Την ήξερα από μικρή που ήταν. Πιτσιρίκα!
Μυξιάρικο, ένα πράμα. Κοντό μαύρο μαλλί, αγορίστικο. Μάτια πράσινα, λαμπερά, δύσκολα να τα ξεχάσει κανείς. Δεν κοίταζε. Σε κάρφωνε. Αυτά τα μάτια την πρόδωσαν σε μένα, είκοσι χρόνια μετά που την αντάμωσα, εντελώς τυχαία, κάπου… Κάπου στην Αίγυπτο, στο μπες του Νείλου ποταμού.
Είκοσι χρόνια! Μια ρουφηξιά χρόνου.
Στην Αίνο που ζούσαμε, ήταν δεν ήταν δώδεκα χρονών κοριτσάκι κι εγώ στα είκοσι δύο. Θυμάμαι που δεν είχαν ακόμη ξεφυτρώσει τα στηθάκια της. Πλάκα το στέρνο της, σαν το δικό μου. Τι έγινε στο διάστημα που πέρασε κι έγινε μια γυναίκα δυο μέτρα ψηλή, που λέει ο λόγος, να την βλέπεις και να λιγοθυμάς;
Μ’ έλεγε κάθε φορά που μ’ αντάμωνε, στην προβλήτα τής Αίνου, πως βρωμάω ψαρίλα.
“Κι εσύ βρωμάς κρασίλα, Δωρίχα”, την έλεγα, γιατί καθάριζε τα τραπέζια στις ψαροταβέρνες και τάχα μού μύριζε κρασί. Έκλεινα τη μύτη μου, να γλιτώσω, δήθεν, από την μπόχα. Κι αυτή γέλαγε! Δώσ’ του και γέλαγε. Της έβγαινε από μέσα της ένα γέλιο μακρόσυρτο, γλυκό. Ούτε κι αυτό το ξέχασα. “Ψαρίλα”, να με φωνάζει αυτή. “Κρασίλα”, εγώ. Λεξούλες, που μας έμειναν σαν σύνθημα ανάμεσά μας. Οι μόνες που μας έδεναν.
Στην Αίγυπτο, που την είδα στα ανέλπιστα και με φάνηκε ίδια θεά ξάπλα σε ανάκλιντρο, με ρώτησε αν θέλω να ξεθυμάνω με καμιά Νούβια από τον πάνω Νείλο ή μήπως προτιμώ καμιά Φελάχα ντόπια.
Με τράβηξε το βλέμμα της το καρφωτό, το στράβωμα που έκαναν τα χείλια της, όταν γελούσε και η μνήμη μου πήρε να γυρίζει τις σελίδες τής ζωής μου προς τα πίσω, κάπου είκοσι χρόνια πριν και κόλλησε εκεί! Στην Αίνο! Τότε που εγώ μαντάριζα τα δίχτυα κι αυτή ερχόταν πάνω από το κεφάλι μου και με ζορλάντιζε. Χαζομάρα θα ήταν αν την ρωτούσα αν είναι η Δωρίχα, η Θρακιώτισσα από την Αίνο κι αν κάποτε αντάμωσε ένα ναυτάκι σε ψαροκάικο, ένα κοινό ναυτάκι. Δεν μου έβγαινε να την φωνάξω “Δωρίχα”!
“Κρασίλα!”, την είπα αυθόρμητα κι έκλεισα την μυτάρα μου, όπως το έκανα παλιά, τάχα πως μου βρωμάει κρασί. Δεν χρειάστηκε να επαναλάβω το παρατσούκλι της. Έμεινα έτσι να την κοιτώ. Δεν ξέρω, αν διέκρινε ένα χαμόγελο λαχτάρας που έκρυψα κάτω από το μουστάκι μου.
Σηκώθηκε πάνω κεραυνόπληκτη.
“Ο Ψαρίλας; Το Νιτάκι;”, με ρώτησε αντί να πει σκέτο Ψαρίλα.
“Ο Ψαρίλας, για!”, την είπα καταφατικά κι εγώ, σίγουρος πια πως αυτή που έβλεπα μπροστά μου ήταν η τέλεια μεταμόρφωση ενός πίτσκου κοκαλιάρικου σε μια θεά γόησσα.
Σηκώθηκε και μ’ αγκάλιασε. Πλημμύρισα από το μεθυστικό της άρωμα. Έλιωσα στην επαφή τού φιδίσιου κορμιού της. Πνίγηκα στο σφιχταγκάλιασμά της. Στη θάλασσα, είκοσι χρόνια που βολοδέρνομαι, δεν έτυχε να πνιγώ. Πνιγόμουν τώρα, όμως. Στη στεριά! Μια δρασκελιά από τον Νείλο.
Την άφησα, κρεμασμένη στον λαιμό μου, να ξεθυμάνει από το κλάμα της. Κλάμα βουβό, πνιχτό. Άργησε να με πει πως ήταν κλάμα μοναξιάς. Της θύμισα την ανθρωπομάνα Θράκη. Την Αίνο και το δέλτα του Έβρου ποταμού. Τα χρόνια τα μικράτα της.
Ξενιτιά! Πικρή μια ξενιτιά! Στου διαβόλου την μάνα κατάφερε και βρέθηκε.
“Ψαρίλα!”, με είπε όταν το μπόρεσε, “ξέρεις τι με πειράζει περισσότερο εδώ στην Αίγυπτο;”, με ρώτησε, χωρίς να με αφήσει να την ρωτήσω τι την πειράζει περισσότερο, με τόσα λούσα γύρω της, πνιγμένη μέσα στα πλούτη, σπίτι ανάκτορο, πισίνες και εξωτικά φυτά, δούλες και δούλοι. Κυρίως δούλες.
“Να! Είναι που εδώ, στην Αίγυπτο, βλέπω το πέλαγος ανάποδα! Αλλιώς το βλέπαμε στην Αίνο. Πού είναι ο Βορράς και πού ο Νότος, δεν με λες; Μπερδεύομαι να κοιτώ το πέλαγος προς τον βοριά”.
Βάλαμε μαζί τα γέλια. Γελάσαμε, χορτάσαμε. Γλύκαιναν οι κουβέντες μας. Πιάσαμε να λέμε για καλοκαίρια και χειμώνες στην Αίνο και στα γύρω της. Χιόνια και πάγοι τούς χειμώνες. Κρύσταλλα να κρέμονται από τα κεραμίδια. Κόλλησαν οι αναμνήσεις μας στα κρύα και τις παγωνιές. Για τις ζεστές νύχτες στο Δέλτα τού Ορφικού Έβρου δεν θέλησε να σταθούμε. Εδώ που ζούσε, δέκα χρόνια τώρα, ζέστες είχε πολλές, με είπε, όλον τον χρόνο ζέστη. Μονότονοι καιροί. Αποβλακωτικοί.
“Ξέρεις, εδώ στην Αίγυπτο μ’ αλλάξανε το όνομα”, με είπε διστακτικά. “Ροδώπις είναι το καινούργιο μου. Πιο καλλιτεχνικό, να πούμε!”, με είπε. Πολύ το χάρηκα! Στον νου με ήλθε η Ροδόπη, το άγιο βουνό της Θράκης. Μπερδεύτηκα, ο αγράμματος. Που να ’ξερα πως το νέο της όνομα σχετίζονταν με τα τριανταφυλλένια μάτια της.
Μ’ έβαλε να πλυθώ και να αλλάξω. Μια τέτοια περιποίηση δεν είχα ποτέ άλλοτε στην ζωή μου. Κι αυτή δίπλα μου. Δεν άφησε κανέναν να με πλησιάσει. Στα ξαφνικά, από το τίποτα, φάνηκα βαρκάκι σωτηρίας στην φουρτούνα τής ψυχής της και πήδηξε με την πρώτη μέσα. Έτσι με φάνηκε. Δεν με το είπε. Μα… έχω κι εγώ διαίσθηση, χρόνια πολλά στην θάλασσα που ζω. Η ομορφιά κατάρα γίνεται, καμιά φορά. Εδώ, κοτζάμ θεά Αφροδίτη κι έρχονταν εποχές που ζούσε σαν μαγκούφα.
