Νύχτα λειψή. Η καύτρα του τσιγάρου διέγραψε μια φωτεινή ελλειπτική τροχιά, πριν σβήσει άδοξα στο βρεγμένο πλακόστρωτο. Περπατούσε.
Είχε αποδράσει από μια βαρετή ζωή. Αν και δεν το ήξερε ακόμη. Έφυγε χτυπώντας την πόρτα πίσω του. Χρειαζόταν κάτι απόψε. Έναν άλλο εαυτό, μακριά από το σπίτι, έναν εαυτό που κάπου είχε ξεχάσει. Που θα άφηνε περήφανα τη νύχτα να ασελγεί στο μυαλό του, χωρίς να φοβάται το λιγοστό της φως. Χωρίς πλήξη.
Δύο στενά πιο κάτω άρχισε πάλι η βροχή. Το βλέμμα του αναζήτησε ένα υπόστεγο. Δεν υπήρχε. Βλαστήμησε χαμηλόφωνα. Τάχυνε το βήμα του, κατέβαινε γρήγορα τα σκαλιά, παραπάτησε σ’ ένα. Η βροχή έπεφτε τώρα με μανία. Όταν έφτασε στις καμάρες, ήταν βρεγμένος ως το κόκκαλο. Μα πλέον δεν τον πείραζε. Ακούμπησε πίσω κι έστριψε ένα τσιγάρο. Ο ρυθμικός ήχος τον συντόνιζε. Έκλεισε τα μάτια. Εναρμονίστηκε μ’ έναν παλιό, διάφανο κόσμο. Τότε που ξαπλωμένος πλάι της έπιανε το χρόνο να επιβραδύνεται, τα αντικείμενα να αιωρούνται κι εκείνη ήταν σίγουρα μια μεταμφιεσμένη θεά και ο φαντασματικός χορός τους το πρόσχημα για να αιχμαλωτίσει την ψυχή του.
Τότε. Τότε που ο πόθος.
Μα τώρα όλα ήταν ήσυχα. Η Ερμούπολη μια πόλη φαντασμάτων. Κοίταξε γύρω του, κανείς. Μόνο η βροχή και η νύχτα. Μια φορά κι έναν καιρό… άρχιζε το αλλόκοτο παραμύθι μέσα του, με τον καιρό χάνεις τα πάντα. Όταν αρχίζει το παζάρι με το χρόνο, αργά ή γρήγορα συνθηκολογείς. Εγκαταλείπεις τη ροή του ποταμού για μια φαντασίωση στην όχθη. Κι όμως, μια φορά, κάπου μακριά, εκείνος είχε κάτι.
Η βροχή σταμάτησε απότομα. Πέταξε το τσιγάρο. Άρχισε να περπατά ξανά. Δεν ήθελε άλλο παρελθόν. Αυτό που χρειαζόταν ήταν ένα ποτό. Κόσμο και φώτα. Κατευθύνθηκε προς το Μποέμ. Έστριψε στην Ερμού κι αποφάσισε να κόψει δρόμο.
Μπήκε στο πρώτο στενό. Δεν είχε κάνει δέκα βήματα, όταν ένιωσε να τον ακολουθούν. Η απόλυτη ησυχία; η ανησυχία του; Ο συντονισμός των ήχων; Ένιωσε περίεργα. Αποφάσισε να το διαπιστώσει. Επιτάχυνε το ρυθμό του και άκουσε τα βήματα πίσω του να αλλάζουν. Τώρα είχε αρχίσει να ανησυχεί. Μα, εντελώς ξαφνικά, ο ήχος χάθηκε. Στράφηκε. Κανείς. Συνέχισε να περπατάει ανακουφισμένος.
Τεκίλα! Να τι του χρειαζότανε. Να διώξει τα φαντάσματα του παρελθόντος. Μια νέα ευκαιρία, μια νέα αρχή απλωνόταν μπροστά του προκλητικά. Και μα την αλήθεια θα την αξιοποιούσε. Και τότε, λίγο πριν στρίψει ξανά, κάποιος του έκλεισε το δρόμο. Το σκοτάδι τον έκανε θεόρατο. Και με έναν περίεργο τρόπο ήξερε ότι είχε μπροστά του αυτόν που τον ακολουθούσε πριν από λίγο. Ο άλλος τον πλησίασε απειλητικά. Το στομάχι του έγινε κόμπος.
«Το πορτοφόλι σου και γρήγορα» πρόσταξε.
Πρώτη του σκέψη ήταν να αντιδράσει. Αλλά ήρθαν στο νου του όσα πρέπει να αποφύγεις, όταν σε κλέβουν. Έβγαλε το μαύρο, φθαρμένο πορτοφόλι του κι έκανε να το ανοίξει. Ο άλλος κινήθηκε απότομα και το άρπαξε.
«Πάρε τα χρήματα. Άσε μου όμως το πορτοφόλι» ψέλλισε βραχνά.
Δεν άντεχε να το χάσει. Ανήκε στον ναυτικό παππού του. Και είχε μεγάλη ιστορία. Το είχε χαρίσει κάποτε σε ένα άγνωστο κορίτσι, στο λιμάνι της Ταρτούς, μετά από μια αξέχαστη νύχτα. Χρόνια μετά την ξαναβρήκε στη Μασσαλία. Την αναγνώρισε εντελώς τυχαία, λόγω του πορτοφολιού. Είκοσι χρόνια την σκεφτόταν.
«Πάρε τα χρήματα» επανέλαβε δυνατά. «Άσε μου όμως το πορτοφόλι».
Ο τύπος γέλασε περιπαικτικά. Μετά σοβάρεψε και έβγαλε από την τσέπη του ένα μαχαίρι. Η λάμα γυάλισε. Ξεροκατάπιε. Κρύος ιδρώτας πάγωσε τη ράχη του. Και τώρα; Άκουσε τον ήχο του δέρματος που σχιζόταν. Είδε το μαχαίρι στο πορτοφόλι.
Χωρίς να σκεφτεί τίποτα, του όρμησε. Χτύπησε δυνατά το ξένο χέρι. Το μέταλλο έπεσε στη γη. Ο ήχος του έδωσε θάρρος. Ο άλλος συνερχόταν από την έκπληξη. Πριν να είναι αργά, τον ξαναχτύπησε στην καρωτίδα. Διπλώθηκε στα δύο αλλά, καθώς έπεφτε, τον τράβηξε μαζί του. Η δύναμη της πτώσης ήταν τρομαχτική. Κατάφερε όμως να του ξεφύγει.
Μάζεψε το μαχαίρι και πετάχτηκε όρθιος. Μα τώρα δεν φοβόταν. Αυτή η νύχτα – τροχιά του έκλεισε το μάτι. Έσκυψε, σήκωσε το πορτοφόλι. Το έσφιξε στο χέρι του κι έφυγε με αργά βήματα.
Ναι, μια τεκίλα. Παρέα με το παρελθόν σήμερα. Χωρίς μέλλον.
_
γράφει η Πηνελόπη Τριάντου
0 Σχόλια