Η φίλη μου η Μάρθα, όλο μου λέει ότι μια φορά την εβδομάδα χάνεται μάθημα. Βαδίζουμε για το Πάσχα. Μας μένουν άλλες δύο εβδομάδες. Λοιπόν, αυτήν την Πέμπτη τα παιδιά είχαν τρίωρη συνέλευση και το μάθημα των τελευταίων ωρών «εξατμίστηκε». Όμως η λαϊκή ήταν Τετάρτη.
Ωραία μέρα η Τετάρτη. Πρώτη ώρα είμαστε στο σχολείο με τη Μάρθα και πίνουμε καφέ. Δεχόμαστε τους γονείς. Στις αρχές ερχόταν να ρωτήσουν. Τότε, πραγματικά, τον καφέ μας δεν τον πίναμε. Τώρα όμως, που τελειώνει η χρονιά, οι γονείς είναι άφαντοι, κι εμείς απολαμβάνουμε το καφεδάκι μας με το τοστ και το νερό το εμφιαλωμένο. Είναι ιεροτελεστία. Από την προηγούμενη, σχολώντας κατηφορίζουμε με τη Μάρθα και όταν αποχωριζόμαστε «θα τα πούμε αύριο το πρωί» «κι έχει μια γλύκα τόση». Ποτέ δεν περίμενα ότι θα υπεραγαπούσα την παραμονή στο σχολείο.
Φέτος όμως το πρόγραμμα έγινε στα μέτρα μας. Αναλάβαμε την Αγωγή Υγείας, κι έτσι τις περισσότερες φορές οι ώρες μας συμπίπτουν. Το πρωί βέβαια, εγώ ανεβαίνω το «Γολγοθά». Πόσο αχάριστη είμαι! Ο δρόμος για το σχολείο είναι ανηφορικός. Το βήμα συνήθως ταχύ, γιατί τα καταφέρνω να εξαντλώ το χρόνο μου και να «παίζω» με τα δευτερόλεπτα. Η τσαντάρα φορτωμένη βιβλία, ούτε μαθήτρια να ήμουν, η καρδιά χτυπά άγρια από την προσπάθεια να προλάβει το χρόνο και βλέποντας την πρώτη ανηφόρα μπροστά μου να εύχομαι «ας ήμουν εκεί πάνω». Η Γωγώ η γυμνάστρια, βέβαια, με καλοτυχίζει που κάνω γυμναστική. Αλλά….
Τέλος πάντων. Τετάρτη 6-4-2005. Ήπιαμε τον καφέ, κάναμε και δυο ώρες μάθημα Πήραμε την κατηφόρα, το δρόμο της επιστροφής, με τη Μάρθα. Και είπαμε να πάμε στη λαϊκή. Μικρή λαϊκή της γειτονιάς, που μέχρι τις δώδεκα δε μένει τίποτα. Μια ματιά να ρίξουμε και πάμε. Σφουγγάρια, ψάρια, τυριά, φράουλες, ωραίο σπανάκι, 0,80 λεπτά, κρεμμύδια, λουλούδια, πάλι σπανάκι 0,75 το κιλό, άνηθος, ρύζι, και πάλι σπανάκι 0,50 λεπτά το κιλό. «Δώσε ένα κιλό». Η Μάρθα βρήκε μια φίλη της, Μαρία, έφυγαν μαζί κι εγώ με το κιλό σπανάκι. Στην επιστροφή, στην αρχή της λαϊκής, η πρώτη κυρία με το σπανάκι πρόσφερε δύο κιλά ένα ευρώ, αλλά είχα αγοράσει.
Πάω στο σπίτι και τι να δω. Ο πατέρας μου αγόρασε δύο κιλά σπανάκι. Το βράδυ έπλυνα το σπανάκι και το έβρασα. Το έβαλα στο φούρνο της κουζίνας και για να κρυώσει και γιατί στο ψυγείο δε χωρούσε, με την προοπτική την άλλη μέρα να το τακτοποιήσω.
Πέμπτη πρωί το νερό από τα σπανάκια το έριξα στις γλάστρες, αλλά το σπανάκι έμεινε στο φούρνο. Πήγα σχολείο, γύρισα, ολόκληρη γυναίκα ακόμη σχολείο πάω, έβαλα το σπανάκι στο ψυγείο, επάνω σε πέντε μπολ με ζελέ. Το σπανάκι μέσα σε ταψάκι. Έκανα μακαρόνια, μου φάνηκαν πιο εύκολα, για να ’χω φαγητό, όμως το φαγητό έφτανε μέχρι και την Παρασκευή.
Μετά την τρίωρη συνέλευση της Πέμπτης με τη Μάρθα πήγαμε, αποφασίζοντάς το ξαφνικά, στο κέντρο, για απορίες στον ΟΤΕ και για ένα δώρο για τα δίδυμα εγγονάκια της συναδέλφου Σάσας. Ωραία γιαγιά! Άμα είναι έτσι οι γιαγιές…Κούκλα. Μακάρι να ‘μασταν όλες έτσι, αλλά ο Θεός, σύμφωνα με τα λεγόμενα της μαμάς μου, άλλους έπλασε και άλλους…
Παρασκευή, λοιπόν, εξασφαλισμένο το φαγητό, αλλά το σπανάκι περνάει κάπου- κάπου απ’ το μυαλό μου. Μήπως γλιτσιάσει και πάει τζάμπα ο κόπος; Παρασκευή! Ωραία μέρα! Τέλος εβδομάδας. Θα ξαπλώσουμε, βρε αδερφέ, με την ησυχία μας. Μήνυμα στο κινητό. «Φιλενάδα, τι κάνεις; Θα βρεθούμε; Χαθήκαμε». Η Σοφία. Διαπραγματεύσεις για την ώρα συνάντησης. Μένει μια ώρα. Προλαβαίνω να κάνω μια πίτα με το σπανάκι. Δεν προλαβαίνω. Άφησέ το καλύτερα. Μετά. Όμως η επιστροφή είναι στις 10.30μμ. Έγραψα και στο video το «Βέρα στο δεξί». Να μην το δω; Έφτασε 12 και άσε τις σπανακόπιτες για αύριο. Έτσι κι αλλιώς δεν έχω γάλα.
7 παρά 20πμ. Ξυπνώ κι ο νους μου στο σπανακόρυζο. Κοιμήθηκα σχετικά νωρίς το βράδυ, 1 περίπου. Χόρτασα ύπνο, πάλι σχετικά, αλλά είναι πολύ νωρίς για δραστηριότητες. Οι άλλοι κοιμούνται. Παιδεύομαι να ξανακοιμηθώ, δε μου βγαίνει. Ανάβω το φως και διαβάζω μερικές σελίδες από τον «Δεκαπενταετή πλοίαρχο». Το διάβαζε λέει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, όταν ήταν παιδί. Το είπε πριν λίγες μέρες σε μια εκδήλωση για βιβλία και αφού υπήρχε στη βιβλιοθήκη, το βρήκα και το διαβάζω. ( Ενημερωτικά, Πρόεδρος Δημοκρατίας ο Κάρολος Παπούλιας και δέκα χρόνια θητείας! Δεν το πιστεύω ότι πέρασαν δέκα χρόνια που έχω σε εκκρεμότητα το «Σπανακόρυζο»!)
Ξανακοιμήθηκα. Είδα ένα όνειρο περίεργο με σπίτια παλιά, φαίνεται ότι επηρεάστηκα από τη συζήτηση με τη Μάρθα την Πέμπτη που βλέπαμε τα παλιά κτίρια περιμένοντας το λεωφορείο. Στρωθήκαμε να παρακολουθήσουμε μια θεατρική παράσταση με την κόρη μου σε υπαίθριο κινηματογράφο. Πολύς κόσμος, πάνινες πολυθρόνες του σκηνοθέτη και στη σκηνή έριχνε ψιχάλες που γίνανε βροχή. Η τέντα που σκέπαζε τους θεατές μετακινήθηκε, τυλίχτηκε σε ρολό. Βρεχόμασταν, φύγαμε. Όμως τώρα που το θυμάμαι, ένα σπίτι παλιό, έτσι όπως διασχίζαμε τους δρόμους, ήταν δήθεν το σπίτι μας. Η μαμά είπε να σκάψουμε, να πάρουμε τα χώματα από την αυλή, τα διαρρύθμισε όπως ήθελε εκείνη. Σκάλες οδηγούσαν σε επάνω όροφο. Αριστερά από τις σκάλες στενός ανηφορικός δρόμος, καλντερίμι.
