Τρεις μικροί φίλοι, ο Κωστής, ο Μανολιός και ο Γιωργής, ήταν αφοσιωμένοι εδώ και ώρα στο παιχνίδι τους, πού έλκυε την καταγωγή του από τα παλιά, στο πολύ βαθύ του χρόνου, εκείνον τον αρχαίο χρόνο και καθώς όλα έδειχναν, δεν θα είχε και πολλή ζωή πια. Ε, νισάφι πια, τόσους αιώνες άντεξαν τα πεντόβολα, ή όπως αλλιώς τα έλεγαν τότε και τώρα.
Χρειάζεται ιδιαίτερη δεξιοτεχνία και κυρίως ταχύτητα στις κινήσεις σου όταν το παίζεις το παιχνίδι αυτό και προσήλωση για να συγκρατείς τα βότσαλα που φυλάς στη χούφτα σου καθώς τα αρπάζεις ένα ένα ή και περισσότερα
Ήταν λοιπόν απλωμένοι κι’ αραχτοί στην μαρμαρόσκαλα του πατρικού τού Κωστή, τού μοναδικού σπιτιού στο χωριό που η σκάλα του ήταν από πάλλευκο μάρμαρο Διονύσου και ήταν το καμάρι του παππού του, τού μπάρμπα Θόδωρου.
Τα τρία παιδιά μήτε μιλούσαν μήτε γελούσαν έτσι όπως έπαιζαν, καθώς το παιχνίδι απαιτούσε αφοσίωση, τη στιγμή που καθώς όπως όλα έδειχναν έφθανε και στο τέλος του.
Έτσι λοιπόν είχαν τα πράγματα, όταν τελείως ξαφνικά ο Γιωργής άρχισε να μιλά με μια ακατανόητη γλώσσα που στα άλλα δύο δεκατετράχρονα κάτι θύμιζε χωρίς και να προσδιορίζουν το τι ακριβώς.
«Τι μας τσαπουρνιάς ορέ Γιωργή, τι είναι τούτα τα ακαταλαβίστικα που μας λες;» τον ρώτησαν κοιτάζοντάς τον με ανοιχτό το στόμα, κατάπληκτοι.
Ο Γιωργής, ως εάν να του είχαν κάνει την πιο ανόητη ερώτηση τους κοίταξε και με επιτιμητικό ύφος και πάντα στην δυσνόητη γλώσσα που ξένισε τα άλλα παιδιά κάτι τους είπε που δεν κατάλαβαν φυσικά, αλλά που με την γλώσσα του σώματος του φίλου τους και τις κινήσεις του δεν δυσκολεύτηκαν να κατανοήσουν ότι τούς μεμφόταν για την συμπεριφορά τους. Αυτό μεγάλωσε τη έκπληξή τους μα και την ανησυχία τους ότι δεν μπορεί κάτι το αλλόκοτο πρέπει να έπαθε ο καημένος ο φίλος τους.
Για καλή τους τύχη και ενώ βέβαια το παιχνίδι είχε διακοπεί, βλέπουν να περνά από τη δημοσιά ο σεβαστός τους καθηγητής του τριτάξιου Γυμνασίου τους και θεώρησαν ότι τον έστειλε ο Θεός να λύσει προβλήματα υπαρκτά ή ανύπαρκτα, πέρα από αυτά που τους λύνει στον μαυροπίνακα!
Όσο μπορούσαν πιο μεστά είπαν στον δάσκαλο τι συνέβη, με το Γιωργή ο οποίος τους παρακολουθούσε σχεδόν δακρυσμένος μην καταλαβαίνοντας απολύτως τι το παράδοξο έβλεπαν και άκουγαν από το στόμα του οι παιδικοί του φίλοι και συμμαθητές, τόσα χρόνια αγαπημένοι και μεγαλωμένοι καλύτερα και από αδέρφια. Και δεν ήταν μονάχα που μιλούσε παράδοξα αλλά και τα λόγια των φίλων του έφθαναν καθώς φαινόταν καθαρά ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΑ στην γλώσσα που και ο ίδιος μιλούσε.
Ο δάσκαλος πλησίασε το Γιωργή που καθόταν αποκαμωμένος στα σκαλιά κρατώντας στις χούφτες του τα πεντόβολα που έδειχναν ότι αν δεν είχε συμβεί το παράδοξο με την ομιλία του θα ήταν και ο νικητής του παιχνιδιού. Σκέφτηκε μήπως επρόκειτο για παιδική ζαβολιά και αντιζηλία προς τον νικητή, αλλά γρήγορα έδιωξε από τη σκέψη του αυτήν την υποψία, καθώς τα ήξερε τα παιδιά, την ποιότητα του χαρακτήρα τους κι επομένως και το fair play τους.
