Στον καφενέ της μικρής πλατείας

Ο Τάσος, ο καφετζής, έφτασε όπως πάντα στην ώρα του, ν’ ανοίξει αχάραγα τον καφενέ, που βρισκόταν σε μια γωνιά της μικρής πλατείας. Ήδη απ’ έξω ήσαν καθισμένοι, να τον προσμένουν, τα πρώτα μαστόρια, που είχαν για πιάτσα το μαγαζί.

-Καλημέρα. Πρωινοί, πρωινοί, βλέπω. Τους χαιρέτισε.

-Καλημέρα κι ας άργησες. Τον πείραξαν.

Σαν σήκωσε τα ρολά, τους ξανακοίταξε με την άκρη του ματιού του. Ήσαν οι ίδιοι που συναντούσε τις περισσότερες φορές, ο Μήτσος ο μπογιατζής, ο άλλος Μήτσος της μαμής, ο αχθοφόρος, ο Αποστόλης ο χτίστης κι ένας ακόμη. Αυτόν δεν τον ήξερε. Τον έβλεπε πρώτη φορά. Τον ξανακοίταξε. Ήταν ένας κοντακιανός, μαζεμένος ανθρωπάκος. «Ταλαίπωρος ο φουκαράς» σκέφτηκε.

Γύρισε το διακόπτη και το μαγαζί φωτίστηκε καθώς έμπαιναν και έπιαναν θέση στα τραπέζια οι πελάτες. Κίνησε ν’ ανάψει το γκάζι, να ζεσταθεί το νερό για να βάλει τους καφέδες. Ήξερε πώς τον έπιναν και οι τρεις τους. Κοντοστάθηκε και γύρισε προς τον καινούργιο.

-Καλημέρα, τι να σου φτιάξω;

-Έχεις τσάι του βουνού;

-Έχω.

-Φτιάχ’ το μου με λίγη ζάχαρη και φέρε ένα κονιάκ μαζί.

Οι παραγγελίες εκτελέστηκαν, οι πελάτες σερβιρίστηκαν, άρχισαν να έρχονται κι άλλοι, μεγάλωσε η κίνηση στο μαγαζί. Κάποιοι έρχονταν, κάποιοι έφευγαν για να πιάσουν δουλειά, από τους πρωινούς είχε μείνει ο Μήτσος ο αχθοφόρος, που έκανε ένα αγώι και ξαναγύρισε και ο καινούργιος, ο ξένος. Κάποια στιγμή, λοιπόν, ο Μήτσος πήρε το θάρρος και τον ρώτησε:

-Πούθε έρχεσαι πατριώτη;

-Από τα Βούρλα*…

-Έκανες θητεία; Τόλμησε να τον ρωτήσει…

-Πέντε χρόνους και δυο μήνες!

-Κι αν επιτρέπεται;

-Δεν επιτρέπεται. Τον απόκοψε ο ξένος.

-Συγνώμη, βλάμη.

-Δεκτή.

Η ώρα πέρναγε, ο εργαζόμενος κόσμος αραίωνε, ο Μήτσος έφυγε για να κουβαλήσει κάτι οπωροκηπευτικά, που ‘χε φέρει μια μπρατσέρα ερμιονίτικη στο λιμάνι, τρεις γέροι είχαν πάρει τη θέση τους στη γωνιά κι αρχίσανε το χαρτί… Ο Τάσος είχε βγει στην εξώπορτα και αγνάντευε, γερμένος πάνω στον παραστάτη, το δρόμο πάνω – κάτω.

Ο ξένος, που είχε ζητήσει και δεύτερο κονιάκ, άναψε τσιγάρο, ΕΘΝΟΣ άφιλτρο. Τράβηξε μια βαθειά ρουφηξιά καπνό και τον έβγαλε με ένα αχ, σαν να ‘βγαινε από τα φυλλοκάρδια του… Κίνησε σιγανά να μουρμουράει έναν μανέ:

Παράπονο απ’ τη ζωή

έχω εγώ μεγάλο.

Τι τάχα να της έκανα

και δεν μπορώ να γιάνω…

Ο Τάσος που τον άκουγε ένοιωσε έναν κόμπο στο λαιμό. Ο άνθρωπος είχε σαράκι που τον έτρωγε. Τη σκέψη την κράτησε για πάρτη του. Ως καφετζής ήταν διακριτικός, πάντα.

Ξάφνου, η ματιά του, που σάρωνε μηχανικά τα πέριξ, στάθηκε σε μια φιγούρα που πλησίαζε και όσο πλησίαζε γέμιζε το δρόμο.

«Μπελάδες θα ‘χουμε, πρωί – πρωί» είπε από μέσα του και γύρισε να μπει στον καφενέ. Η φιγούρα που ερχόταν κατά ‘κει ήταν ο Βάγγος ο Γκούρας, καταγωγή απ’ τα Μεσόγεια, κοντραμπατζής** στο λιμάνι, άνθρωπος της παρεξήγησης και μοβόρος.

Δρασκέλισε το κατώφλι με τον αέρα που του ‘δινε το θηριώδες παρουσιαστικό του και έδωσε προσταγή:

-Έναν βαρύ γλυκό στο χοντρό και θέλω ησυχία για να τον πιώ!

Κάθισε βαρύς, δίπλα στο παράθυρο.

Η κουβέντα απευθυνόταν σε όλους. Τα γερόντια λούφαξαν στη γωνιά τους, ο Τάσος έπιασε να βάζει νερό στο μπρίκι αμίλητος, μα ο ξένος αδιαφόρησε, ξεκινώντας άλλον μανέ:

Η αδικία στο ντουνιά,

ξεπλένεται με αίμα…

-Μισή μερίδα, βούλωσ’ το! Του αντιγύρισε ο Βάγγος.

…κι όποιος την έχει την καρδιά

ας πει πως είναι ψέμα!

Ολοκλήρωσε, ατάραχος ο ξένος.

Σαν ελατήριο πετάχτηκε απάνω ο κοντραμπατζής και κίνησε προς το μέρος του. Όσα ακολούθησαν έγιναν με την ταχύτητα αστραπής. Ο ξένος τράβηξε από την έξω τσέπη του σακακιού του ένα εξάσφαιρο και του ‘ριξε στο… σταυρό! Έπεσε κάτω σαν σακί, κεραυνοβολημένος. Ο εκτελεστής σηκώθηκε, πήγε από πάνω από το πτώμα και το έφτυσε. Ήσυχα ξαναγύρισε στη γωνιά του και παράγγειλε:

-Βάλε ένα κονιάκ ακόμα!

Όταν ήρθε η Αστυνομία, σηκώθηκε ήσυχα και παραδόθηκε…

Το άλλο πρωί, όλη η κουβέντα στον καφενέ του Τάσου ήταν γύρω από το συμβάν. Ο καφετζής είχε μάθει τις λεπτομέρειες για τους λόγους του φονικού και ενημέρωνε την γεμάτη περιέργεια πελατεία του:

-Δεν ήταν παρεξήγηση. Τον περίμενε. Ήξερε πως πέρναγε από το μαγαζί….

Είχε γίνει μια μεγάλη δουλειά με λαθραία, πριν πεντέμιση χρόνια, με αρχηγό το μακαρίτη. Στο ξεφόρτωμα τούς την έπεσε, μετά από καρφωτή, το Λιμενικό. Ο Βάγγος, που είχε συνεταίρο και «πλάτες» στη δουλειά έναν «μεγάλο», την έβγαλε καθαρή, ούτε που τον ενόχλησαν. Πιάσανε μόνο δυο που ξεφορτώνανε και τους ρίξανε απάνω τους όλο το φταίξιμο. Ο ένας τους ήταν ο χθεσινός φονιάς, μεροκαματιάρης, φτωχαδάκι, που προσπαθούσε να ζήσει τη γυναίκα του και δυο παιδιά στο Συνοικισμό. Μετά που τον πιάσανε, η γυναίκα αρρώστησε και πέθανε από πνευμονία. Δεν είχε ούτε για τα φάρμακα. Τα παιδιά τα δώσανε σε ίδρυμα για υιοθεσία. Χθες αποφυλακίστηκε…

 

_

γράφει ο Γιώργος Ν. Μουσταΐρας

 

_____

*Βούρλα: Παλιές φυλακές στον Πειραιά

**Κοντραμπατζής: Λαθρέμπορος

Ακολουθήστε μας

Ο καπετάνιος

Ο καπετάνιος

Των θαλασσών τα λόγια τα ’μαθα μικρή,στα χείλη του παππού μου, στου κύματος τη βρύση.Καπετάνιος ήτανε, με βλέμμα ακριβό,κι ο άνεμος τον χαιρετούσε σαν να 'ταν αδελφός. Τα καλοκαίρια, στην όμορφη ΑμμουλιανήΙστορίες έλεγε για να αποκοιμηθούμεΙστορίες που του είχε πει η...

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης Η Ελένη καθόταν στο μικρό καφέ της γειτονιάς με τον καπουτσίνο της να κρυώνει δίπλα στον φορητό υπολογιστή. Στα 38 της χρόνια είχε μάθει να κρύβει τις ρυτίδες της με φίλτρα και τις απογοητεύσεις της με χιούμορ. Δούλευε ως...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης Η Ελένη καθόταν στο μικρό καφέ της γειτονιάς με τον καπουτσίνο της να κρυώνει δίπλα στον φορητό υπολογιστή. Στα 38 της χρόνια είχε μάθει να κρύβει τις ρυτίδες της με φίλτρα και τις απογοητεύσεις της με χιούμορ. Δούλευε ως...

Το αγόρι και το μενταγιόν

Το αγόρι και το μενταγιόν

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχαν όνειρα και φθινοπωρινές μπαλάντες και κάστρα στην άμμο. Και υπήρχε κι ένα αγόρι, του οποίου το όνομα ποτέ δεν συγκρατεί η μνήμη μου, που μπορούσε να εκμεταλλευτεί όλα τα παραπάνω προς όφελός του. Αιχμαλώτιζε τα όνειρα μέσα στις μικρές...

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Χορεύανε στη βροχή, το θυμάμαι.Σαν να ’χα γράψει εγώ τη σκηνή.Κι όπως μιλούσαν, ένιωθαν πως μεθάνε.Μα δεν είχανε πιει στάλα κρασί. Κι όπως τ ’αστέρια ψιθύριζαν ευχές,τα μάτια έκλεισε, έλεγε προσευχές.Κάτι γι’ αγγέλους κι όνειρα απατηλά.Κάτι γι’ αντίο και μεθυσμένα...

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου