Αν δε μου ’ δινες την ποίηση, Κύριε …
Νικηφόρος Βρεττάκος
Κάθε που ονείρου,
ανανούριστου,
από τ᾽ ουρανού,
το χρυσογόνο κύμα.
Κάθε που νου,
ορφανού,
από τον μπλέ ψίθυρο,
μιας θάλασσας.
Κάθε που άφταστα
τα χελιδονίσματα,
-– κι όταν ακούγεται
με ντεσιμπέλ υπονόμευσης
από τη μέγαιρα γλώσσα
τής διάψευσης,
η μαχαιροβγάλτισσα
προτροπή : “ άστ᾽ αυτά,
γλυκό μου αγόρι !
Άσε τ᾽ ανεξόφλητα άλματα !
Δεν είναι για σένα !
Δε βλέπεις ; Τί τα θες !
Στολή στήλης άλατος
θα φοριέσαι συνέχεια,
όπως η σύζυγος
τού Λώτ, κάθε φορά
που τα γρονθοκοπημένα
βλέμματα των πόθων σου,
θα γυρίζουν με λαγνεία
να κοιτάξουν
προς τα πίσω τους
την ψεύτρα καλλονή,
την miss εκπλήρωση,
εκείνη,
με τα βροντερά στήθη και
τα ερημωμένα,
κόκκινα χείλη της,
που ξεστομίζουν
λόγια Σαλώμες
για το μπορετό
σκαρφάλωμα
τ᾽ ουρανού
τής αστροκέντητης
σκάλας … ”
πόσο τη φοβάμαι
όσες φορές τη μουρμουρίζει – .
Κάθε που η ελπίδα,
γεροντοκόρη,
απειρόγαμη από δικαίωση.
Κάθε που η απόγνωση,
φιλόδολη στέφεται βασίλισσα,
στη φιλόδουλη αυτοκρατορία
ενός πάντα .
Κάθε που η φρίκη,
κόκκινο φουρνίζει χαλί,
για να παρελάσουν
από πάνω της οι
στραβοκάνες γάμπες
τής καθημερινότητας,
ΤΟΤΕ είναι που οι άνθρωποι
τα πεινασμένα χέρια
τής αδημονιάς τους
απλώνουν,
όπως του πρόσφυγα
τα λιμοκτόνα μπράτσα,
σε γραμματάκια ήλιους
και λέξεις κονσέρτα
που κατασπαράζουν
τα νιάτα
των αιώνων τους,
για να σώζουν
με ασκήσεις
διατάσεων χειρών,
όπως οι ναυαγοσώστες
τά μισοπνιγμένα βλέφαρα,
όνειρα βρέφη
που᾽ ναι κουλουριασμένα
σφιχτά, σαν το ηλιοβασίλεμα
την αλμυρή κολυμπήθρα του,
με τα ουρανοφάγα σωσίβια
τής φουσκωμένης
προσδοκίας τους.
Γραμματάκια ήλιοι και λέξεις κονσέρτα
που κατασπαράζουν,
τα νιάτα των αιώνων τους,
να σώζουν με τεχνητές αναπνοές,
το στερνό στέρνο,
μιας φλούδας υπομονής.
Γραμματάκια ήλιοι και λέξεις κονσέρτα
που κατασπαράζουν,
τα νιάτα των αιώνων τους,
να φυτεύουν φιλιά ζωής,
στην ονειροτόκο γλώσσα,
μιας αξεδίψαστης προσμονής.
Φιλιά, φιλιά, φιλιά !
Άπειρα κι αιώνια φιλιά !
Αγνομύριστα φιλιά,
μέχρι να εμέσουν
τα ξενύχτια σπλάχνα,
το δυσειδές νερό
τού ανοημάτιστου .
Μέχρι να μοσχοβολήσουν
αυτά πάλι, πυρπολημένη ψυχή.
Μέχρι να ιδρώσουν
αυτά πάλι, μύρο ελπίδας,
από της αγωνίας τα δάχτυλα
καμωμένο,
μέχρι να κελαηδήσουν
αυτά πάλι, δάκρυ ανάστασης,
από της ευτυχίας τα δάχτυλα
ζυμωμένο.
Ναι!
Τότε!
Κάθε που στης κτηνωδίας
των ενστίκτων
τη λαϊκή πανήγυρη,
το ψηλαφητό σκότος,
λειτουργεί στο θυσιαστήριο
τής σφιγγοφωλιάς
μιας καρδιάς.
Κάθε που το μίσος,
αμβλώνει την Αγάπη από
τη μήτρα τής μοίρας,
ΤΟΤΕ, ναι τότε πάλι είναι
που οι άνθρωποι
ξεκινούν να χτυπούν παλαμάκια,
στο ζεϊμπέκικο τής ιερουργίας
των λέξεων, θωρώντας τες όταν
εκείνες χορεύουν λεβέντικα,
να γίνονται οι μυστικοί
αναγεννήτορες τής ψυχής – αυτής
τής Μήδειας – που
ερωτεύεται πότε πότε,
το σφάξιμο τής
γλαυκής μελωδίας της,
ψάλλοντας ακάματα
στο στασίδι
τής αμφιρρέπειας
τής φύσης της,
το ληγμένο τροπάριο
τού κάποτε
μα ποτέ ξανά πια
άνθρωπος,
τού κάποτε
μα ποτέ ξανά πια
άγγελος,
τού κάποτε
μα ποτέ ξανά πιά
ουρανός.
Κάθε που στις
αχαλίνωτες
βουρδουλιές
των βουρκόνερων,
κάθε που στο μονορούφι
του κρύου,
κάθε που στην
κοσμοχαλασιά
τής υποστολής
τής διαστολής
τής Αγάπης,
ΤΟΤΕ, ναι τότε πάλι είναι
που οι άνθρωποι αποζητούν
μέσα στους βυθούς
των καλπασμών τής
ακατάγγελτης λιθοκαρδίας,
γαστέρες λέξεις που
εγκυμονούν
μαργαριτάρια ελπίδες,
αμαστίγωτο Φως,
Θαβώρειες
αποκαλύψεις και
νοσταλγημένα
παραμύθια που
αηδονολαλούν
το τηλαυγές
τραγούδι
τού κάποτε
μα και ξανά επιτέλους
άνθρωπος,
τού κάποτε
μα και ξανά επιτέλους
άγγελος,
τού κάποτε
μα και ξανά επιτέλους
ουρανός.
ΤΟΤΕ !
Ναι!
ΤΟΤΕ !
Στο ψιλόλιγνο Φως
αυτού τού ΤΟΤΕ,
όπως το αναδρομικό,
κρεμά το επιδρομικό σακάκι
τής αντίστασής του,
στον απρόσευχο καλόγερο
των ερειπίων τής λήθης,
έτσι κι εγώ,
κρεμώ ξανά,
συστάσεις γνωριμίας,
στον προσευχόσχημο καλόγερο
τού δερμάτινου πηλού μου.
Μόνο που με μελαγχολείς,
όταν με ρωτάς συνέχεια
για την καθυστέρηση τού
δρομολογίου τής Άνοιξης.
Βλέπεις, περιμένεις ανυπόμονα
πώς και πώς, μέχρι να κατέβει
το εύκαρδο λεωφορείο της, από τα
καλόψυχα σύνορα τής Βόρειας Αγάπης,
στον πεινασμένο Νότο των επιθυμιών μας,
παρόλο που τα μαστιγοφόρα μεγάφωνα
των πλαδαρών ΚΤΕΛ τής διπρόσωπης υπόσχεσης,
σε απείλησαν ξεκάθαρα, σαν τον Δήμιο
που τον φορά η σκοτεινή
κουκούλα τού αφιλόστοργου,
για την καθυστέρηση
τής άφιξής της,
στην απαρκάριστη
από τριαντάφυλλα ζωή μας.
Κι όλο μού λες πως έρχεται
πάντα εγγλέζος στην ώρα του,
εκείνο το διόροφο,
ελπιδοκτόνο λεωφορείο,
που έχει για πρώτο του όροφο,
την οξύθυμη
εξαπάτηση,
και για δεύτερο όροφό του
την συκοφάντισσα
ακύρωση … αυτό με την
ασχημομούρα κόρνα
τής πονηροθρεμμένης
αποθάρρυνσης,
και τον σκουριασμένο οδηγό
τής υπερφίαλης
απαξίωσης,
με τον δείκτη τού κοντέρ
τής μοχθητότητάς του,
να είναι συνέχεια κολλημένος
στο 100, λες και βάλθηκε
να ξεπεράσει
στην κούρσα τού πεπρωμένου,
ακόμα και τον χρόνο,
που γεννά ένα όνειρο !
Ανυπόμονε !
Ορίστε!
Κάτσε !
Περίμενε !
Αναπαύσου
στην αγαποδίαιτη,
αίθουσα αναμονής τού ΤΟΤΕ !
Εκεί,
στις πολυθρόνες ευφορίες,
που επιτρέπεται
ακόμα και το κάπνισμα
τής ελπίδας,
χωρίς ποινικές κυρώσεις,
από τους ψωνισμένους υπαλλήλους,
τής ανάγωγης ματαίωσης !
Εκεί,
που χτίζεις,
με τούβλα οράματα,
τη μεταφυσική προίκα
τής Πηνελόπης υπομονής,
πριν να επιβιβαστείς
στο ηλιόκτιστο λεωφορείο
τής άνοιξης,
για τα απνευστί μακροβούτια,
στις πανευρωπαϊκές εθνικές
των ονείρων.
