Μπορεί η οικογένειά της να ήταν φτωχή όπως και το σπιτικό τους, αλλά όλοι είχαν να μιλάνε για το μεγάλο δέσιμο και την αγάπη που είχαν μεταξύ τους.
Πέντε αδέρφια στο σύνολο και κανένα δεν επιβάρυνε την οικογένεια. Το αντίθετο, όλοι δούλευαν και προσέφεραν ό,τι μπορούσαν.
Η μικρότερη όλων, η Αντωνία ερωτεύτηκε. Η άφιξη ενός νεόπλουτου στο χωριό τους την ξεσήκωσε για τα καλά και όχι αδικαιολόγητα.
Όλοι είχαν να λένε για την ομορφιά, την σπιρτάδα και την τσαχπινιά της.
Μαθήτρια τότε ακόμη στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, τα παράτησε όλα για χάρη του και τον ακολούθησε.
Με τη συναίνεση των δικών της παντρεύτηκαν, μετακόμισαν στην Αθήνα και ήταν όλοι ευτυχισμένοι. Η Αντωνία δεν πίστευε στα μάτια της αντικρίζοντας την καινούρια οικία διαμονής της. Αυτό δεν ήταν σπίτι, ήταν παλάτι.
Έπρεπε να αφιερώσεις μια ολόκληρη ημέρα για να το γυρίσεις όλο. Όσο ήταν το σαλόνι τους, ήταν όλο το σπίτι το πατρικό της.
Ο άντρας της, τη λάτρευε, όπως και εκείνη, και η ζωή τους κυλούσε όμορφα, αρχικά.
Κάτι έλειπε όμως από το τεράστιο σπίτι.
Με τον καιρό, ο σύζυγός της έλειπε αρκετές ώρες, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων. Φίλους δεν είχε. Οι γονείς της μακριά. Ενδιαφέρον κανένα.
Το τεράστιο σπίτι άρχισε να συρρικνώνεται και να την πνίγει.
Πιεζόταν συναισθηματικά. Δε μπορούσε ν’ αντέξει άλλο αυτόν τον τρόπο ζωής.
Κάτι έλειπε απ’ αυτό το σπίτι. Η ζεστασιά, η ζωντάνια, η θαλπωρή.
Μόνη της ελπίδα και σκέψη, ο μελλοντικός ερχομός των παιδιών της. Αργούσε όμως τόσο πολύ η στιγμή, και το σπίτι της όλο και μίκραινε.
Οι τοίχοι άρχισαν να τη συμπιέζουν, το ταβάνι έτοιμο να την πλακώσει, και ο σύζυγος σωματικά και συναισθηματικά απών.
Ώσπου η αποκάλυψη ενός γεγονότος, γκρέμισε όλο της τον κόσμο.
Η αδυναμία του συζύγου της να τεκνοποιήσει ήταν το τελειωτικό χτύπημα για εκείνη.
Χωρίς προειδοποίηση, μάζεψε λίγα πράγματα και επέστρεψε στο φτωχικό της. Τουλάχιστον εκεί υπήρχαν αληθινοί άνθρωποι, με αγάπη στην καρδιά.
_
γράφει η Βάσω Καρλή
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
0 Σχόλια