Την γριά δεν θυμάμαι να την είχα συναντήσει ποτέ. Όμως, χωρίς να την ξέρω, την σκέφτομαι πάντα, αναπολώντας, ιδίως όταν περνώ απόγευμα έξω από το μαγαζί της, στην παραλιακή Νέας Κίου – Ναυπλίου. Για την ακρίβεια εκεί που ήταν πριν καμιά εικοσαετία το μαγαζί της, που έχει γίνει πια σκόνη και το κρατά υπαρκτό στο μυαλό μου η ανάμνηση στιγμών μοναδικών, που είχα ζήσει κάτω από τις λαμαρίνες του, με θέα το Μπούρτζι και τ’ Ανάπλι.
«Της γριάς τα κοτόπουλα». Έτσι το λέγανε, έτσι το έμαθα να το λέω κι εγώ. Έμαθα δια της ακοής γιατί δεν θυμάμαι να υπήρχε ποτέ κάποια ταμπέλα. Και το ‘γραψα στην αρχή. Γριά δεν θυμάμαι. Το γιό της τον θυμάμαι. Αυτός έφτιαχνε τα πιάτα, αυτός και μας σερβίριζε. Συμπαθής, φιλικός πάντα, Καραγιάννης το επώνυμο, κάτσε να θυμηθώ και το μικρό του.
Επιστροφή στα… κοτόπουλα. Ήταν η σπεσιαλιτέ του μαγαζιού, το κοτόπουλο που έφτιαχνε η μάνα του Καραγιάννη, αφού το πέρναγε πρώτα απ’ το τηγάνι. Δεν έτυχε ποτέ να το δοκιμάσω, δεν είμαι και σίγουρος αν το έφτιαχνε μετά τη μάνα του. Άλλωστε, εγώ πήγαινα εκεί για τον γαύρο, τον τηγανισμένο, που τον απολάμβανα παρέα με τον φίλο μου, τον Γιάννη τον Κόκκορη, τον Καραγκιοζοπαίχτη, συνοδεία ούζου, με σκηνικό την μεσαιωνική πολιτεία, απέναντι.
Μιλώ για τα τέλη της δεκαετίας του 80, όπου ένα μοναχικό παλαιό ασβεστωμένο κτίσμα, με στέγαστρα λαμαρίνες και βαμμένες θαλασσιές τις μεταλλικές κολόνες, κυκλωμένο από βούρλα και αρμυρίκια, φάνταζε μέσα στην καρδιά του υδροβιότοπου, σαν σκηνικό ελληνικής ταινίας του ’50.
Είμαι σίγουρος, καθώς ψάχνω μέσα μου τα συναισθήματα που μου γεννούσε ο χώρος εκείνος, πως δεν θα ένοιωθα καμιά έκπληξη αν κάποια στιγμή έβλεπα στο διπλανό μου τραπέζι τον Αυλωνίτη με τον Φωτόπουλο να μου τείνουν τα ποτήρια για το «Εβίβα», καθώς θα επέστρεφε από την ακροθαλασσιά η Ίλυα Λιβυκού, παρέα με την Σπεράντζα Βρανά, χυμώδη και σκερτσόζα.
Το ταβερνείο το είχα ονειρευτεί πολλές φορές με πάλκο, όπου πάνω του θα φώτιζαν χρωματιστά λαμπιόνια και μια ορχήστρα με μπουζούκι θα έπαιζε και θα τραγούδαγε «απόψε στις ακρογιαλιές, αντιλαλούν διπλοπενιές», κάτι που, δυστυχώς, δεν είχα την τύχη να το ζήσω.
Πάει, όμως, κι η «γριά και τα κοτόπουλά» της, πάει και το παραθαλάσσιο στέκι, έγινε θυσία στις επιταγές προστασίας του υδροβιότοπου – να ‘ταν μόνο αυτό που τον… χάλαγε – γκρεμίστηκε και ισοπεδώθηκε, σβήστηκε όπως σβήνουν τα όνειρα και παρέμεινε πια μόνο σαν μια όμορφη θύμηση. Το πάλκο με τα λαμπιόνια τα χρωματιστά, που δεν στήθηκε ποτέ, το αποζητώ από τότε μοναχά στις παλιές ταινίες. Και μαζί με όλα αυτά, πάει και ο φίλος μου ο Κόκκορης…
_
γράφει ο Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
0 Σχόλια