Τα πουλιά

Δημοσίευση: 20.11.2022

Ετικέτες

Κατηγορία

_

γράφει ο Τάσος Κυρτάσογλου

_

Νόμιζε ότι τα δέντρα θα γλυκάνουν τις φωνές. Πως θα μερέψουν την τρικυμία που βασάνιζε την ψυχή του. Έτσι, έφυγε. Άφησε πίσω του τους πάντες και τα πάντα. Κι έφυγε. Έφυγε απ’ τους ανθρώπους, από τη βουή, από την ασχήμια. Χώθηκε μέσα στα δάση κι έγινε ερημίτης. Εκεί δεν έφτανε η ανθρώπινη λαλιά. Πού και πού, μόνο, εισέβαλλαν στο ησυχαστήριο του εκδρομείς, υλοτόμοι, λαθροθήρες. Τους άκουγε και κρυβόταν. Δεν έπρεπε να αφήσει να καταλάβουν ότι βρίσκεται εκεί. Φρόντιζε λοιπόν να μην αφήνει το παραμικρό ίχνος. Έγινε πολύ καλός σ’ αυτό. Τίποτα δεν μαρτυρούσε πως εκεί, ανάμεσα στις βελανιδιές, τις λεύκες, τις οξιές, κυκλοφορούσε ένα ανθρώπινο πλάσμα. Ανθρώπινο; Όχι και τόσο.

Ο Ζαφείρης, δώδεκα χρόνια χαμένος από τον κόσμο, νεκρός για τους ζωντανούς, ελάχιστα θύμιζε αυτό που ήταν κάποτε. Τότε που ζούσε αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε φυσιολογική ζωή. Δάσκαλος ήταν ο Ζαφείρης. Σ’ ένα σχολείο, στο κέντρο της Αθήνας. Ποτέ δεν του άρεσε η Αθήνα. Καταγωγή απ’ τα Τζουμέρκα. Εκεί γεννήθηκε, εκεί μεγάλωσε. Η δουλειά τον έφερε στην πρωτεύουσα. Και η Φρόσω. Η γυναίκα του. Αυτή ήταν Αθηναία. Για το χατήρι της άφησε τ’ αγαπημένα του μέρη. Και τα πουλιά.

Τα λάτρευε τα πουλιά ο Ζαφείρης. Όχι κλεισμένα στα κλουβιά. Ελεύθερα. Έτσι του άρεσαν. Απολάμβανε τους ήχους τους. Το μελωδικό τραγούδι της καρδερίνας. Το τερέτισμα του σπίνου και το βιρτουόζικο φλάουτο του κότσυφα όταν αναζητεί το ταίρι του. Τα ρυθμικά “ουπ ουπ” του τσαλαπετεινού, το μεταλλικό κρώξιμο της πετροπέρδικας, το κάλεσμα της κίσσας και το ορχηστρικό κελάηδισμα του αηδονιού καθώς πέφτει ο ήλιος. Κι ύστερα, μες στο σκοτάδι, το επιβλητικό κουκούβισμα της κουκουβάγιας.

Όποτε είχε χρόνο, χωνόταν στα άλση της Αθήνας και έστηνε αυτί ν’ ακούσει. Όπως τώρα. Κρυμμένος μέσα στους θάμνους. Τι γλύκα! Τι μοναδική ομορφιά! Τι υπέροχη που είναι η φύση! Μακάρι να έσβηναν κι οι φωνές! Θα ήταν όλα τέλεια!

Όμως οι φωνές δεν έσβηναν. Ήταν εκεί, αυστηρές, θυμωμένες, να τον φωνάζουν με τ’ όνομά του. Ο Ζαφείρης σταμάτησε να μιλά. Σκέφτηκε πως αν ξεχάσει την ανθρώπινη ομιλία, οι φωνές θα μετατρέπονταν σε ακατάληπτους ήχους χωρίς κανένα νόημα. Το προσπάθησε. Ακόμη και τις σκέψεις του τις ανάγκασε να εκφράζονται με ήχους ζώων. Στην αρχή, σαν σκίουροι, μικρά κοφτά σφυρίγματα. Οι πιο μαύρες σκέψεις γίνονταν τότε αστείες, σαν παιδικά καρτούν. Άλλες φορές, πάλι, έρχονταν με το αλύχτισμα του λύκου που ακουγόταν από τα βουνά. Γίνονταν τότε ένα παραπονιάρικο ταξίμι.

Κι έρχονταν μουσικές από το παρελθόν. Σαν το νερό που αναβλύζει μέσα από τις πέτρες, έτσι ξεπηδούσαν οι μελωδίες από τα βάθη της ψυχής του. Όμως, τι παράξενο! Ο Ζαφείρης δεν θυμόταν τα λόγια. Οι λέξεις, έμοιαζαν σαν ήχος κάποιου άγνωστου θηρίου. Κάτι που προσπαθούσε να τον αγγίξει. Μα εκείνος ήταν αποφασισμένος. Τίποτα ανθρώπινο. Και πρώτο και κύριο, η ομιλία. Αυτή που διαχωρίζει το είδος μας. Δεν ήθελε να ανήκει στο είδος μας. Γι’ αυτό έφυγε. Για να αλλάξει. Να γίνει κάτι άλλο. Κι ας μην ήξερε τι. Ο,τιδήποτε, εκτός από άνθρωπος. 

Βέβαια, το σώμα του τον προδίδει. Δείχνει πού ανήκει. Τα πόδια του δεν είναι αρκετά δυνατά και γρήγορα σαν του ελαφιού, τα μπράτσα δεν μπορούν να τον ανεβάσουν στα δέντρα. Αυτά αναλογιζόταν ο Ζαφείρης κι αναρωτιόταν πώς μπορέσαμε κι επιβιώσαμε ως είδος. Ούτε τρίχωμα να μας προστατεύει από το κρύο, ούτε ιδιαίτερα αναπτυγμένες αισθήσεις, αδύναμοι μυς, ένα πλάσμα, με λίγα λόγια, που δεν ταιριάζει σ’ αυτόν τον πλανήτη. Έτσι σκεφτόταν. Γι’ αυτόν, ο άνθρωπος είναι ένα έκτρωμα, ένα παράσιτο. Όλη η ανθρωπότητα είναι ένα τεράστιο έκζεμα που κατατρώει το δέρμα αυτού του πλανήτη. 

Με αυτήν την σκέψη τον έπιανε πάντα φαγούρα στα δικά του εκζέματα, στα πόδια και στα χέρια. Προσπαθούσε να αποφύγει να ξυθεί, δοκιμάζοντας διάφορα γιατροσόφια. Είχε ανακαλύψει, τελικά, πως η στάχτη, ανακατεμένη με τα ούρα του, δημιουργούσε ένα πολύ ανακουφιστικό κατάπλασμα.

Τη νύχτα έβρισκε καταφύγιο σε μια σπηλιά. Η είσοδός της ήταν καλά κρυμμένη από αδιάκριτα βλέμματα και προστατευμένη από τους ανέμους. Εκεί, σε μια εσοχή του βράχου που δημιουργούσε μια φυσική καμινάδα μέχρι πάνω, άναβε τη φωτιά του. Με αυτή ζεσταινόταν και σε αυτήν μαγείρευε. Κατσαρολικά είχε βρει ανάμεσα σε μπάζα, πεταμένα σε μια ρεματιά. Από εκεί και το τραπέζι με τα σπασμένα πόδια που αντικατέστησε με ξύλα. Και μια πολυθρόνα ξεκοιλιασμένη που την παραγέμισε με ξερά φύλλα. Είναι απίστευτο πόσο χρήσιμα πράματα πετάνε οι άνθρωποι. 

Ο Ζαφείρης περνούσε τη βραδιά έξω από την είσοδο της σπηλιάς, κουκουλωμένος με μια φλοκάτη, χαζεύοντας τα αστέρια κι ακούγοντας τους ήχους του δάσους. Και τότε έρχονταν πάλι οι φωνές. Έρχονταν να χαλάσουν την ηρεμία του. Κουνούσε το κεφάλι, έκλεινε τ’ αυτιά του. Εκείνες όμως εκεί. Ουρλιαχτά παιδιών και κλάματα. Ο Ζαφείρης τιναζόταν τότε πάνω κι άρχιζε να χοροπηδά σαν άγριος με πνιχτές κραυγές και μουγκρητά. Χτυπούσε τα χέρια του πότε στο στήθος και πότε στους τοίχους της σπηλιάς. Μέχρι που έχανε τις δυνάμεις του και ξέπνοος έπεφτε καταγής και αφηνόταν στον ύπνο να τον λυτρώσει.

Και το πρωί, τα τιτιβίσματα των σπίνων έξω απ’ τη σπηλιά τον ξυπνούσαν. Για να συνεχίσει να ζει. Μια ζωή χαμένη στο χρόνο. Μια απέλπιδα προσπάθεια να σβήσει τη μνήμη. 