Κι αν αντικρύσεις ποτέ,
ευωδέστερη αναμονή απ᾽ αυτήν τού ΤΟΤΕ,
εμένα τότε σφύρα μου !
Καλύτερα σε ρυθμό κλέφτικο,
έτσι … για να παρηγορούμαι,
πως κλέβεται για λίγο,
η αμύθητη αναλγησία,
τού μεγιστάνα ανεκπλήρωτου !
_
γράφει ο Παναγιώτης Σκοπετέας
Να γιατί “χρειάζονται οι ποιητές σ’ ένα μικρόψυχο καιρό”, έχω να απαντήσω στη διάσημα ερώτηση του Φρίντριχ Χάλντερλιν. Τώρα περισσότερο από ποτέ χρειάζονται οι ποιητές σαν και εσάς κε Σκοπετέα για να τονίζουν αυτά για τα οποία πονούμε καθημερινά και δεν έχουμε πια καμία συναίσθηση, για να τονίζουν “την ανεκπλήρωτη αναμονή του ηλιόκτιστου λεωφορείου της Άνοιξης” που υπάρχει στην ψυχή του κάθε ανθρώπου και ίσως δεν το γνωρίζει.
Aγαπητή Κα Δήμου,
σάς ευχαριστώ από καρδιάς
για το τόσο όμορφο σχόλιό σας !
Έχετε απόλυτο δίκιο, όταν λέτε για
την ανεκπλήρωτη άφιξη τού λεωφορείου
τής ‘Ανοιξης και για το ότι αυτό υπάρχει τελικά
σε κάθε ανθρώπινη ψυχή.
Είναι, όμως, τόσο πολύ το καυσαέριο που βρίσκεται εκεί μέσα,
που γι᾽ αυτό χρειάζεται πολύς άνεμος πάσης φύσεως κάθαρσης
μέχρι αυτό να ξαναφανεί και να ξαναβρεί χώρο αιώνιου παρκαρίσματος …
Καλό βράδυ!
Τα λέμε …
[…] Καλύτερα σε ρυθμό κλέφτικο,
έτσι … για να παρηγορούμαι,
πως κλέβεται για λίγο,
η αμύθητη αναλγησία,
τού μεγιστάνα ανεκπλήρωτου […]
Η γραφή σου χαρακτηριστική και ιδιαίτερη Παναγιώτη!Ειδικά οι τελευταίοι στίχοι μου άρεσαν πάρα πολύ!Μπράβο!!
Με την ευχή να σας κλέβει πάντα ο αμύθητος έρωτας
του μεγιστάνα ονείρου …
Καλό βράδυ !
Τα λέμε …
Και κάθε που μοιράζεστε τις σκέψεις σας μαζί μας κι ανεβάζετε τα ντεσιμπέλ με απνευστί μακροβούτια ονείρων. Και κάθε που χτίζετε με τούβλα οράματα υπομονής… Εγώ η ασήμαντη υποκλίνομαι ταπεινά στο λόγο σας!!!! Καλή σας μέρα!!!
Στόμα που παραδέχεται την ασημαντότητά του, έχει ήδη πατήσει απ᾽ αυτήν κι όλας τη γη, το πόδι του,
στην άλλη τη γη, την υψηλή … τού υπερφυσικού, έχει ήδη ξεκινήσει να περπατά στο αγιασμένο σύνορο τού υπέρλογου,
στην ποθητή πατρίδα των αιώνιων μοσχοβολημένων ψιθύρων … εκεί που το μαράζι κι ο στεναγμός τρώνε από κοινού πόρτα …
Κα Σοφία, την ευχή σας … κάποτε να σας μοιάσω …
Καλό βράδυ … και τα λέμε !
Της ποίησης το μέλαθρο που κατοικεί η γραφή σου…
έχει παράθυρα ανοικτά στους ήχους της ψυχής σου!
Κάθε που πιάνεις το χορό…στη μέση του ονείρου…
οι λέξεις σ αφουγκράζονται και όλοι εμείς τριγύρω…
ΜΠΡΑΒΟ ΣΑΣ ….
Eυχαριστώ από ψυχής Κα Πλοκαμάκη !
Κυρίως για την ομοιοκατάληκτη ψυχική σας ορμή!
Καλό βράδυ … και τα ξαναλέμε …
“Κάθε που το μίσος, αμβλωνει την αγάπη από τη μήτρα της μοίρας”… μια από τις πολλές ξεχωριστές φράσεις που συμβάλλουν σε ένα ποιοτικό αποτέλεσμα που όμοιό του δύσκολο να υπάρξει.
Είστε πολύ γλυκός άνθρωπος
Κα Καρλή !
Σας ευχαριστώ από καρδιάς!