– Περιμένετε πολλή ώρα;
– Ε, κάνα δεκάλεπτο.
– Ωραία! Πού πάμε;
– Αθήνα.
– Αθήνα! Θα κάνω οχτακόσια χιλιόμετρα! Μήπως… Μήπως… Γιατί δε μιλάτε;
– Περιμένω να τελειώσουν τα «μήπως» σας.
– Μήπως με δουλεύετε; Σας πληροφορώ ότι έχω δέκα χρόνια να πάρω κούρσα για Αθήνα.
– Δε σας ρώτησα. Εγώ πάω Αθήνα, περιμένετε δύο ώρες και επιστρέφουμε.
– Α! Και πού κατευθυνόμαστε συγκεκριμένα;
– Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, εντάξει;
– Εντάξει, αλλά θα μου προπληρώσετε το πετρέλαιο γιατί δεν έχω χρήματα να φουλάρω.
– Τι θα πει προπληρώνω το πετρέλαιο. Πόσα θέλετε να πάμε και να γυρίσουμε με μια αναμονή όπως σας είπα δυο ωρών;
– Ε, με βρίσκετε απροετοίμαστο, καλά είναι 2000 ευρώ;
– Σταματήστε κάπου να συνεννοηθούμε…
– Μάλλον με δουλεύετε!
– Τι θα λέγατε να με πάτε πίσω στο σπίτι μου και να πάτε μόνος στην Αθήνα!
– Μάλλον, έμπλεξα…
– Αφήστε τα «μάλλον» και πείτε «ναι» ή «όχι».
– Εγώ λέω να σας πάω πίσω στην αφετηρία.
– Πάμε αλλά δε με ακούσατε.
– Θα σας ακούσω εκεί.
– Πάρτε δέκα ευρώ, ευχαριστώ.
– Ταξί, ταξί!
– Μπορείτε να κάνετε ένα πληρωμένο δρομολόγιο και μια εξυπηρέτηση;
– Αν μου πείτε!
– Να πάτε να φέρετε τη γιαγιά μας από την Αθήνα, θα σας περιμένει η νύφη της. Εσείς απλά θα τη μεταφέρετε. Είναι σε άριστη κατάσταση μην ανησυχείτε!
– Πού ακριβώς;
– Στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, απέναντι. Πάρτε 2000 ευρώ, μάρτυρας ο κύριος ταξιτζής που δεν τα βρήκαμε.
– Τι λέτε, μάλλον…
– Ε, για να έχεις δουλειά πρέπει να έχεις και μυαλό…
_
γράφει η Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά
0 Σχόλια