«Τι συμβαίνει Γεώργιε Μίλτου;» ρώτησε το παιδί ο δάσκαλος και μαρμάρωσε όταν το άκουσε να του απαντά σε άπταιστη Αρχαϊκή γλώσσα που ο ίδιος ποτέ δεν είχε μιλήσει με τέτοια τελειότητα, όπως ενδόμυχα μα ειλικρινέστατα ομολόγησε στον εαυτό του, αναγκαζόμενος μια ζωή να περιορίζεται στις τυφλές κλισέ μεταφράσεις του Υπουργείου Παιδείας που διδάσκουν τα Αρχαία τελείως επιδερμικά ξεχνώντας το βάθος τους, το ρυθμό και την μουσικότητά τους. Ιδρώτας γυάλισε στο ευρύ του μέτωπο που το αυλάκωναν δύο βαθιές οριζόντιες ρυτίδες που τις έσκαψαν τα χρόνια, η μάθηση και οι έγνοιες.
«Ποιος και πότε αγόρι μου σού δίδαξε αυτά τα τέλεια αρχαία που μιλάς; Από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω ως εκ της θέσεώς μου, ποτέ κάποιος συνάδελφος δεν τα δίδαξε με αυτόν τον τέλειο τρόπο, πολλώ μάλλον εγώ που ανάλωσα τη ζωή μου με αυτά»…
Σειρά του Γιωργή πια να μείνει κατάπληκτος με αυτά που τού έλεγε ο σεβαστός του δάσκαλος.
Αρχαία Ελληνικά; Και μόνον τότε κατάλαβε ότι και οι φίλοι του Νέα Ελληνικά τού μιλούσαν που έφθαναν όπως προείπαμε μεταφρασμένα στα αυτιά του.
Τρόμαξε, τον κατέλαβε δέος. ΣΙΓΟΥΡΑ ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΛΛΟΣ ΜΙΛΟΥΣΕ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ Ο ίδιος ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΠΑΡΑ ένας ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΣ… Έπρεπε να τείνει ευήκοον ους στο τι τού έλεγε.
Πράγματι σαν να έθεσε σε λειτουργία κρυφό μηχανισμό άρχισε να μιλά και συγχρόνως να μεταφράζει τα λόγια που έβγαιναν από το δικό του το στόμα κάτι σαν διερμηνέας του εαυτού του δηλαδή:
«Φίλοι μου, τόσον ΤΩΡΑ, ΟΣΟ ΚΑΙ 3000 Χρόνια πριν, υπήρξα ο ονομαστός και αδιαμφισβήτητος παγκόσμιος (του έως τότε γνωστού Κόσμου) πρωταθλητής του αθλήματος των πεντόβολων, με το πλήθος των παραλλαγών του. ’’Φαέθων ο Μέγας’’ η προσωνυμία μου. Ζητώ λοιπόν από εσάς τους αγαπητούς απογόνους μου, ο όποιος νικητής του παιχνιδιού μικρού ή μέγιστου Αγώνα πρωταθλήματος, όσο υπάρχει ακόμα, να αναφέρει το όνομά μου κατά την απονομή του επάθλου. ΟΠΩΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΤΕ ενδιαφέρομαι για την υστεροφημία μου. Δεν είναι δυνατόν να σβηστεί η ένδοξη ιστορία μου με την πάροδο των ετών. ΕΙΝΑΙ ΟΝΤΩΣ ΑΔΙΚΟ. Σας συμφέρει και εσάς. Το όνομά μου και μόνον, θα δίνει άλλο prestige(άκου τώρα, μα είναι λέξη αυτή, από πού ξεφύτρωσε και την έχετε συνεχώς στο στόμα σας;) στις όποιες εκδηλώσεις σας.
Το έσκασα λοιπόν από το Σύμπαν μου, ένα από τα πολλά όπου φιλοξενούμαστε οι πρόγονοι, τρύπωσα σο δικό σας, που η φήμη του φτάνει μέχρι τα πέρατα του ουράνιου θόλου και ήρθα να σας παρακαλέσω να υποστηρίξετε την υστεροφημία μου. Μη με κατηγορήσετε για μωροφιλοδοξία, είναι απλά αδυναμία μιας ανθρώπινης ψυχής που όσο ζούσε αφοσιώθηκε στο άθλημα που δυστυχώς ξεχάστηκε, εκεί προς το μέσον της δεύτερης χιλιετίας. Γι’ αυτό και η ψυχή μου αγαλλίασε σαν σας είδα καθώς περιπλανιόμουν στο διάστημα, να παίζετε πεντόβολα….»
«ΟΚ Συμπαθέστατε πρόγονε, το αίτημά σου ελήφθη, over». Είπε ο Γιωργής και όλοι κατάλαβαν πια τι έλεγε.
Μα συνειδητοποιώντας ότι ο Αρχαίος ποτέ του δεν θα είχε ακούσει αγγλικά, συμπλήρωσε: «Υπάρχουν καθώς βλέπεις και άλλες αλλόκοτες λέξεις στο λεξιλόγιό μου. Αιώνες αφ’ ότου έζησες εσύ, εμφανίστηκαν στην Ανθρωπότητα και έγιναν πασίγνωστες κυρίως στις μέρες τις δικές μου και σημαίνουν:
‘’Όλα καλά.
Τέλος.’’
Κατανοητός;
Γύρισε τώρα στο Σύμπαν σου και άφησέ μας στο δικό μας. Χάρηκα για τη γνωριμία. Πάντα στη διάθεσή σου».
_
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
0 Σχόλια