Κάνω μεγάλες προσπάθειες για να αποφύγω το αναπόφευκτο. Βάζω το λαμπερό μου χαμόγελο και προσποιούμαι τον καλό σύντροφο, το καλό παιδί που κάθε γονιός θα ήθελε να έχει, τον άνθρωπο που θέλει να προσφέρει, που είναι τίμιος, δοτικός. Πίσω από όλα αυτά όμως, κρύβεται πάντα μια σκιά που ακόμα και εγώ προσπαθώ να αποφύγω. Μια εμμονή, μια τάση καταστροφής. Και όταν όλα τα φώτα κλείνουν και μένουμε μόνοι, εγώ και «αυτό», το κενό είναι που με πνίγει, που δεν μπορώ να νιώσω πλήρης, που δεν μπορώ να ανασάνω. Και αν με ρωτήσεις, δεν μπορώ να το προσδιορίσω, αυτό το θολό και ακαθόριστο συναίσθημα που τρυπώνει στις σκέψεις μου. Η τάση του ελέγχου και παράλληλα της αδυναμίας, του ανικανοποίητου, του «λίγου», του ποτέ αρκετού. Έχω σκεφτεί πολλές φορές τον θάνατο. Τον έχω προγραμματίσει. Αλλά είμαι πολύ δειλός για να υπερβώ την αδυναμία μου. Στέκομαι στους άλλους, για να βρω νόημα, για να κρατηθώ στη ζωή. Κανείς δεν ξέρει όμως εμένα. Κανείς δεν έχει δει όλα όσα πνίγω και όλα όσα με φθηνές δικαιολογίες προσπαθώ να κρύψω. Όλοι νομίζουν πως είμαι χαρούμενος και ευχαριστημένος. Τίποτα από αυτά δεν ισχύει. Δεν είμαι ούτε χαρούμενος, μήτε λυπημένος. Είμαι απλά κενός και μονίμως πεινασμένος. Πεινασμένος για όλα και ας μην έχω τίποτα. Ευχή και κατάρα η φαντασία μου. Μόνο εκεί υπάρχω έτσι όπως θέλω, ανάλογα με το πώς το θέλω και το πότε το θέλω. Μα κάποτε και τα όνειρα τελειώνουν. Τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Και αν η ευτυχία είναι μικρές στιγμές, τότε οι δικές μου εγκλωβίστηκαν μέσα σε μια απατηλή ελπίδα. Η ελπίδα που με τρέφει και η ελπίδα που με γειώνει.
Προσπαθώ μέσα από τις λέξεις να ελευθερωθώ. Αλλά και αυτές διαρκούν για μια στιγμή. Μια στιγμή που γεμίζω φως τις ελπίδες μου και έπειτα.. τις βυθίζει ξανά στα σκοτάδια. Και τι θα ήμουν άραγε χωρίς αυτά τα σκοτάδια. Μια στιγμή μέσα στο χρόνο, μια τελεία ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα σημεία στίξης. Γιατί όμως είμαι η τελεία και όχι το ερωτηματικό; Ίσως επειδή ζω μια ζωή μέσα στην απέραντη σιωπή, μια αέναη τελεία μέσα στο χάος των κραυγών, προτάσεις που ενίοτε φτάνουν στο τέλος της ιστορίας τους, μα πάντα έχουν και κάτι ακόμα να πουν. Τα ερωτηματικά θέτουν ερωτήματα που ενδεχομένως θα πρέπει να απαντηθούν, να αναζητηθούν λύσεις για αυτά. Η τελεία δεν έχει τις ίδιες προσδοκίες, δεν χρειάζεται να απαντηθεί τίποτα. Ακόμα και όταν θέτει τα μεγαλύτερα ερωτήματα. Βλέπεις; Μια μικρή πλάνου αυτού του κόσμου. Σε κάνει να πιστέψεις το οφθαλμοφανές και σου κρύβει τις πιο ουσιαστικές αλήθειες. Και οι προσδοκίες του είναι υψηλές. Σαν να χτίστηκε επι τούτου από χέρια λερωμένα, προκειμένου να καθαριστεί από τις ψυχές όλων αυτών που κάποτε πίστεψαν, ότι μπορεί να αλλάξει.
Μα και ο κόσμος είναι μια τελεία, που κλείνει παλιές και ανοίγει νέες ιστορίες. Ιστορίες ανθρώπων, ξένες ζωές, διάσπαρτες στιγμές, όνειρα θλιμμένα, όνειρα ανεκπλήρωτα, συναισθήματα πληγωμένα, λόγια συντεθλιμμένα. Και κάπου εκεί βάζει ερωτήματα, για να κρύψει την αλήθεια του, να αποφύγει ότι δεν μπορεί να εξηγήσει. Το ανεξήγητο που γεννά και το φόβο σου. Το φόβο που είναι βαθιά ριζωμένος στα μάτια μου, κάθε φορά που αντικρίζω την ματαιότητα της ύπαρξης και παράλληλα τη λαχτάρα και το φως της ζωής. Βλέπεις, διχάζομαι και αρνούμαι να επιλέξω την προσφερόμενη ευτυχία του κόσμου, έναντι της δικής μου απατηλής στιγμής. Και έτσι, ο κόσμος με «καταπίνει» στα έγκατα του γιατί αρνήθηκα να ακολουθήσω τα δεσμά του. Κουβαλάω στις πλάτες μου τις ενοχές της αντίστασης και το βάρος της μοναξιάς. Το ατέρμονο κενό του να μην ανήκεις πουθενά. Καμία πατρίδα, καμία ταυτότητα, κανένα ίχνος ανθρωπιάς, μόνο θαμμένες αναμνήσεις, ένας εκκωφαντικός και πνιγμένος καημός, που βάζει την τελεία στην σύντομη ιστορία μου.
_
γράφει η Χριστίνα
0 Σχόλια