Εγώ έψαχνα ένα κουβάρι να μάθω να πλέκω, για να περνάει η ώρα μου. Βρήκα ένα, αλλά ήταν λεπτό και οι βελόνες κανονικές. Ζητούσα από την Κούλα και τη γιαγιά Μανιώ να μου δώσουν κουβάρι. Τι περίεργο όνειρο…
Τα δέκα χρόνια που κύλησαν έφεραν… πολλά, ανάμεσά τους πολλή ενασχόληση με τα όνειρα. Άρα μπορώ να δώσω ερμηνεία σε κάποιες λεπτομέρειες. Πρώτα, το να δω παράσταση είναι η αδυναμία μου. Δε λένε ότι βλέπουμε στον ύπνο μας ό,τι μας απασχολεί ή ό,τι επιθυμούμε; Ε, λοιπόν, εγώ συνδύασα κινηματογράφο και θέατρο…
Και πάω στο «Η μαμά είπε να σκάψουμε, να πάρουμε τα χώματα». Σχετικά πρόσφατη είναι η απώλεια της μαμάς. Φεβρουάριος 2003. Ο ιερέας μας έδωσε περιθώριο επτά ετών για την εκταφή. Από την αρχή ήθελα να μην κάνω εκταφή της μαμάς, γι’ αυτό διάλεξα το χωριό νομίζοντας ότι εκεί δεν βγάζουν τους νεκρούς. Ατύχησα όμως. Έχουν περάσει δώδεκα χρόνια. Ακόμη δεν έκανα την εκταφή.
Κι αυτή τη στιγμή τι αποκάλυψη! Το τελευταίο μέρος. Ψάχνω, λέει, ένα κουβάρι για να περνάει η ώρα μου. Να μάθω, λέει, να πλέκω. Δηλαδή να συνεχίσω να ζω. Να μάθω να ζω! Κι ακόμα: τώρα το συνειδητοποιώ: ο αρχαίος ελληνικός μύθος με την Κλωθώ, την Άτροπο, τη Λάχεση. Οι τρεις μοίρες: η πρώτη κλώθει το νήμα της ζωής, η άλλη το κόβει και η Τρίτη δίνει τύχη και ατυχία.
Στα χρόνια που ήρθαν δεν ήταν εύκολο να συνεχίσω να ζω. Το κουβάρι που είχα ήταν με λεπτό νήμα. Οι βελόνες δεν ήταν υπερβολικές, απλά κανονικές. Το κουβάρι ήταν λεπτό. Και οι δύο γυναίκες. Η μια με έναν άντρα άπιστο, φίλη της μαμάς, και η άλλη, υπεραιωνόβια χήρα, πεθαμένη πια. Κάπου ανάμεσα στις δυο αυτές περιπτώσεις ζωής ψάχνω να βρω τις βελόνες για να ζήσω κι εγώ. Πόσο σοφά είναι τα όνειρα! Για την αριστερή κατεύθυνση τι να πω; Ότι τα βολικά πάνε δεξιά ή ότι είμαι μια αγωνίστρια της ζωής; Μάλλον αυτό το δεύτερο και το καλντερίμι επιβεβαιώνει τη δύσκολη πορεία…
10.30 πρωί Σαββάτου. Τώρα πρέπει να πάω για γάλα, για να ρίξω στη σπανακόπιτα και να κάνω και το σπανακόρυζο. Ελπίζω να το πετύχω. Υπάρχει όμως και η εκδοχή να χάλασε το σπανάκι, γιατί το ψυγείο μου δεν είναι και τόσο αντοχής και τότε τζάμπα όνειρα…
_
γράφει η Λέλα Λέαντρος
0 Σχόλια