_
γράφει ο Νίκος Πουλικίδης
_
Η οθόνη του κινητού αναβόσβηνε. Μόλις ήρθε το μήνυμα από το αγόρι της. Περιχαρής πληκτρολόγησε την απάντηση αγάπης. Όλα ήταν τόσο αυτοματοποιημένα πλέον. Η αγάπη μπορούσε να βρει καταφύγιο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να γίνει story συναισθήματος και χαράς, να αγκαλιάσει τις ψυχές των ερωτευμένων. Δεν τελείωνε όμως εκεί. Το ίδιο ίσχυε και για τις παρέες. Κάποτε, παρέα με το κρασάκι τους, συζητούσαν, διαφωνούσαν, τσακώνονταν, άναβαν τα αίματα, ήταν όμως ζωντανοί. Πλέον ήταν ζωντανοί-νεκροί στις οθόνες των υπολογιστών για να μορφωθούν και στις οθόνες των κινητών για να αγαπήσουν.
Η οθόνη του κινητού αναβόσβηνε. Η «καλύτερή» της, σύμφωνα με τις αναρτήσεις, φίλη είχε γενέθλια και έκανε πάρτι μεγάλο και σπουδαίο. Όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της μικρής τους πόλης είχαν κατακλυστεί από τα μηνύματα-υπόσχεση για ένα πάρτι που θα έμενε στην ιστορία! Έχοντας αγοράσει το ακριβό δώρο – μια ακόμη βιτρίνα της κάλπικης φιλίας τους, είχε κιόλας ανηφορίσει στο διώροφο σπίτι με τη μεγάλη αυλή και την ωραία πισίνα. Προβάλλοντας την αναγκαία – για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – εκδήλωση αγάπης, τονιζόταν επανειλημμένα και με έμφαση το «πόσο καλά περνούσαν».
Η οθόνη του κινητού αναβόσβησε. Ο φίλος της, με τον οποίο τόσο καιρό ήταν μαζί, αποφάσισε εν μια νυκτί και, χωρίς προηγούμενη συζήτηση, ότι είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου να τραβήξουν χωριστούς δρόμους. Δεν ήξερε αν αισθάνθηκε κάτι. Το σκέφτηκε. Το ζύγισε. Έπρεπε να νιώθει λυπημένη, δεν έπρεπε; Έπρεπε να κλάψει, δεν έπρεπε; Έπρεπε να υπάρχει τώρα κοντά της μια φίλη να τής συμπαρασταθεί, δεν έπρεπε; Το μήνυμα αυτό ήταν η «αποσύνδεση» που χρειαζόταν από τον κάλπικο κόσμο που είχε στήσει γύρω της. Παρατηρώντας τριγύρω τους συνομηλίκους της, συνειδητοποίησε πόσο απελπιστικά μόνοι και μόνες ήταν τελικά ο καθένας και η καθεμιά τους. Ένα πάρτι…οθονών είχε στηθεί, με την ουσιαστική και ανθρώπινη επικοινωνία να λείπει. Ξάφνου ξεχώρισε μια μορφή, που δε βρισκόταν προσκολλημένη σε μια οθόνη με την επιδίωξη να αναδείξει την χιμαιρική της ευδαιμονία. Την ξεχώρισε μέσα στο πλήθος και ήρθε και τής συστήθηκε: «Αντώνης!»
Η οθόνη του κινητού αναβόσβησε, αλλά πλέον δεν είχε καμιά αξία…
0 Σχόλια