Τζέπε και Αζόρ

Δημοσίευση: 28.01.2022

Ετικέτες

Κατηγορία

Είχαμε έναν σκύλο που τον λέγαν Αζόρ. Ο καημένος πίσω από την καγκελόπορτα της διπλανής μονοκατοικίας, με κολάρο, πιστός φύλακας του ηλικιωμένου ζευγαριού που κατοικούσε στο παλιό δίπατο σπίτι. Κάθε φορά που μας έβλεπε κουνούσε χαρούμενα την ουρά του, μιας και μας γνώριζε σαν παιδιά τότε που είμασταν. Καθώς περνούσαν τα χρόνια και γερνούσε ο Αζόρ, αναλογιζόταν όλο και πιο συχνά την ελευθερία που του έλειπε. 

Μια ηλιόλουστη μέρα του Γενάρη, βρεθήκαμε όλοι μαζί να κάνουμε τη βόλτα μας παρέα με τον Αζόρ και τους κυρίους τους, κατεβαίνοντας τον δρόμο που οδηγούσε στο πάρκο Ελευθερίας, για να χαρεί ο Αζόρ, να βρει κι αυτός τους φίλους του και εμείς να παίξουμε μαζί του. Περπατώντας και καθώς μας τραβούσε ο καταευχαριστημένος Αζόρ-οδηγός προς τα εμπρός, βρεθήκαμε μπροστά στο γωνιακό καφενείο όπου μαζευόταν πολύς κοσμός· μερικοί με τους σκύλους τους, όπως ο Γιάννης, που είχε βγει κι αυτός για σωματική άσκηση φορώντας ένα σκούφο και με τη μάσκα του στο πηγούνι. 

Εγώ κουβαλούσα κάτι ψώνια από το μάρκετ η μυρωδιά των οποίων έφερε τον Τζέπε, τον σκύλο του Γιάννη, να τα ψαχουλεύει και να τα οσμίζεται. Ο Τζέπε είναι ένα αλανιάρικο σκυλί, χωρίς λαιμοδέτη, πάντα κοινωνικό και καλόκαρδο όσο κανένας άνθρωπος. Ο Γιάννης, ο οποίος ήταν κάποτε μαθητής του ηλικιωμένου κυρίου του Αζόρ, χάρηκε πολύ που είδε τον παλιό καθηγητή του και βγήκε έξω να τον χαιρετήσει. Κατά πόδας και ο Τζέπε, κουνώντας χαρούμενα την ουρά του, έκανε να πλησιάσει τον καινούριο φίλο του, τον Αζόρ. Ο Γιάννης στην προσπάθειά του να συγκρατήσει τον Τζέπε, τον επέπληξε μαλακά με λόγια ανθρώπινης γλώσσας. Ο δε Αζόρ, ο οποίος είναι μεν πιστό σκυλί αλλά στην πραγματικότητα λίγο ζηλεύει τις βόλτες και την ελευθερία του Τζέπε, σαν μεγαλύτερος στην ηλικία, γυρίζει στον Τζέπε και του λέει: «Τζεπάκο, ενώ είσαι καλόκαρδο σκυλί, στην πραγματικότητα ο κόσμος σε φοβάται γιατί φαίνεσαι αδέσποτος και επικίνδυνος, ενώ δεν είσαι. Εγώ είμαι μεγάλης ηλικίας όπως είναι και οι κύριοί μου οι οποίοι με προσέχουν, όπως φροντίζουν και τη δική τους υγεία, ενώ εσένα ο κύριός σου κινδυνεύει να μεταδώσει στους δικούς μου αυτή τη φοβερή αρρώστια, που όμως εμάς, τα σκυλιά, δεν μας φοβίζει. Οι κύριοι μου, λοιπόν, μου είπαν να είμαι επιφυλακτικός με τα σκυλιά που δεν φορούν κολάρο, όπως κι αυτοί κρατούν τις αποστάσεις από κυρίους που δεν φορούν σωστά τη μάσκα τους.» 

Ο Τζέπε τέντωσε τα μπροστινά του πόδια και του απάντησε: «εμένα ο κύριός μου δεν μου βάζει ποτέ κολάρο, γιατί δεν θέλει να γίνω σνομπ, θέλει να παίζω με όλο τον κόσμο· έτσι, κι αυτός, επειδή είναι καλός και προσιτός άνθρωπος δεν φοράει αυτή τη μάσκα. Εγώ όταν χορτάσω γύρισμα, μαζεύομαι και μπαίνω μες στο καφενείο που έχει ζέστη και απολαμβάνω τη θαλπωρή. Εσύ, όμως, πώς περνάς τις ώρες σου, πίσω από την καγκελόπορτα, παραφυλώντας να ξορκίσεις τους περαστικούς και τα διερχόμενα οχήματα, έτσι ώστε να μην ταράξουν τον ύπνο των αφεντικών σου;»

Ο Αζόρ με βουρκωμένα τα μεγάλα καφετιά του μάτια, του απαντά με όλη την περίσκεψη που τον διακρίνει: «Τζέπε, εμένα αυτή είναι η ζωή μου, είμαι μεγάλος σε ηλικία, δεν μου μένουν πολλοί μήνες ζωής και το έχω αποδεχτεί αυτό. Θέλω να ζήσω ειρηνικά τις τελευταίες μέρες της ζωής μου με τους κυρίους μου που πάντα με αγαπούσαν και με φρόντιζαν σαν παιδί τους, και νοιώθω απέραντη ευγνωμοσύνη για αυτούς. Εσύ όμως έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου και σαν έξυπνο σκυλί που είσαι να πεις στον κύριό σου να φορέσει τη μάσκα του, γιατί έτσι θα προφυλάξει και τα δικά μου αφεντικά, που είναι ηλικιωμένα, και δεν θέλουν να αρρωστήσουν από αυτή τη μεταδοτική ασθένεια. Να κάνεις αυτο που σου λέω, αν θες να με ευχαριστήσεις.»

Εν τω μεταξύ, στο άκουσμα των έντονων συζητήσεων και του σαματά που κάνανε σκυλιά και άνθρωποι, η κυριούλα του πάνω ορόφου ξαφνιάστηκε και βγήκε στο μπαλκόνι της, το καταπράσινο από τα φυτά, να ρίξει μια ματιά κάτω στη γειτονιά, έτσι να δει τι γίνεται. Αφού λοιπόν της έφυγε η απορία και έτσι όπως ήταν έτοιμη να χωθεί ξανά μέσα στην κουζίνα της για να κατεβάσει το φαγητό απ’ τη φωτιά, έτσι ενστικτωδώς, η ματιά της έπεσε σε μια ακρούλα του μπαλκονιού, στο κλουβί του Πίπη, του καναρινιού της. Ένας Πίπης μες στο κρύο. Τη ζαβολιά την είχε κάνει ο εγγονός της που ήταν κλεισμένος μήνες μέσα στο σπίτι με τα σχολεία κλειστά και που για ένα παιδιάστικο πείσμα είχε βγάλει τον Πίπη έξω στο κρύο. Ο λόγος ήταν ότι οι γονείς του δεν του έπαιρναν σκυλάκι, όπως είχαν όλοι οι συμμαθητές του, έτσι ώστε να είναι πιο άνετος όταν θέλει να βγει για περπάτημα με τους φίλους του. Ευτυχώς για τον Πίπη δεν ήταν πολύ αργά. Το χρωστούσε στον Τζέπε και στον Αζόρ. Και μάλιστα από αύριο όλοι, άνθρωποι και ζώα, θα είχαν ο καθένας και από μια καινούρια παρέα.

 

_

γράφει η Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου

Ακολουθήστε μας

Αναμνήσεις

Αναμνήσεις

Ο περιπτεράς απορημένος σηκώνει τα πρωινά ρολά του καταστήματός του, εκείνη στέκεται στη στάση του πρώτου πρωινού λεωφορείου. Βρέχει όμως, σταματά ένα διερχόμενο ταξί. Βρέχει και στέκεται αποσβολωμένη. Γράφει μάθημα το πρωί και ξενυχτά ευχαρίστως, διαβάζοντας. Θα του...

Τα λουλούδια φυτρώνουν στη στάχτη

Τα λουλούδια φυτρώνουν στη στάχτη

Δεν πρόλαβαν να σταματήσουν οι εκκωφαντικοί ήχοι των εκρήξεων και ο Αλεξέι είχε ήδη κουμπώσει τον επενδύτη και έτρεχε βάζοντας το κράνος προς το πυροσβεστικό όχημα – δεν έχει παιχνίδια στον πόλεμο, ο Μιχαήλ στην προχθεσινή βάρδια έκανε εφτά ράμματα που δεν φόραγε...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Τα λουλούδια φυτρώνουν στη στάχτη

Τα λουλούδια φυτρώνουν στη στάχτη

Δεν πρόλαβαν να σταματήσουν οι εκκωφαντικοί ήχοι των εκρήξεων και ο Αλεξέι είχε ήδη κουμπώσει τον επενδύτη και έτρεχε βάζοντας το κράνος προς το πυροσβεστικό όχημα – δεν έχει παιχνίδια στον πόλεμο, ο Μιχαήλ στην προχθεσινή βάρδια έκανε εφτά ράμματα που δεν φόραγε...

Ευτυχισμένοι καιροί

Ευτυχισμένοι καιροί

Ο ροδώνας όλο και μεγάλωνε στο μεγάλο τετράγωνο παρτέρι που είχε στήσει με πολλή δουλειά και αγάπη ο πατέρας της. Στη μέση δέσποζε ένας μεγάλος φοίνικας σε σχήμα βεντάλιας και οι τριανταφυλλιές όλο και πετούσαν καινούρια φυλλαράκια μα και αγκάθια μαζί.  Ζούσε μόνη της...

Εκείνοι, της αντίπερα όχθης

Εκείνοι, της αντίπερα όχθης

Η Μίνα βιαζόταν. Δεν μπορούσε να περιμένει. Έκλεισε βιαστικά τα χαρτιά της. Προχώρησε προς την έξοδο. Έκλεισε με επιμέλεια την πόρτα και κλείδωσε σχολαστικά τρεις φορές. Κατεβαίνοντας την φρεσκοσφουγγαρισμένη αποβραδίς κοινόχρηστη σκάλα, ο ήχος του τηλεφώνου την έκανε...

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου