Πλάι σε ένα τσιμεντάδικο εργοστάσιο με χιλιάδες εργάτες και μηχανικούς, κάπου στην ελληνική παραθαλάσσια επαρχία, υπάρχει η μαρίνα από όπου αποπλέουν κάθε μέρα δεκάδες φορτηγά πλοία μεταφέροντας τσιμέντο στη Λιβύη, στην Αλγερία και σε άλλες χώρες του πλανήτη και όπου καταπλέουν άλλα τόσα βαπόρια με τους γερανούς τους ορθωμένους, περιμένοντας να φορτώσουν, για να μπορέσουν να ξαναφύγουν και πίσω πάλι. Μια ελλειπτική κίνηση θα έλεγε κανείς, όμοια με εκείνη πολλών δορυφόρων ενός μοναδικού πλανήτη.
Σε ένα από αυτά τα βαπόρια υπηρέτησε πιστά τη ναυτοσύνη του και ο καπετάν-Σάββας με καταγωγή από τα Καρδάμυλα της Χίου. Έτσι κατάφερε και όχι μόνο έκανε προκοπή με την οικογένειά του αλλά και αξιώθηκε να γίνει ευεργέτης της γενέτειράς του, ιδρύοντας ένα σχολείο για παιδιά με ειδικές ικανότητες. Ήταν ευαίσθητος άνθρωπος ο καπετάν-Σάββας, σαν να τον είχε μερέψει το απλωμένο του ωκεανού αντί να τον μαγέψει και να τον αγριέψει. Ίσως και να μην είχε φύγει καν ποτέ από τη στεριά, στην πραγματικότητα ή στα όνειρά του.
Ήταν μια από κείνες τις τελευταίες φθινοπωρινές μέρες που θα έδιναν και την τελευταία ευκαιρία στον ήλιο και στον συνταξιούχο πλέον καπετάν-Σάββα, να λάμψουν για τελευταία φορά πάνω στο τεράστιο, ξέμπαρκο και άδειο πια δεξαμενόπλοιο. Ο Σάββας διάλεξε τον γαμπρό του για παρέα. Πίσω, η Καίτη με τα εγγόνια τους τούς ετοίμαζαν το πλούσιο δείπνο με θαλασσινά που τόσο αγαπούσε όλη η ναυτική οικογένεια.
Αγέρωχος και στυλοβάτης πάνω στη γέφυρα ο Σάββας, φορώντας το μπλε ναυτικό κοστούμι του και το πηλήκιό του, να ξεναγεί τον γαμπρό του στα κατατόπια του πλοίου και της θάλασσας μέχρι εκεί που τελειώνει ο ορίζοντας, χωρίς να τον υποψιάζει από την αρχή για το τι θα ακολουθήσει.
Κάποια στιγμή και ενώ ο Μιχάλης ρωτάει αχόρταγα για τεχνικές και άλλες λεπτομέρειες της ναυτοσύνης, ο Σάββας τον διακόπτει ήρεμα. Παίρνει μια ανάσα, στρέφει τον κορμό του προς τη μεριά στη στεριάς και του απευθύνεται: «τον βλέπεις εκείνον;», και του δείχνει πέρα μακριά στα φώτα τα στεριανά, μια μαύρη ανθρώπινη κουκκίδα που επιπλέει στον ορίζοντα.
Χωρίς να δώσει απάντηση, ή έστω να περιμένει κάτι να προσθέσει, ο Μιχάλης διευρύνει ανυπόμονα το οπτικό πεδίο και των δυο τους:
-Και εκείνα τα φώτα, καπετάν Σάββα, τι παριστάνουν; δείχνοντας απέναντι, τους φωσφοριζέ πολύχρωμους προβολείς ενός νυχτερινού κέντρου, οι οποίοι αντανακλούν πέρα ως πέρα πάνω από όλη την επιφάνεια της γκρίζας θάλασσας φωτίζοντας μαγικά τη γέφυρα του βαποριού.
«Εκείνοι οι άνθρωποι, που δείχνεις παιδί μου», απάντησε ατάραχος ο Σάββας, είναι άνθρωποι που έχουν το σκοτάδι μέσα τους και όχι το φως. Μη σε ξεγελούν οι προβολείς. Με κυνήγησαν αρκετοί τέτοιοι στη ζωή μου», συνέχισε, στρέφοντας το κεφάλι του προς τα πάνω, να ατενίσει τον γκρίζο ουρανό. «Άκου τους γλάρους…, ψιθύρισε, βρήκαν καταφύγιο από τη μαύρη απεραντοσύνη του ωκεανού στα φιλόξενα, γερά μα άχρηστα πια μαδέρια. Το κρώξιμό τους προμηνύει ότι έρχεται καταιγίδα…, καλύτερα λοιπόν να βιαστούμε στις εξηγήσεις μας, Μιχάλη».
«Εκείνη, λοιπόν η μαύρη ανθρώπινη κουκκίδα που λέγαμε, περικλείει το φως μέσα της, κι ας λένε ότι το μαύρο είναι η απουσία του φωτός. Πολύ με βοήθησε στη ζωή μου ως ναυτικός να εστιάζω πάντα στη στεριά που θέλω να φτάσω, να βλέπω τους ανθρώπους στις πραγματικές τους διαστάσεις, ούτε πολύ μικρά ούτε πολύ μεγάλα αυτά που λένε και που κάμνουν. Κατάλαβες παιδί μου;».
«Όσο για τα λαμπερά τα φώτα, πολλές φορές είναι ψεύτικα. Δεν είναι διαμάντια. Να, φερ’ ειπείν, δες πώς οι γιγάντιοι προβολείς αλλοιώνουν το χρώμα της θάλασσας, το κάμνουν άγριο, έντονο, ταράσσουν και τη γαλήνη και των αφρόψαρων. Είναι κάτι αφύσικο», έκανε έναν μορφασμό αποστροφής και έστρεψε το βλέμμα του πάλι προς τον ουρανό: «όμως δες τα αστέρια πώς αχνοφαίνονται, ταπεινά, σαν μικρά, κομψά διαμαντάκια, και όμως είναι ετερόφωτα». «Σαν και εμάς τους ανθρώπους που ετεροπροσδιοριζόμαστε», συμπλήρωσε από μέσα του ο Μιχάλης, μαντεύοντας τη σκέψη του πεθερού του.
-Και για να μη στα πολυλογώ άλλο, Μιχάλη, εμένα αυτή ήταν η ζωή μου. Τόσα χρόνια στη ναυτοσύνη, οι πέντε ήπειροι, αμέτρητες στεριές φωτισμένες, με κάθε καιρό να τις ατενίζω από αυτήν εδώ τη γέφυρα. «Στεριά!», φώναζε το πλήρωμα στο βαπόρι και τα φώτα όλο και πιο μεγάλωναν, όλο και πιο αστραφτερά και πιο γιγάντια και πιο ακαταμάχητα, τόσο, που το βαπόρι μια κουκίδα γίνεται και εισχωρεί μέσα στην αγκαλιά ενός λιμένα, γίνεται το ίδιο μέρος του φωτός.
«Αυτό ήταν και το τελευταίο μου μπάρκο, πώς να σου πω(;). Δεν ξαναμπαρκάρω πλέον. Λένε πως άμα δεν φοβηθείς να αντικρύσεις από τη γέφυρα, ψηλά, την έκλειψη της σελήνης όσο βρίσκεσαι καταμεσής του ωκεανού, τότε λένε, πάει · άξιο το ψωμί που σου δωκε η θάλασσα. Και τότε πρέπει να βρεις άξιο διάδοχο να σε αντικαταστήσει…, και έστρεψε το σώμα του προς τη μεριά του Μιχάλη. «Εγώ, Μιχάλη θα φύγω τώρα. Πρέπει να φύγω.»
«Θα σε αφήσω για λίγα λεπτά μόνο πάνω στη γέφυρα να μελετώ τις κινήσεις σου από τη στεριά. Να δω αν είσαι άξιος να με αντικαταστήσεις. Και του έδωσε το ναυτικό πηλίκιό του. «Αυτό στο εξής θα το φοράς μόνο εσύ και μετά από σένα μόνο οι γιοι σου. Έτσι δικαιολογείται. Αντί να είναι το πρώτο μου μπάρκο, θα είναι και το τελευταίο. Και αν ρωτάς της γνώμη ενός γεροκάβουρα, κλείσαν οι δουλειές μου. Τη μια να φτάνουμε νύχτα και να φωτίζεται η στεριά και μαύρη να’ ναι η θάλασσα – και την άλλη να είναι μέρα, γαλάζια να’ ναι η θάλασσα και ο ουρανός και άχρωμη να ξεπροβάλλει η στεριά. Πάω λοιπόν να βρω το Φως το Αληθινό. Γεια και χαρά σου. Πάντα χαρές να έχετε…»
Το επόμενο πρωί ένας ψαράς που μπάλωνε τα δίχτυα του πάνω σε ένα βραχάκι, μέσα σε μια εσοχή που κάνει η θάλασσα (σαν σπηλιά) και δίνει τη θέση της γενναιόδωρα στην ξηρά και στην άμμο, αντίκρυσε το θέαμα ενός γέρου άνδρα, τυλιγμένου με κουβέρτα και με φύκια και δίπλα του τα απομεινάρια μιας φωτιάς που είχε ανάψει, προφανώς για να ζεσταθεί. Δεν είπε τίποτε σε κανέναν, παρά μόνο άναψε το ηλεκτρικό φαναράκι του και το απόθεσε δίπλα στον κοιμισμένο άνδρα, έτσι, για να φωτίζονται τα όνειρά του και για καλές θάλασσες.
_
γράφει η Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου
0 Σχόλια