσα, έβγαλα τα παπούτσια μου και πέταξα την τσάντα σε ένα βαρέλι που υπήρχε εκεί. Μετά κατέβηκα τη σκάλα υπηρεσίας που οδηγεί στον κάτω κήπο με τα τριαντάφυλλα.
Παραφυλάω. Το νιαούρισμα μιας γάτας διακόπτει τους ήχους που ακούω. Σιγή. Ακούω τον θόρυβο που κάνουν τα αμάξια από την κεντρική οδική αρτηρία, προς τον βόρειο προσανατολισμό του κήπου. Μια μπάλα περνάει τον μαντρότοιχο και προσγειώνεται, καρφώνεται στα αγκάθια, σίγουρα από παιδιά παίζουν στην αυλή του δημοτικού σχολείου, ώσπου ακούγεται ένα απότομο φρενάρισμα από κάποιο αυτοκίνητο και ήχοι τραγουδιού, μαζί με το χέρι που κρέμεται από το παράθυρο.
Αλαφιασμένη, ανέβηκα τη σκάλα υπηρεσίας, πηδώ στην ταράτσα, λοξοκοιτάζω προς τη γωνία. Τα μάτια του νομίζω δεν με κοίταζαν πια.
Παραμένω σκαρφαλωμένη σαν γάτα στο υπερυψωμένο πεζούλι που εφάπτεται της σκάλας, είμαι έτοιμη να πηδήξω στον ακάλυπτο. Η λευκή γάτα φωσφορίζει από την άλλη γωνία, την κάρφωσα με το βλέμμα μου.
Ήμουν έτοιμη. Πιάνομαι από τα σίδερα που υπήρχαν για το άπλωμα των ρούχων. Αιωρούμαι για λίγες στιγμές. Η γάτα μου δείχνει τα δόντια της που χάσκουν απειλητικά μέσα σε ένα ορθάνοιχο στόμα έτοιμα να καταβροχθίσουν τον έχθρο.
Αφήνομαι. Λίγα δευτερόλεπτα μετά ακούγεται η σειρήνα του ασθενοφόρου να στρίβει μέσα στην κεντρική λεωφόρο. Ο σκύλος μου γαβγίζει απειλητικά προς το μέρος της γάτας. Καβαλάω το κάγκελο.
-Θα πάρω την ομπρέλα μου, αποφάσισε η Μίνα, και πετάχτηκε από τα ζεστά σκεπάσματα. Θα μπω στο ταξί που θα με πάει στα μνήματα.
Θα βάλω λαμπάδα και θα καθαρίσω το μαρμάρινο ανθοδοχείο δίπλα στο μνήμα της πεθεράς μου που θα χει γεμίσει με δάκρυα από τον διπλανό τάφο.
Στη διαδρομή προς την οδό Αναπαύσεως, περιδιαβαίνει τα κυπαρίσσια. Είναι ψηλά, ευθυτενή και κοιτάζουν προς τον ουρανό. Περιδιαβαίνει τους λαβύρινθους. Στέκεται έκθαμβη μπροστά σε έναν πανύψηλο μεγάλο τάφο. Διαιασθάνεται το γέλιο των πεθαμένων. Είναι Μεγάλη Παρασκευή και τοποθετεί λίγα λουλούδια στη μνήμη της.
Ένα σπουργιτάκι κάθεται πάνω στο μνήμα, σαν κάποιος να τής τείνει το χέρι · είναι η κυρία από το γειτονικό μνήμα..
-Καλή Ανάσταση…, της είπε με δειλία.
-Επίσης, να ‘στε καλά…. δεν αλλάζει τίποτε…», της απάντησε η κυρία με απαλή φωνή. (Τελικά δεν χρειαζόταν η δειλία, άνθρωποι είμαστε).
«Δεν παρηγορήθηκε ακόμη…», σκέφτηκε η Μίνα και δάκρυσε.
Μεγάλη Παρασκευή και το καντήλι είναι αναμμένο, το μνήμα, δεν είναι παρατημένο. Ξεχορτάριασε γύρω γύρω, τοποθέτησε κόκκινα τριαντάφυλλα στο μαρμάρινο ανθοδοχείο, χάιδεψε τη μαρμάρινη πλάκα του γειτονικού μνήματος.
Δρόμος του γυρισμού το βραδάκι και πέφτει στα μαλακά σκεπάσματα.
Αυτή τη φορά ο τρίτος όροφος γίνεται δεύτερος, ο δεύτερος πρώτος και έτσι πέφτει στον καταπράσινο εσωτερικό ακάλυπτο κήπο χωρίς να σπάσει ούτε καν τα πόδια της.
Μπαίνει μέσα στην κουζίνα, παραμερίζει λίγο τη δαντελένια κουρτίνα, κοιτάει μέσα από το παράθυρο προς τα πάνω, στην ταράτσα…
Εκείνος δεν υπάρχει, η Μίνα βεβαιώθηκε ότι είναι ασφαλής και στάθηκε στο ξύλινο κάσωμα της πόρτας ευχαριστημένη απόλυτα. Το χάραμα τη βρήκε να γράφει ασταμάτητα.
Το επόμενο πρωί, στην καθιερωμένη πια έξοδό της, ξεπρόβαλλαν τεράστια δέντρα και γιγάντια πουλιά. Ο ουρανός συννεφιασμένος. Συνάντησε την Κυρία στην καθιερωμένη τους πια διασταύρωση τον οδών. Η καμπάνα της εκκλησίας της οδού Πατησίων σημαίνει τον όρθρο της μεγάλης εορτής.
Άρχισε να βρέχει, τα πουλιά κρύφτηκαν στις φωλιές τους, όλη την πλατεία του ναού σκέπαζε μία γιγάντια νεφέλη, ο ουρανός κατέβηκε, το σύννεφο τους τύλιξε, άνοιξαν ομπρέλες, φυσούσε πολύ.
Ο αέρας πήρε τις ομπρέλες, τυλίχτηκαν με τα κασκόλ τους και πήραν το δρόμο του γυρισμού. Οι κουβέντες που ειπώθηκαν έμειναν χαραγμένες στο παγκάκι και η βροχή τις ξέπλενε. (Κι έτσι, ίσως δεν θα μάθουμε ποτέ αν όντως παρηγορήθηκε η Κυρία μέχρι σήμερα)…
Ένας κύριος πουλούσε ομπρέλες στο δρόμο, («ο καημένος…, σκέφτηκαν, πότε θα ξεπουλήσει άραγε…;»).
Η βροχή δυνάμωνε, κόντευαν στα σπίτια τους που αναγκαστικά ήταν αντικρυστά το ένα με το άλλο. Είπαν καλό απόγευμα, ξεκλείδωσαν τις πόρτες και μπήκαν μέσα στα ζεστά σπίτια τους.
Μέσα από τη θαλπωρή του ζεστού σπιτιού της, (πάντα άφηνε το ραδιόφωνο ανοιχτό μέχρι να κοιμηθεί), η Μίνα σαν να ακούει τις ψαλμωδίες από τα μεγάφωνα της εκκλησίας στην οδό Πατησίων. Η αμφιβολία της γίνεται βεβαιότητα. Με αργές κινήσεις απομακρύνει τα ζεστά σκεπάσματα.
Είχε σωθεί.
_
γράφει η Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου
0 Σχόλια