Δεν έμεινα πολύ. Ίσα ίσα ένα φεγγάρι. Αρχή με τέλος του.
Άνοιξα τα πανιά μου με ούριο καιρό με το τιμόνι κρατημένο στον βοριά για την Παλαίπαφο, απέναντι στην νότια Κύπρο.
Αποβραδίς δεν θέλησε να με πει μια τού αποχαιρετισμού γλυκιά κουβέντα.
“Φεύγεις; Γιατί φεύγεις; Κάτσε κι άλλο, με βαρέθηκες κιόλας;”, με ρωτούσε. “Και ο καιρός! Δεν είναι ο καιρός καλός, ρε Ψαρίλα!”. Μ’ έβαζε να μυρίσω τα χαμσίνια της ερήμου, που όπου να ’ναι θα ξεσπάσουν και να γευθώ τα προμηνύματα κοσμοχαλασιάς, που φέρνει ο Νείλος από τα βάθη της Αφρικής. “Καλά, δεν ακούς που σε μιλάω; Κακό ένα προαίσθημα έχω. Πικραίνεται το στόμα μου, που σε το λέω. Δεν νιώθω καλά, Ψαρίλα μου. Μυρίζει ο θάνατος εδώ στην Αίγυπτο, όταν σε πλησιάζει”, με είπε και με κοίταξε μ’ εκείνα τα ματάκια της, τα φωτεινά. Με λάβωσε, το ομολογώ, αλλά και τι να έκανα; Εκείνο το “Ψαρίλα μου”, που κόλλησε στο τέλος τής κουβέντας της, μ’ έλεγε κάτσε. Το άλλο… δηλαδή, που ήταν η πιο διάσημη αποτέτοια του Νείλου κι έβγαζε με το κορμί της λεφτά με το τσουβάλι, μ’ έλεγε φύγε, φτάνει τόσο, γιατί εμείς οι ναυτικοί εύκολοι ήμαστε στα δίχτυα των παστρικών. Και η ομορφιά της! Και αυτή με έλεγε κάτσε, φύγε. Μπερδεύτηκα, για να πω την αλήθεια. Στο τέλος, είπα να πάρω την απόφαση το καλοκαίρι που θα έρθει πάλι στα μέρη της να επιστρέψω.
“Ξέρεις, Κρασίλα μου; Του χρόνου, πρώτα ο Θεός, πάνω στο ίδιο φεγγάρι, εδώ θα είμαι πάλι. Θα σε πάρω ταξίδι για την Αίνο. Τι λες; Ένα χρονάκι είναι, θα περάσει”.
“Μπέσα, Ψαρίλα μου;”
“Μπέσα!” την είπα κι εγώ και την έκλεισα στην αγκαλιά μου, μικρό σαν να ήταν κι άβγαλτο κοριτσάκι, να κοιμηθεί στο Νίτικο όνειρό της. Στο δικό της όνειρο.
Στένεψαν, λες, οι μέρες και γλίστραγαν πιο εύκολα απ’ την κλεψύδρα της ζωής μου. Πέρασε η χρονιά. Ήλθε ξανά το καλοκαίρι.
Τα έμαθα όλα στη Λέσβο που βρέθηκα, κατεβαίνοντας από την Αίνο για την Αίγυπτο.
Έλεγα να πιάσω πρώτα Μήθυμνα και μετά Ρόδο, Κύπρο, Νείλο. Το είχα πάρει απόφαση. Αν ήθελε να παρατήσει τα πουτανίστικα, εγώ θυσία θα γινόμουν. Κορώνα στο κεφάλι μου θα την είχα. Στεφανωμένη, αστεφάνωτη, ό,τι ήθελε αυτή. Κι έτσι κι αλλιώς για κατηφόρα τού βίου μου πήρα τα χάδια της και τα φιλιά της και μ’ άρεσε το κατρακύλισμα μαζί της.
“Ποιος, ρε σεις; Η ίδια η Σαπφώ;”, ρώτησα κάτι συντρόφια, που ήξεραν καλά τα πράγματα της Λέσβου και με τα λέγανε χαρτί και καλαμάρι.
“Η Σαπφώ!”, με είπαν.
“Ποίημα; Ποίημα για την Δωρίχα;”
“Ολόκληρο”, με είπαν.
Σάστισα, το λέω. Δεν ήταν δα και λίγο. Είπα στην αρχή πως έμπνευση της μεγάλης ποιήτριας θα ήταν η απίστευτη ομορφιά της Δωρίχας. Μετά είπα πως θα ήταν το σκέρτσο και το νάζι της, η πουτανιά, που ακτινοβολούσε το κορμί της. Δεν πήγε το μυαλό μου στον μαχαιροβγάλτη έρωτα. Στον έρωτα του ανεξήγητου, του υπερβατικού. Πάλι καλά, που κατάφερα να γίνω καπετάνιος με τα λιγοστά μου γράμματα.
Φούντωσα με το ποίημα.
Σπουδαίο ένα ποίημα. Η Σαπφώ την έλεγε με το θρακιώτικο όνομά της, “Δωρίχα!”.
Τρέλα με ήρθε.
Βιράραμε την άγκυρα στα βιαστικά. Ξεπάτωσα το τσούρμο μου, να λιγοστέψει τις μέρες μέχρι το Δέλτα του Νείλου ποταμού. Ούτε Ρόδος ούτε Κύπρος. Τσίτα τα πανιά. Όλα τα χέρια στα κουπιά. Πάνω που ξεπρόβαλε στον ορίζοντα το νέο φεγγαράκι, τρεχάτος πήγα στο παλάτι της και…
Τι και, καλέ κι εσείς;
Με πήγαν μισοπεθαμένο, στον θολωτό τάφο της. Τάφος βαλσαμωμένης βασίλισσας.
Τον έφτιαξαν, με είπαν, οι αγαπητικοί της. Αυτοί φρόντισαν για όλα.
Η ίδια, όμορφη σαν ζωντανή, κείτονταν σε κλίνη από χρυσό, ήρεμη και μακάρια, περίμενε, θαρρείς, σε ραντεβού, κρίσιμο ένα ραντεβού, που θα ΄κρινε την ίδια την ζωή της.
Βούρκωσα, μα δεν έκλαψα. Δεν κλαίνε τις αγγελογεννημένες. Δεν κάνει. Ούτε τις μοιραίες γνωριμίες μιας ζωής. “Ήλθα, Κρασίλα μου”, την είπα από μέσα μου και βάλθηκα να μετρώ, αν ήτανε σωστό, να την πάρω για το ταξίδι μας στην Αίνο, κατά πώς της το υποσχέθηκα. Εγώ κι αυτή. Αυτή νεκρή κι εγώ ένα ρημάδι. Ρημάδι του μοιραίου αναποφάσιστου.
Τελικά, είπα, να την αφήσω ήσυχη στην αιωνιότητά της. Και το μόνο που έκανα, ήταν να παραγγείλω σε μάστορα ξακουστό, να της φτιάξει ένα ολόχρυσο φεγγάρι. Να της το βάλω στα μαλλιά.
Να μην λέει, πως ξέχασα εκείνο το μοναδικό φεγγάρι, που έζησα κοντά της ευτυχισμένος.
_
γράφει ο Γιώργος Ψύλλας
τι σχόλιο μπορεί να γίνει εδώ….το κείμενο είναι υψηλής αξίας….έχει ρυθμό,σε κρατάει εντός,θέλεις να δεις που το πάει και χρησιμοποιεί τον περίτεχνο λόγο για την ουσία και όχι ως φτιασίδωμα….μετά από αυτή την ανάγνωση κάποιοι θα χειροκροτούσαν…νομίζω πως ταιριάζει περισσότερο η σιωπή….
Υπέροχη η ιστορία σας!!! Με άγγιξε!!! 🙂