Στις πίσω σελίδες του κόσμου
«Το ήξερα πως κάποια στιγμή θα συνέβαινε αυτό… Το αίμα μας έβραζε, στις φλέβες μας κυλούσε το τιμημένο αίμα των προγόνων μας που ήταν περήφανοι και ατρόμητοι. Ο αέρας που έμπαινε στα πνευμόνια μας δεν μπορούσε πια να είναι σκλαβωμένος. Έπρεπε να είναι ο αέρας της ελευθερίας, της ελευθερίας που κινεί τα φτερά των χελιδονιών και πετούν στην αγκαλιά του πελώριου ουρανού. Κι εγώ, ο αρχηγός μιας φυλής που δεν σκύβει το κεφάλι, έπρεπε να πάρω μια απόφαση. Να αποδεχτώ μια ζωή υποταγμένη ή να διαλέξω έναν ένδοξο θάνατο για μένα και για όλους τους ανθρώπους μου. Τα τατουάζ γενναιότητας ήταν ακόμα μαύρα και ευκρινή στο πρόσωπό μου όπως ήταν στα νιάτα μου. Όσο κι αν προσπάθησα να φερθώ ειρηνικά και υποταγμένα για πολλά χρόνια απέναντι στους κατακτητές που με θεωρούσαν έναν άγριο και απολίτιστο ξυπόλητο, δεν άντεξα… κανείς από την φυλή μου δεν άντεξε. Άντρας και γυναίκα, νέος και γέρος. Αυτό το ιερό χώμα φώναζε, σπάραζε, υπέφερε από τα πόδια των κατακτητών που με τα βαριά παπούτσια τους το πλήγωναν. Τα δικά μου πόδια γυμνά σε κάθε μου βήμα γίνονταν ένα μαζί του. Ένιωθα τους παλμούς του, ήξερα πως εγώ ζω από αυτό και αυτό από μένα. Για αυτό το χώμα πολέμησα… Θέλεις να σου πω τι έγινε; Θέλεις να μάθεις για την ζωή των άγριων και την εξέγερσή τους; Θέλεις να μάθεις πως αφανίστηκαν για να τα γράψεις ίσως όλα αυτά στην τοπική εφημερίδα; Δεν ξέρω ποιος είναι ο σκοπός σου, άλλωστε ούτε θέλω να μάθω! Γιατί αυτή η ιστορία, η δική μου ιστορία, η ιστορία των ανθρώπων μου δεν είναι μια κακογραμμένη στήλη στην πίσω σελίδα μιας εφημερίδας. Είναι ολόκληρη η ψυχή μου, είναι ότι μου απέμεινε μέχρι να κλείσω κι εγώ τα μάτια μου και να ταξιδέψω επιτέλους στην ουράνια κατοικία των προγόνων μου, στα πνεύματα των οποίων πρόσφερα πολλές φορές θυσία αίματος.»
Ο γέρος που τόση ώρα καθόταν σκυφτός κοιτώντας χαμένα, και που με δυσκολία έβγαιναν τα λόγια από το στόμα του, σηκώθηκε με μιας πάνω. Φορούσε ακόμα τα παλιά του ρούχα. Τα μαλλιά του κάτασπρα και πυκνά ήταν πιασμένα σε μια αλογοουρά. Τα πόδια του ξυπόλητα με δυο σειρές κουδούνια στις γάμπες κι από το ζωνάρι του ξεχώριζε η μαχαίρα με τα σκαλίσματα στην λαβή. Σήκωσε πρώτα το ένα πόδι και μετά το άλλο εναλλάξ και ρυθμικά. Έπειτα άπλωσε τα χέρια στον ουρανό και άρχισε να τραγουδάει έναν παλιό σκοπό. Έναν σκοπό που τιμούσε τους ανθρώπους τους. Η φωνή του τώρα έβγαινε δυνατή. Τράνταζε την ησυχία που πριν μόνο η ορμή του ποταμού τάραζε. Σταμάτησε και τον κοίταξε.
«Ώστε θέλεις να μάθεις; Άκου λοιπόν. Αυτοί που μας χαρακτήριζαν άγριους ήρθαν και τα κατέστρεψαν όλα. Με τα περίεργα όπλα τους που έβγαζαν φωτιά ξεχύθηκαν πάνω μας χωρίς αιτία. Το χωριό μας ήταν στο έλεος τους. Το ρολόι του κόσμου μας σταμάτησε και αντηχούσαν πια μόνο φωνές και κλάματα. Τα τραγούδια που υμνούσαν την φύση και τους πατεράδες μας σταμάτησαν και ακουγόταν μόνο η οργή. Δεν είχαμε τη δύναμη να τους αντιμετωπίσουμε. Εμείς ξέραμε να αντιμετωπίζουμε μόνο τον καιρό, τους θυμωμένους Θεούς μας που μας άφηναν χωρίς βροχή. Τις ζηλιάρες Θεές μας που άφηναν κάποιες γυναίκες χωρίς παιδιά. Τα ζώα που κυνηγούσαμε για να φάμε. Αυτοί ήρθαν μυριάδες σαν την άμμο της θάλασσας. Και εγώ ο ένδοξος αρχηγός έσκυψα το κεφάλι κάτω από την φωτιά τους για να προστατέψω τον κόσμο μου. Δεν πολεμούσα άλλο θέλοντας να μείνουμε ζωντανοί. Για να γεννήσουμε και να μεγαλώσουμε κι άλλες γενιές. Να μην αφανιστούμε. Τους καταδίκασα στην υποταγή. Τα σκυμμένα κεφάλια τους φάνταζαν πιο τρομαχτικά κι από τον χειρότερο θάνατο. Έβλεπα τον λαό μου να πεθαίνει λίγο λίγο από ντροπή. Με κοιτούσαν στα μάτια και μου ζητούσαν να πάρω την πιο δύσκολη απόφαση. Διψούσαν για ελευθερία σαν το μωρό που οδύρεται για το γάλα της μάνας του. Η ελπίδα τους έτρεφε μόνο. Το καταλάβαινα καλά καθώς περνούσε ο καιρός. Οι προσβολές ήταν χειρότερες και από το πιο δυνατό χτύπημα. Οι νέοι με πείσμα σκάρωναν σχέδια εξέγερσης . Εγώ τους μάλωνα, τους έβριζα, μα μέσα μου ήθελα όσο τίποτε να πετύχουν. Τους έλεγα πως εξέγερση σημαίνει βέβαιος θάνατος. Μα ήταν ξεκάθαρο… όλοι προτιμούσαμε τον τιμημένο θάνατο από την ατιμασμένη ζωή.»
«Και δέχτηκες;»
«Ναι δέχτηκα. Δέχτηκα κάτι που ήταν η πιο βαθιά μου επιθυμία. Να πολεμήσω μέχρι την τελευταία μου πνοή. Όλα αυτά τα χρόνια της υποταγής κρυφά από όλους μάζευα όπλα και τα έβαζα μέσα σε κουτιά. Κανείς δεν το φανταζόταν. Όταν τους τα έδειξα με δυσκολία συγκράτησα τους αλαλαγμούς τους μη μας ακούσουν. Πίστευαν πως θα τα καταφέρναμε, οι καλοί μου πολεμιστές… είχαν πίστη. Όμως εγώ ήξερα. Αυτά τα όπλα δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε. Μόνο η ψυχή μας μπορούσε. Έτσι τους οδήγησα στο βέβαιο θάνατο για το σώμα τους. Η αιώνια ουράνια κατοικία μας περίμενε. Οι ψυχές μας θα γίνονταν αθάνατες. Η χαρά μας ήταν μεγάλη και η γαλήνη είχε επιστρέψει μέσα μας. Περιμέναμε την μεγάλη γιορτή τους για να τους επιτεθούμε. Εκείνη τη μέρα ήταν πάντα πιο χαλαροί και θα καταφέρναμε να τους αιφνιδιάσουμε. Και το κάναμε! Στην αρχή τρέχανε να σωθούν, οι Θεοί ήταν στο πλάι μας. Όμως μετά επέστρεψαν … ήρθαν κι άλλοι, κι άλλοι. Έβλεπα τους πολεμιστές μου μέσα στο αίμα. Κατακόκκινα τριαντάφυλλα πεσμένα στο χώμα ήταν το αίμα τους, όμορφο και άγριο… Γράψε λοιπόν για τον αφανισμό της φυλής μου πως δεν έγινε ποτέ! Όχι δεν αφανίστηκε ο λαός μου. Θυσίασε το σώμα του για να κερδίσει την αιωνιότητα. Την ελευθερία… Εμένα με τιμώρησαν οι Θεοί και έζησα. Με τιμώρησαν που δεν επέτρεψα πιο νωρίς το αναπόφευκτο.»
“Γράψε λοιπόν για τον αφανισμό της φυλής μου πως δεν έγινε ποτέ! Όχι δεν αφανίστηκε ο λαός μου. Θυσίασε το σώμα του για να κερδίσει την αιωνιότητα. Την ελευθερία…”
Εξαιρετικό! Και σαν γραφή και σαν περιεχόμενο! Πραγματικά με συγκίνησε, με εξόργισε, με έκανε να νιώσω για μια ακόμη φορά σεβασμό, θαυμασμό κι αγάπη για έναν περήφανο λαό που αφανίστηκε βάναυσα από τους πραγματικά άγριους και απολίτιστους “πολιτισμένους” κατακτητές του. Συγχαρητήρια φίλη μου Κατιάννα!
Και μια ερώτηση – είναι απόσπασμα από κάποιο μεγαλύτερο έργο; Αν ναι, πολύ θα ήθελα να το διαβάσω!
Ευχαριστώ πολύ για τα τόσο ζεστα λόγια Βάσω. Δεν ανήκει σε κάποιο μεγαλύτερο έργο. Είναι διήγημα που γράφτηκε για διαγωνισμό.
Πραγματικά είναι πολύ καλό – κι ίσως θα μπορούσε να αποτελέσει “μαγιά” για εκτενέστερο έργο!