Η Ρίτα, φοιτήτρια στην Αρχιτεκτονική, στην επαρχιακή πόλη, χαιρόταν το επιτέλους κατάδικό της δωμάτιο, μια γκαρσονιέρα στο ισόγειο κεντρικής πολυκατοικίας. Έξι τα ξημερώματα ανυπόμονη για τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών και για τη μέρα που ερχόταν. Ανακουφισμένη από το καυτό νερό τυλίχθηκε με το μπουρνούζι της, κάθισε στο γραφείο της, έχυσε νερό στο ποτηράκι με τις γαρδένιες, σήκωσε το γράμμα που παραμόνευε στη χαραμάδα της μικρής πόρτας, φόρεσε τα γυαλιά της. Έριξε δυο ζεστά ρούχα πάνω της και βγαίνοντας σαν γάτα, πάνω στις μύτες των ποδιών της, ξεκλείδωσε τη γραμματοθυρίδα στη σκάλα ακριβώς δίπλα στην γκαρσονιέρα που νοικιάζει. Λίγα βήματα πιο πέρα, κατεβαίνοντας κάτι σκαλιά, στο βάθος του σκοτεινού διαδρόμου, αφήνει ένα μικρό δέμα μπροστά στην πόρτα του Μεχμέτ, ενός μετανάστη, που είχε νοικιάσει μια τρύπα στη σκοτεινή πολυκατοικία. Τα υπόλοιπα τής έφθαναν, και για τον Κώστα ακόμη, τον συμφοιτητή της. Κάτω από τα ζεστά σκεπάσματα την ξαναπαίρνει ο ύπνος.
Στον τρίτο όροφο αυτής της πολυκατοικίας ζει η ηλικιωμένη Μαρία. Είναι Φεβρουάριος, Σαββατόβραδο, και από την ανοιγμένη τηλεόραση ακούγονται οι ειδήσεις. Στο τζάκι που ανοίγει προς τον φωταγωγό ακούγεται το κάψιμο των τελευταίων ξύλων. Ψηλά από τη σοφίτα, μέσα από τον φωταγωγό ακούγονταν τα γέλια των φοιτητών, που κάναν πάρτι, τα τραγούδια τους, η κιθάρα, οι φωνές. Η Μαρία, που ζεσταινόταν δίπλα στο τζάκι, και έπλεκε στην κουνιστή πολυθρόνα της, ξαφνιάστηκε ευχάριστα και χάρηκε ιδιαίτερα για το νεανικό χρώμα που έδιναν τα παιδιά και άρχισε να σιγοτραγουδάει μαζί τους. Όμως οι περισσότεροι εκεί μέσα στην πολυκατοικία δεν είχαν χαρεί, παρεκτός από τη Ρίτα που κατά σύμπτωση έλειπε εκείνο το απόγευμα από τη Γενική Συνέλευση των ενοίκων. Οι σκοτεινές φιγούρες των ενοίκων κάναν κύκλο, ο διαχειριστής στη μέση. Το θέμα ήταν να διώξουν τον Μεχμέτ από την πολυκατοικία, γιατί όπως λέγαν, ήταν μεγάλη δυσφήμηση για την πολυκατοικία. Ο διαχειριστής, που εκτός της απειλής του για τους σκοτεινούς ενοίκους που χρωστάνε κοινόχρηστα, προειδοποίησε με ένα βλέμμα γεμάτο κακία, προς τον φοιτητή, ότι την επόμενη φορά που θα ακούσει φωνές και μουσικές, θα καλέσει την αστυνομία χωρίς άλλη προειδοποίηση. Οι τόνοι υψώθηκαν, τα βλέμματα όλων αγρίεψαν. Είχαν στοχοποιήσει τον φοιτητή. Η μόνη που δεν μίλησε ήταν η κυρία Μαρία, που με κατεβασμένο το κεφάλι άκουγε μόνο και βαστούσε τον φοιτητή από το μπράτσο σε μια ένδειξη συμπόνιας.
Εκείνο το απόγευμα η Ρίτα και ο Κώστας είχαν δώσει ραντεβού στην παραλία, στο καταπράσινο άλσος με τους ευκάλυπτους, τα κυπαρίσσια, τα μεγάλα αγάλματα και τα παγκάκια αναψυχής. Θα αντάλλασσαν σημειώσεις και θα χαιρόντουσαν την παρέα ο ένας του άλλου. Η Ρίτα, ενόσω τον περίμενε, έβγαλε λίγο αγιασμό από την τσάντα της, τον ήπιε. Θυμήθηκε έναν παλιότερο εκκλησιασμό, πριν ακόμη είχαν γνωριστεί. Τη σκέψη και την ανάμνησή της, διέκοψε η καμπάνα της παραλιακής Εκκλησίας. Η ώρα πλησίαζε, εκείνη πάντα έφθανε νωρίτερα. Τον συνάντησε τη στιγμή που η καμπάνα σήμαινε οκτώ ακριβώς. Και αυτός την αγκάλιασε με μεγάλη προσμονή και αισιοδοξία. Κάθισαν στο παγκάκι, τα σπουργίτια τσιμπολογούσαν τις ψίχες από τις τυρόπιτες που έτρωγαν, λίγο πιο πέρα τα σκυλιά του πάρκου κάναν κύκλο. Αυτός άναψε τσιγάρο, εκείνη του εκμυστηρεύτηκε ότι εχθές είχε δεχθεί ένα τηλεφώνημα από έναν συγγενή της που χρειαζόταν τη βοήθειά της στην πόλη καταγωγής της. Άλλωστε το είχε καταλάβει από μόνος του. Ήταν διαφορετικά σήμερα και η γαλήνη τύλιγε όλη τη φύση. Τα σύννεφα κάναν κύκλο στον ανοιξιάτικο ουρανό σαν στεφάνια που ήθελαν να τους αγγίξουν. Άρχισαν τα γέλια και τις ατέλειωτες συζητήσεις, ώσπου που άρχισε να βρέχει, ο ουρανός κατέβηκε απότομα, έριξαν πάνω τους τα παλτά τους, ο αέρας έπαιρνε τις ομπρέλες τους, τυλίχτηκαν με τα κασκόλ τους, πήραν τον δρόμο να βρουν ένα ασφαλές καταφύγιο μέχρι να κοπάσει η μπόρα. Κανένας από τους δυο τους δεν ήθελε να τρυπώσει στη φωλιά του. Ή μαζί ή καθόλου. Στον δρόμο ένας κύριος πουλούσε ομπρέλες, «ο καημένος», σκέφτηκαν. «πότε θα ξεπουλήσει» και αγόρασαν από μια ομπρέλα ο καθένας τους. Βροντές ακούγονταν και η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει. Κόντευαν στην πολυκατοικία της Ρίτας, εκείνος τη συνόδεψε μέχρι την πόρτα. Το επόμενο πρωί, ενώ ακούγονταν διαπληκτισμοί από την πόρτα του Μεχμέτ, εκείνη πετάχτηκε απότομα, σήκωσε το ακουστικό, σχημάτισε τον αριθμό του συγγενή της. Τα πράγματα ήταν ανέλπιστα περίεργα και οπωσδήποτε καλύτερα από ό,τι τα είχε φανταστεί. Το χαμόγελο άνθισε στα χείλη της, αμέσως κάλεσε τον Κώστα, που της είπε πόσο θα του λείψει, έστω και για μια βδομάδα. Φόρεσε τον σταυρό της, έριξε ένα γράμμα συμπαράστασης κάτω από το πατάκι του μετανάστη και έσκισε τη γραμμένη προειδοποίηση, με τις απειλές του διαχειριστή, που είχαν κολλήσει στον πίνακα ανακοινώσεων της πολυκατοικίας. Κάλεσε ένα ταξί και κατευθύνθηκε προς το πρακτορείο έχοντας στο πορτοφόλι της την επιστολή που είχε βρει στη γραμματοθυρίδα, το εισιτήριό της και τη βεβαιότητα της επιστροφής. Η αγάπη θα νικούσε, όπως πάντα.
_
γράφει η Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου
0 Σχόλια