Η επιβίωση δεν είναι εύκολη στη φύση για ένα τόσο ατελές ον όπως ο άνθρωπος. Όμως με τα χρόνια έμαθε να ξεχωρίζει κάθε χορταράκι που μπορούσε να φαγωθεί. Και τα μανιτάρια του δάσους, παρατηρώντας τι απέφευγαν τα ζώα και τι έτρωγαν. Υπήρχαν όμως μέρες που δεν υπήρχε τίποτα φαγώσιμο. Έξυνε τότε ρετσίνι απ’ τα δέντρα και το μασούσε.  Η πικράδα του τού έκοβε την πείνα. Άλλες φορές πάλι, έσκαβε στις ρίζες για σκουλήκια και σκαθάρια. Αυτό ήταν και το μοναδικό κρέας που έβαζε στο στόμα του. Δεν μπορούσε να σκοτώσει ούτε ποντικό. Δεν άντεχε τη θέα του αίματος. Του έφερνε αναγούλα. Ένα σκοτωμένο ζώο από κυνηγό, αρκούσε για να τον πιάσει κρίση πανικού. 

Έτρεχε τότε αλλόφρονας μέσα στα δέντρα και τους θάμνους, μη λογαριάζοντας τις πληγές που γέμιζαν τα πόδια και τα μπράτσα του. Κι όταν οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν, έπεφτε στο έδαφος με το στόμα στη γη, να κρύψει τ’ αναφιλητά του.

Ο Ζαφείρης θα τα κατάφερνε. Θα τους ξεχνούσε τους ανθρώπους. Όπως τον ξέχασαν κι εκείνοι. Ήταν σίγουρος πως κανείς δεν θα τον θυμόταν τώρα πια. Ακόμη κι εκείνοι που θυμούνταν ότι κάποτε υπήρξε, θα είχαν ξεχάσει τ’ όνομά του. Όπως κι αυτός. Κάθε μέρα συστηνόταν στον εαυτό του με διαφορετικό όνομα. Τίποτα που να σημαίνει κάτι. Ζγκρουπτς. Μπαντίμπα. Κομπάλιε. Κι ένα σωρό άλλα. 

Κάποιες φορές, στον ύπνο του, έβλεπε πως του μιλούσαν τα ζώα κι αυτός τα καταλάβαινε. Πως έρχονταν στη σπηλιά του κάθε είδους πουλί να του πει τα νέα του. Σαν φιλαράκια. Έβλεπε τον εαυτό του δάσκαλο στα πουλιά. Και τότε πεταγόταν. Η υπενθύμιση της ιδιότητάς του τον έφερνε πίσω στο χρόνο, στο 12ο Δημοτικό, εκείνη τη Δευτέρα.

Εκείνη τη Δευτέρα. Δεν θυμόταν, πια, πολλά. Τα είχε αρνηθεί όλα μέσα του. Όμως έρχονταν ξανά οι κραυγές των παιδιών, οι πυροβολισμοί, ο Ζαφείρης να κρύβεται κουλουριασμένος κάτω από την έδρα, τρέμοντας από φόβο. Κι όταν όλα σώπασαν, σηκώθηκε αργά αργά και είδε.

Ο Ζαφείρης θα τα κατάφερνε να ξεχάσει. Ήθελε μόνο χρόνο. Θα έσβηναν όλες οι εικόνες, όλες οι λέξεις, όλο το κόκκινο που είχε πλημμυρίσει τα μάτια του εκείνη την ημέρα. Όταν τρομοκρατημένος αντίκρυσε τους μαθητές του, από τη βάση της έδρας, να κοίτονται αιμόφυρτοι στο πάτωμα. 

Δεν ξαναμίλησε, ο Ζαφείρης, από τότε. Όχι, τουλάχιστον, με ανθρώπινη λαλιά. Έμεινε λίγο καιρό στο ψυχιατρείο. Μέχρι που ήρθαν τα πουλιά. Καθόταν στο παγκάκι, σιωπηλός, με ένα κομμάτι κουλούρι στο χέρι. Και τότε ήρθαν. Ένα σμήνος από κότσυφες προσγειώθηκε μπροστά του. Τον κοίταξαν στα μάτια. Σαν να του μιλούσαν. Κάτι του έλεγαν. Ο Ζαφείρης κατάλαβε. Κι έτσι, έφυγε. Ακολούθησε τα πουλιά. Μακριά από τους ανθρώπους. Μακριά από τον πόνο που του προκαλούσαν.

