‘Καλοκαίρι κι’ αυτό…’ μονολόγησε και άναψε όλα τα κεράκια που είχε πάνω στο τραπέζι… αρωματικά, διακοσμητικά, της σιτρονέλας
Κάθε απόγευμα η Μάρσια ετοίμαζε το τραπέζι στην βεράντα λες και περίμενε κόσμο.
Στην αρχή θα ξεκινούσε με τα λουλούδια της. Λίγο νεράκι με το ποτιστήρι να δροσίσει σαν βροχούλα το βασιλικό της. Μετά τους πολύχρωμους κατιφέδες της, τα μαραμένα από την ζέστη φύλλα των χειμωνιάτικων κυκλάμινων… σε όλα τα γλαστράκια από λίγες σταγόνες να ξεδιψάσουν όπως έλεγε και τους μιλούσε λες και την άκουγαν.
Μετά θα τίναζε και θα ίσιωνε τις μαξιλάρες από τις ξύλινες καρέκλες. Επόμενη κίνηση να πάει στο πικ-απ να βάλει λίγη μουσική χαμηλά να ακούγεται μέσα από το σπίτι. Τρέλα με τα βινύλια η Μάρσια… απολάμβανε περισσότερο την ποιότητα της μουσικής με την βελόνα που κατέβαινε ιεροτελεστικά να χαιδέψει απαλά τις αυλακιές της πλάκας, όπως συνήθιζε να λέει…
Σειρά είχε το κόψιμο μιας δροσερής φέτας καρπούζι.
Τρελαινόταν για καρπούζι… “μία από τις τελειότερες απολαύσεις του Καλοκαιριού” έλεγε με στόμφο. Κάθε απόγευμα τις ίδιες και τις ίδιες κινήσεις, δεν ξέφευγε η σειρά τους με τίποτα, την τηρούσε μ’ αυστηρότητα, θαρρείς, πρωτοκόλλου! “Κατάλοιπα της 40χρονης καριέρας μου στο Δημόσιο”, αυτοσαρκάζονταν στον παιδικό της φίλο Φίλιππο. Ήταν ο πλέον πιστός φίλος που της είχε σταθεί δίπλα όλα τα χρόνια τα ελεύθερα από οικογενειακές υποχρεώσεις ζωής της.
Η Μάρσια γεννήθηκε γυναίκα καριέρας χωρίς ποτέ να αισθανθεί την ανάγκη της μόνιμης αντρικής συντροφιάς και της μητρότητας. “Δεν είμαι εγώ για τέτοια Φίλιππε”, του έλεγε από τα νεανικά τους χρόνια… “άλλες γεννιούνται για να γίνουν συντρόφισσες και μητέρες και άλλες όχι!”
“Ευτυχώς εγώ έχω το γνώθι σ’ αυτόν και δεν θα επιχειρήσω να ανατρέψω την προσωπικότητά μου και τις ικανότητες μου”. Και ο Φίλιππος που πάντα την καταλάβαινε, συναινούσε με το συμπέρασμά της, λιώνοντας όμως από τον κρυφό καημό να της εκμυστηρευτεί τοn πόθο του για κείνη. Έμεινε ένας σιωπηλός και ανάξιος εραστής δίπλα της να την συντροφεύει με τον δικό του τρόπο και την δική του μοναξιά.
Μία φορά μόνο κατάφερε να της δείξει την ερωτική του επιθυμία, σε μία από τις εξόδους τους, με την βοήθεια δύο παραπάνω ποτηριών κρασιού που οι μαγικές ιδιότητες του κατάφεραν να χαλαρώσουν τις όποιες αναστολές και να ξυπνήσουν τις ερωτογενείς βιολογικές τους ζώνες.
Αυτό κράτησε μόνο ένα βράδυ… μόνο εκείνο το βράδυ και δεν συνεχίστηκε ποτέ ξανά, λες και δεν είχε συμβεί ποτέ, λες και ήταν ένα όνειρο που το πρωί σχεδόν ξεχάστηκε…α κόμα και από τον ίδιο τον Φίλιππο που έτρεμε στην ιδέα της απόρριψης της.
“Παράξενο Καλοκαίρι…” μονολόγησε δυνατά για να το ακούσει ποιος;… Μάλλον τα δικά της αυτιά.
Πριν τελειώσει καλά καλά την φράση, πήρε το κινητό της και σχημάτισε τον αριθμό του Φίλιππου. Δυο μέρες τώρα δεν με πήρε σκέφτηκε… λες να αρρώστησε?
Ο συνδρομητής που καλέσατε δεν είναι διαθέσιμος, παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα… ακούστηκε ψυχρά η φωνή του αυτόματου.
Πάλι θα το έχει αφήσει κάπου και δεν θα το ακούει … σκέφτηκε, τελευταία είχε παρατηρήσει μεγάλη απώλεια στην ακοή του φίλου της. Εμ… βλέπεις τα χρόνια περνούν και είχαν φτάσει πλέον και οι δύο σε ηλικίες που οι “απώλειες” σημειώνονται με ρυθμό γεωμετρικής προόδου!
…Και τώρα πώς βγάζουν την βραδιά;… “.αναρωτήθηκε και χώθηκε βαθειά μέσα στην αναπαυτικότητα της μαξιλάρας της, τεντώνοντας νωχελικά το κορμί της.
Μηχανικά πήρε έναν παλιό ξεχασμένο ξύλινο άβακα, που ανακάλυψε πριν λίγες μέρες στο πατάρι του πατρικού της, σε μια από κείνες τις “εκ θεμελίων εκκαθαρίσεις” που είχε επιδοθεί τον τελευταίο καιρό, στο κλειστό από χρόνια πατρικό σπίτι.
Ένας χοντρός από καλοδουλεμένο ξύλο βαρύς άβακας με χοντρές κόκκινες κίτρινες πράσινες και μπλε μπίλιες.
Το βαρύτονο τακ που ακουγόταν σέρνοντας τις μπίλιες χόρταινε το αυτί και εύφραινε την αφή του δακτύλου της που το μετακινούσε…
Θαρρείς όμως πως ικανοποιούσε και μία άλλη αδιαφανή… έκτη αίσθηση, που την μετέφερε πίσω και μπρος στον χρόνο.
Ναι… αυτό ήταν! Χτυπώντας και μετακινώντας μία μία μπίλια είχε την αίσθηση ότι πετούσε για λίγο και μεταφερόταν σε στιγμές του παρελθόντος ή και του μέλλοντος που δεν ήξερε αν θα είναι δικές της! Όλα αυτά τα παιχνίδια της φαντασίας με το μέτρημα ενός άβακα. Μα κάθε φορά που επιχειρούσε να παίξει με τις μπίλιες κάτι αναπάντεχο συνέβαινε και σταματούσε να το περιεργάζεται.
Τα βλέφαρα σιγόκλεισαν με το τρέμουλο των κεριών και την συνοδεία των μελωδιών που ακούγονταν μέσα από το σπίτι.
Τα μακριά της δάχτυλα χάιδεψαν τις χοντρές μπίλιες και το τακ ακούστηκε συντονισμένο με τις μελωδίες του σκόρπιζε το βινύλιο. Ένιωσε τόσο ανάλαφρη και δροσερή λες και αυτόματα είχε αδειάσει όλη η πλήξη και η ανία, συχνή επισκέπτης της διάθεσής της τον τελευταίο καιρό μετά την συνταξιοδότησή της! Εκείνη ήταν και η βασική αιτία που κορμί και πρόσωπο βάραιναν ανάλογα, παρ’ όλο που ο χρόνος είχε σταθεί καλός σύμμαχός τους.
Έτσι απαλά, γαλήνια, μόνο με το κλείσιμο των βλεφάρων, με το τακ του άβακα αισθάνθηκε πως πέταξε μία στον χρόνο και βρέθηκε σ’ ένα γνώριμο, από παλιά περιβάλλον. Εκεί που κάποτε ασκούσε όλη την ενέργεια του είναι της! Στον χώρο της δουλειάς της. Είδε πρόσωπα συναδέλφων, φίλων και ανταγωνιστών της, είδε το γραφείο των επιτελικών της προσπαθειών, είδε τις επιτυχίες και αποτυχίες, είδε έρωτες και σχέσεις εφήμερες και επιπόλαιες, και κει στην άκρη διέκρινε την φιγούρα του Φίλιππου να την κοιτά με θαυμασμό και προστατευτική έκφραση.
Η ματιά σταμάτησε σ’ εκείνη την έκφραση του Φίλιππου και η καρδιά της ρίγησε όπως κείνη την βραδιά, που είχε επίμονα διώξει από τους θαλάμους της μνήμης… εκείνη τη μοναδική βραδιά που δέχτηκε χωρίς την παραμικρή αντίσταση το αντρικό του χάδι.
Τι έκανα; συλλογίστηκε, τι έκανα η τυφλή; επανέλαβε, αυτή την φορά με μεγάλη δόση αγωνίας.
Άρπαξε έντρομη το κινητό και σχημάτισε για δεύτερη φορά τον αριθμό του. Η ίδια φωνή του τηλεφωνητή της απάντησε μετά από 5-6 παρατεταμένες κλήσεις.
Μα πού βρίσκεται πια και δεν το ακούει; σκέφτηκε ανυπόμονα και χωρίς δεύτερη σκέψη ντύθηκε πρόχειρα, πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου της και έτρεξε στο γκαράζ για να πάει στο σπίτι του.
Απόσταση μισής ώρας την διένυσε σε δέκα λεπτά. Χτύπησε τόσο επίμονα το κουδούνι της εξώπορτας που λίγο ακόμα και θα το διέλυε. Της φάνηκε πως πέρασαν αιώνες, και ξανά σήκωσε το χέρι σε σχήμα γροθιάς να χτυπήσει το άτιμο το κουδούνι που δεν έλεγε να ειδοποιήσει τον ιδιοκτήτη του σπιτιού, όταν άνοιξε η πόρτα και φάνηκε ο Φίλιππος με έντονα τα σημάδια του απότομου ξυπνήματος…”. Τι έγινε Μαρουσώ, τι ώρα είναι… με πήρε ο ύπνος, μου χτυπάς ώρα;”
Ακούστηκε η φωνή της με ανακούφιση…: Ευτυχώς Φίλιππε είσαι καλά… γιατί για μια στιγμή νόμισα πως….
-Νόμισες τι; είπε και έξυσε τα ανακατεμένα του μαλλιά…
-Νόμισα πως… πως εμένα πήρε χρόνια ο ύπνος Φίλιππε και δεν μπορούσα να ξυπνήσω! αποκρίθηκε και έκλεισε με αποφασιστικότητα την πόρτα πίσω της.-
…Μία μπίλια τρεμόπαιξε ανάμεσα στα δύο δάχτυλα. Μία μπροστά με τον δείκτη, επιστροφή με τον παράμεσο…
…Χτύπησε τόσο επίμονα το κουδούνι της εξώπορτας που λίγο ακόμα και θα το διέλυε. Της φάνηκε πως πέρασαν αιώνες και ξανά σήκωσε το χέρι σε σχήμα γροθιάς να χτυπήσει το άτιμο κουδούνι που δεν έλεγε να ειδοποιήσει τον ιδιοκτήτη του σπιτιού, όταν η πόρτα άνοιξε και φάνηκε ένας μισόγυμνος νεαρός να την κοιτά με ένα θρασύτατο χαμόγελο που ταίριαζε περισσότερο σε γυναίκα ερωμένη παρά σε άντρα…
Φαίνεται πως η συνειδητοποίηση ή έρχεται ή όχι…
Πολύ χαίρομαι να συναντώ παλιούς φίλους μέσα από τα κείμενα τους και αυτό χάρη στο βιβλίο.net και φυσικά στον Κώστα Θερμογιάννη!
Πανέμορφη Κόρη, το κείμενο σου, μίλησε στη καρδιά μου! 🙂
Η συνειδητοποίηση δηλαδή η αποδοχή της αλήθειας τις περισσότερες φορές, είναι επώδυνη! Πολλοί ισχυρίζονται πως στις μέρες μας ευτυχισμένος είναι όποιος δεν έχει συνείδηση… Για μένα κάτι τέτοιο φαντάζει εξαιρετικά λυπηρό! Η εκλογίκευση, το να βάζεις σε μία σειρά ορισμένα πράγματα, θεωρώ πάντα ότι είναι ένα δυνατό αμυντικό όπλο στην φαρέτρα του ανθρώπου στον αγώνα της Ζωής!
Αμοιβαία χαρά γεννήθηκε και σε μένα γλυκειά μου μάγισσα, που σε βρήκα πρώτη, να με περιμένεις εδώ μέσα, με την ζεστή σου αγκαλιά! Φιλάκια! <3
“Χτύπησε τόσο επίμονα το κουδούνι της εξώπορτας που λίγο ακόμα και θα το διέλυε.” Και το διέλυσε πράγματι… όχι το κουδούνι, αυτό θα ήταν απλό κι ανώδυνο. Τα άψυχα διορθώνονται ή πετιούνται άκοπα… Με την ψυχή όμως τι κάνεις; Με τ’ όνειρο που έφτασε για μια χάντρα του άβακα πιο αργά;
Μ’ αρέσουν οι ανατροπές – όταν , αντί για ζάχαρη, γεύεσαι έναν κόκκο πίκρα…Κι η ανατροπή της ιστορίας του άβακα ανήκει σ’ αυτές…
Συγχαρητήρια, φίλη μου Καρυάτις!
Ανατροπή! Μια λέξη που στις μέρες μας βρίσκεται στην επικαιρότητα! Λες, η ιστορία να επηρεάστηκε απ’αυτήν ή να ήταν ακόμα ένα προκλητικό παιχνίδισμα του μυαλού? Δεν είμαι σίγουρη για την απάντηση…σίγουρη όμως μπορώ να είμαι για το εύστοχο σχόλιό σου ! Εξέφρασε με τον πλέον λυρικό τρόπο την περίληψη της ιστορίας, δηλαδή την αίσθηση της αλλαγής των συναισθημάτων μας ευάλωτα στα απρόσμενα γεγονότα! Σ’ευχαριστώ πολύ Βάσω!
Είναι γοητευτική η γραφή της Ακροπολίδου. Με μια εξαιρετική από περιγραφικής και συναισθηματικής άποψης διήγηση καταλήγει σε ένα απρόσμενο, απροσδόκητο τέλος με απόλυτη επιτυχία και ρεαλισμό. ¨ Απόλαυσα τις μπίλιες του λογοτεχνικού άβακα της Καρυάτιδας φίλης μας και θέλω για μια ακόμη φορά να εξάρω αυτό που γίνεται και γεννιέται σε τούτο τον χώρο που δημιούργησε ο Κώστας Θερμογιάννης και οι συνεργάτες του.
Κάρυ να είσαι καλά και ΘΕΛΩ να σε βλέπω τακτικά και σε αυτόν τον ρόλο της συγγραφέως.
Καλό απόγευμα.
Για την προσπάθεια του Κωστή δεν έχω λόγια! Λατρεύω τις ιδέες του, που προέρχονται από το εμφανέστατο καλλιτεχνικό και δημιουργικό ταλέντο που τον χαρακτηρίζει! Κλέβω όσα μπορώ από την πηγαία αισιοδοξία του, παρακινούμαι και παίρνω κουράγιο και δύναμη!
Ευχαριστώ όμως και σένα καλέ μου φίλε για τα καλά σου λόγια περί της δεινότητας μου στο γραπτό λόγο. Είσαι πράγματι ενθαρρυντικός αλλά συγγραφέας σε καμμία περίπτωση δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι επιδιώκω να γίνω… απλά το λογοτεχνικό πάρτυ που διοργανώνει ο φίλος μας εδώ μέσα με ξεσήκωσε… και χόρεψα κι’εγώ ένα χορό με την τέχνη της φαντασίας και του λόγου! 🙂
Χριστόφορε σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια, αλλά να ξέρεις πως τη σημαντικότερη δουλειά την κάνουν οι συνεργάτες μου που δεν είναι άλλοι από όλους όσους συμμετέχουν στο βιβλίο.net με τις όμορφες δημιουργίες τους 🙂
Καρυάτιδα, η ιστορία σου είναι από εκείνες που ξεχωρίζουν, το βιβλίο.net διψάει για τέτοιες ιστορίες οπότε δεσμεύεσαι να το… ξεδιψάσεις και στο μέλλον!
Φεύγω τώρα, πάω να καταγγείλω στις αρχές την κλοπή που ομολόγησες πιο πάνω 😉
Η Καρυάτιδα είναι η πιο γλυκιά και συγχρόνως παθιασμένη μου δασκάλα!
Το ζεστό χαμόγελο της σαν πεισμώνει της προσδίδει περισσότερη χάρη!
Την συνάντησα ένα βράδυ με πανσέληνο κάτω από το ΦΩΣ της Ακρόπολης κυριολεκτικά!
Πράγματι εκείνη η πρώτη μας συνάντηση Αντιγόνη, είχε λίγο από παναθήναια χαρά! Ας είναι καλά η κόρη από την Κύπρο που είχε την έμπνευση να δώσουμε ραντεβού κάτω από τον λόφο!
Κάρυ μας μοναδική μας έλειψες!
Εξαιρετικό!Ένα ξάφνιασμα το τέλος!
ή μήπως ήταν η αρχή;…
Την αρχή ή το τέλος Έλενα σας το αφήνω για δική σας επιλογή. 🙂 Nα μου το πάτε εσείς στο πάρα πέρα…
Χαίρομαι που σου άρεσε…φιλιά!: