Η Αναστασία κάθισε σιωπηλή στην αγαπημένη της πολυθρόνα μπροστά από το τζάκι. Είχε φροντίσει να είναι όλα έτοιμα ως τις εννιά, προτού έρθει εκείνος. Το τραπέζι στρωμένο, ο χώρος λιτά διακοσμημένος αλλά με στυλ, ο φωτισμός χαμηλός και η ίδια λαμπερή μέσα στο υπέροχο φόρεμά της. Όλα ήταν έτοιμα, έλειπε μόνο εκείνος.
«Όπου να ’ναι θα έρθει», ψιθύρισε, σχεδόν από μέσα της.
Οι δείκτες του ρολογιού έμοιαζαν ακούραστοι, καθώς δεν σταματούσαν τον κυκλικό τους χορό. Μαζί με τους δείκτες χόρευε και η σκέψη της…
«Μα γιατί αργεί τόσο πολύ;» αναρωτήθηκε, αλλά γρήγορα απομάκρυνε κάθε της λογισμό, θεωρώντας υπερβολή να σκέφτεται τόσο πολύ, τη στιγμή που γύρω της ήταν όλα τόσο όμορφα και γαλήνια. Έβαλε ένα ποτήρι παγωμένο, κόκκινο κρασί, ήπιε δυο γενναιόδωρες γουλιές και έγειρε απαλά το κεφάλι της στην πολυθρόνα. Σε λίγα λεπτά αποκοιμήθηκε.
Μέσα στον ύπνο της, βρέθηκε σε έναν παραμυθένιο κόσμο, έναν κόσμο που καιρό περίμενε να συναντήσει. Ονειρεύτηκε εκείνη και τον Πάρη, τον άνθρωπο που λάτρευε όσο τίποτα άλλο στη ζωή της, πάνω σε ένα λευκό άλογο. Εκείνος την είχε αγκαλιάσει, προσπαθώντας να την προστατέψει από μία ανεπιθύμητη πτώση κι εκείνη γελούσε. Ήταν σίγουρη πως δε βρίσκονταν στην Ελλάδα, σίγουρη πως ήταν μακριά, σε κάποια άλλη χώρα, δεν ήξερε όμως. Είδε ακόμη πως είχαν ένα τεράστιο σπίτι, χαμένο κάπου μέσα στο απέραντο πράσινο της φύσης και τρία παιδιά που τους χάριζαν ζεστά χαμόγελα και τρυφερές στιγμές. Είδε τα πρόσωπα των δυο τους να φωτίζονται όταν κοιτούσαν ο ένας τον άλλον μες στα μάτια. Είδε έρωτα, αγάπη, ευτυχία. Ό,τι ζητούσε στη ζωή της, εμφανίστηκε σαν από θαύμα σε αυτό το όνειρό της. Μέχρι που μια δυνατή αντρική φωνή διέκοψε βίαια τον γλυκό της ύπνο.
«Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να μεταφερθεί σε κάποια ειδική κλινική. Η κατάστασή της χειροτερεύει καθημερινά. Το περιβάλλον αυτό μάλλον δεν της κάνει καλό.»
«Τι εννοείτε γιατρέ; Να στείλω την κόρη μου στο ψυχιατρείο;» ακούστηκε μια λεπτότερη φωνή, πνιγμένη μέσα σε λυγμούς.
«Θα είναι για το καλό της. Εκεί θα μπορούμε να την παρακολουθούμε καλύτερα και θα την θέσουμε υπό περιορισμό. Σήμερα ετοιμάζει δείπνο για ένα ανύπαρκτο πρόσωπο, αύριο όμως μπορεί να κάνει κάτι επικίνδυνο. Κάτι που ίσως βλάψει την ίδια ή εσάς!»
Η Αναστασία κατάλαβε πως κάτι κακό συνέβαινε. Κάποιος ήθελε να την απομακρύνει από το σπίτι της. Όμως δε γινόταν, εκείνη περίμενε τον Πάρη. Θα τον περίμενε για όσο χρειαζόταν. Θα αντιστεκόταν. Θα πάλευε ακόμη και με εκείνον τον αντιπαθητικό άνδρα που ήθελε να την ξεριζώσει από την ευτυχία της. Όχι, δε θα παραδινόταν τόσο εύκολα. Ήθελε να κλείσει ξανά τα μάτια και να βρεθεί πάλι σε εκείνο το μέρος. Δεν είχε προλάβει να μάθει πού βρισκόταν…
Η φαρμακευτική αγωγή που λάμβανε στην κλινική ήταν τόσο βαριά, που μόνο εφιάλτες την βασάνιζαν τα βράδια. Ο “Πάρης” δεν ήρθε ποτέ ξανά. Δεν θα ερχόταν ποτέ. Έμεινε μόνο σε εκείνο το όνειρο, κάπου σε εκείνη τη μακρινή χώρα.
_
γράφει η Νίκη Αλπού
0 Σχόλια