Τρέχω ασταμάτητα, χωρίς ν’ αλλάζω θέση,
ζω μα δεν είμαι πουθενά, τίποτα δεν μ’ αρέσει.
Ουρλιάζω μες στη νύχτα μα δεν ακούει κανείς,
ίσως γιατί δεν βγαίνει άχνα καμιάς φωνής.
Μόνο για ψέμα ακούγομαι, αναγκαίο κακό,
σε μια λίμνη μ’ αίμα πνίγεται το άλλο μου εγώ.
Αυτό που μ’ αγαπάει αλλά και με μισεί,
μα αν φύγει έρμαιο θα πάρει τη ψυχή.
Μου ρίχνει τόνους ευθύνης και άδικο δεν έχει.
Στο κρύο και στα κάτεργα το έβαλα να τρέχει.
Το βάφτησα μες σε πυρά ενός κακού αγγέλου,
το ανάγκασα να σέρνεται σα πόρνη ενός μπουρδέλου.
Και ψάχνοντας στον ουρανό ενός Θεού σημάδια,
άγρυπνο τον εκράταγα, ατέλειωτα τα βράδια.
Συνέχεια τον επότιζα τ’ αγγέλου τ’ ακριβά,
χειραγωγώντας τον, πως ειν’ όλα σωστά.
Πως δεν υπάρχει επιλογή και λύση για τον πόνο,
χαρά στην απογοήτευση και παύση για τον φθόνο.
Με τον καιρό απέκτησα ένα άχρηστο ταλέντο,
με μια πειθώ για όπλο μου, το κάνω ό,τι κι αν θέλω.
Στα σωθικά μας η φωτιά είναι ο κάλυκάς μου.
Η ανακούφιση μετά, είναι ο κόλακάς μου.
Κατά καιρούς ερχόμαστε κι οι δυο στα σύγκαλά μας
και τις κουβέντες ψάχνουμε ενός βαλέ ή μιας ντάμας.
Μα όταν αρχίσουν κήρυγμα και νιώσω δυσκολία,
αμέσως με κυριαρχεί μια εφιαλτική μανία.
Και κάνω σα σχιζοφρενής, σα σεληνιασμένος,
ένα τεράστιο κενό νιώθω και κουρασμένος.
Φιλικά τον θάνατο αρχίζω να τον βλέπω,
και σε αφιερώσεις του μαθαίνω να διαπρέπω.
Μα ετούτος επικίνδυνα συνέχεια με κορτάρει,
το λόγο αν διανοηθώ, ο νους μου θα σαλτάρει.
Κουράστηκα όμως να κουβαλώ τους παρελθόντος βάρη.
Μακάρι ν’ άλλαζα το εγώ κι αυτό εμέ, μακάρι…
–
γράφει η Δώρα Βαξεβανοπούλου
Υπέροχος ο μονόλογος- ποίημα σου Δώρα μου. Μου άρεσε πάρα πολύ το θέμα αλλά και η γραφής σου!!! Καλό απόγευμα!!!
τι ποιητική πάλη γεμάτη ένταση και δυνατή ρίμα ανάμεσα στον εαυτό που θέλουμε να έχουμε και σε εκείνον που κουβαλήσαμε απο το παρελθόν…και πόσο δύσκολο να του κλείσουμε την πόρτα. Αλλο ένα ωραίο και γεμάτο ένταση ποιήμα σου Δώρα. Καλή σου μέρα