Μέχρι που, κάποιο πρωινό, άκουσε φωνές στον ύπνο του διαφορετικές από αυτές που ήξερε. Σηκώθηκε αλαφιασμένος. Ήταν άνθρωποι. Ήταν σίγουρα, άνθρωποι. Κι ήταν εκεί έξω. Στη σπηλιά του. Κρυφοκοίταξε από το στενό άνοιγμα. Έρχονταν κατά το μέρος του. Κυνηγοί. Έπρεπε να κρυφτεί. Να μην τον δουν. Μην τον ανακαλύψουν. Μα αυτοί πλησίαζαν . Όλο και πιο πολύ. Έφτασαν έξω ακριβώς από τη είσοδο της κρυψώνας του. Ο Ζαφείρης άρπαξε ένα ξύλο και όρμησε στον πρώτο που παραμέρισε τα κλαδιά που έκρυβαν τη φωλιά του. 

Ένας διαπεραστικός κρότος ακούστηκε και μια δυνατή σουβλιά διαπέρασε το σώμα του. Ένιωσε το παγωμένο πάτωμα της σπηλιάς καθώς ήταν σωριασμένος μπρούμυτα. Ένα κόκκινο ποταμάκι κύλισε μπροστά στα μάτια του. Ο Ζαφείρης χαμογέλασε.

Επιτέλους. Τον βρήκαν. Κάτω από την έδρα. Καιρός να επιστρέψει στους μαθητές του. Στα πουλιά. Στα παιδιά.

 

_____

Τιμήθηκε με Έπαινο στον 22ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της ΕΤΕΠ Κερατσινίου

 

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 07 – 08 Δεκεμβρίου 2024

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 07 – 08 Δεκεμβρίου 2024

Real News Καθημερινή  Πρώτο Θέμα Το Βήμα της Κυριακής Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές των εφημερίδων (Δεν στέλνουμε ανεπιθύμητη αλληλογραφία ενώ μπορείτε να διαγραφείτε με ένα κλικ και...

Επιστροφή στο χωριό

Επιστροφή στο χωριό

Ήθελε πολύ να κλάψει, να ξεσπάσει. Μα όσο κι αν προσπάθησε να βγάλει από μέσα του αυτό που του άδραχνε σφιχτά την καρδιά και του έκοβε την ανάσα, δεν το κατάφερνε. Τα κόκκινα από την αγρύπνια μάτια του παράμεναν στεγνά, σαν τα χωράφια που τα είχε ζεματίσει η αναβροχιά...

Διανύοντας την εσχάτη

Διανύοντας την εσχάτη

Τετάρτη απόγευμα στις φυλακές υψίστης ασφαλείας. Σιωπή ασυνήθιστη στην πτέρυγα των μελλοθανάτων. Από ένα κελί μόνον ακούγονταν ομιλίες. Οι άλλοι έχουν στήσει αυτί.  «Έρχεται το φαγητό;».  «Όχι. Είναι το καρότσι με τα βιβλία». «Έχεις δίκιο. Το άλλο τρίζει...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Διανύοντας την εσχάτη

Διανύοντας την εσχάτη

Τετάρτη απόγευμα στις φυλακές υψίστης ασφαλείας. Σιωπή ασυνήθιστη στην πτέρυγα των μελλοθανάτων. Από ένα κελί μόνον ακούγονταν ομιλίες. Οι άλλοι έχουν στήσει αυτί.  «Έρχεται το φαγητό;».  «Όχι. Είναι το καρότσι με τα βιβλία». «Έχεις δίκιο. Το άλλο τρίζει...

Άφιλτρο τσιγάρο

Άφιλτρο τσιγάρο

ΑΦΙΛΤΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ Κοίτα..  Έλεγα και σου έδειχνα την απλωμένη πόλη προς τα κάτω. Βράδυ στο ‘μπαλκόνι’ της Σαλονίκης. Εγώ δεν την έλεγα ποτέ Σαλονίκη!.  Εσύ μου το κόλλησες. Πάντα Θεσσαλονίκη την έλεγα.  Ολόκληρη.  Γιατί της άξιζε και με το παραπάνω. Κούκλα σαν και σένα....

Υπόγεια ρεύματα

Υπόγεια ρεύματα

Εμφύλιος πόλεμος και στα δύσβατα και απαράκλητα βουνά που πολεμούσαν οι φαντάροι, συνήθιζε τα δύο στρατόπεδα να τα χωρίζει ένας πλατύς ποταμός. Ο ποταμός αυτός δεν είχε όνομα γιατί κάθε φορά που μετακινούνταν τα πεδία των μαχών, ο ποταμός ακολουθούσε την ίδια πορεία,...

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου