Αγαπιόντουσαν από παιδιά. Μια αγάπη βαθειά, ειλικρινής, χωρίς αγκάθια, δίχως ν’ αποσκοπεί ο καθένας τους σε κάτι άλλο. Θαύμαζαν και εκτιμούσαν ο ένας τον άλλο· το μυαλό, την ντομπροσύνη, την αγωνιστικότητα, την αλήθεια. Μαζί ανοίξαν τα φτερά τους -μεταφορικά και κυριολεκτικά- για τη ζωή τους μετά το σχολείο. Εκείνος σπούδασε Ιατρική, εκείνη, παρόλο που ήθελε ν’ ασχοληθεί με παιδιά και μάλιστα με τις παιδικές ψυχές, κατέληξε να εργάζεται σε μια μεγάλη εταιρία. Οι συναντήσεις τους αραίωναν με τον καιρό, μέχρι που χάθηκαν εντελώς. Εκείνος, τελειώνοντας το Πανεπιστήμιο, έφυγε για την επαρχία, ενώ εκείνη παρέμεινε στο “κλεινόν άστυ”.
Στη διάρκεια των χρόνων που είχαν χαθεί, παντρεύτηκαν και οι δύο, χώρισαν, ξαναπαντρεύτηκαν και κάποια στιγμή συναντήθηκαν για ένα γεύμα. Δεν πρόλαβαν να πουν και πολλά με το στόμα, γιατί τα μάτια και το σώμα τους είχαν ακατάπαυστη πολυλογία.
Χάθηκαν και πάλι, αλλά πάντοτε ο ένας σκεφτόταν τον άλλον με αγάπη, με νοιάξιμο. Και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, που λένε οι γραφές. Εκείνος γύρισε στα πάτριά του εδάφη, ενώ εκείνη παρέμενε στην μεγαλούπολη, που πιο μεγάλη δεν γινόταν.
Κάποιοι κοινοί τους φίλοι -πώς τα φέρνει, αλήθεια, η ζωή- τους έφεραν σε τηλεφωνική επαφή. Η χαρά και η συγκίνηση και των δύο δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια.
«Μόλις κατέβω Αθήνα, τον πρώτο άνθρωπο που θέλω να δω είσαι εσύ…»
«Αυτό σου έλειπε… Και με αναπηρικό καροτσάκι θα έρθω να σε βρω…»
Και δεν άργησε τούτη η συνάντηση.
«Είσαι σίγουρος πως θ’ αναγνωριστούμε μετά από τόσα χρόνια;» τον ρώτησε εκείνη, γελώντας.
«Δεν σου έχουν πει πως τα μάτια και η καρδιά, όσα χρόνια κι αν περάσουν, δεν γερνάνε; Δεν αλλάζουν;…»
Και κανόνισαν την ημέρα, την ώρα και τον τόπο της συνάντησής τους. Εκείνος έχει φτάσει μισή ώρα νωρίτερα στον σταθμό του Θησείου. Γύρω του νεολαίοι που χαίρονται φιλίες και έρωτες. Άνοιξη και ο κόσμος πολύς. Χαζεύει τα παιδιά και νοιώθει κι εκείνος νέος, όταν χτυπά το κινητό του τηλέφωνο.
«Πού είσαι;» ακούει τη φωνή της. Ευλογημένη τεχνολογία! «Έφτασα πιο νωρίς. Θ’ αργή…», δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της.
«Μπροστά σου!» της απαντά εκείνος, ενώ την βλέπει που κοιτάζει ολόγυρα. Την έχει αναγνωρίσει αμέσως.
«Πού;» ρωτά εκείνη.
«Βλέπεις έναν γερούλη με κόκκινο μπουφάν;»
Βρίσκονται απέναντι, σε απόσταση αναπνοής, με τα κινητά ανοιχτά, γελούν και πέφτουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Σαν να σταμάτησε ο χρόνος, σαν να πάγωσαν τα πάντα. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο για κείνους· μόνον οι δυο τους.
Οι νεολαίοι που βρίσκονται γύρω τους, τους κοιτάζουν και χαμογελούν. Τους βλέπουν που ο ένας χαϊδεύει το πρόσωπο του άλλου, αγκαλιάζονται ξανά και ξανά και τους χαζεύουν, σαν κάτι αξιοπερίεργο.
«Κοίτα τι ωραία παππούδια!…» ψιθυρίζει μια κοπελιά στον καλό της. «Κοίτα με πόση αγάπη και λαχτάρα κοιτάζονται κι αγκαλιάζονται… Ποιος ξέρει… Μπορεί να είναι κάποιο ζευγάρι που χάθηκε και συναντήθηκαν μετά από χρόνια… Τι όμορφη εικόνα!…»
Πόσες ώρες έμειναν στο καφενεδάκι της Πλάκας ούτε οι ίδιοι κατάλαβαν. Απόγεμα συναντήθηκαν και είχε νυχτώσει για καλά.
Στις ώρες αυτές άπλωσαν τις ζωές και τις μνήμες τους, χωρίς να κρύβει κάτι ο ένας από τον άλλον. Κάθισαν δίπλα-δίπλα και κάθε τόσο, πότε εκείνος, άλλοτε εκείνη, άπλωναν το χέρι στον ώμο ή στα μαλλιά του άλλου. Γελούσαν με το καθετί, σαν να μην είχε περάσει μέρα από την τελευταία τους συνάντηση. Θυμήθηκαν τα παιδικά και εφηβικά τους χρόνια, μίλησαν για τις “ατυχίες” στις ζωές τους, που αυτές, όμως, τους έκαναν πιο δυνατούς και πιο σοφούς. Ξαναβρήκαν τις κοινές τους πατημασιές, τα κοινά τους πιστεύω και όνειρα, και συνειδητοποίησαν πως, όσα χρόνια κι αν πέρασαν, παρέμεναν εκείνοι οι νέοι με τα οράματα κι ας περπατούσαν στην έκτη δεκαετία της ζωής τους.
«Αλήθεια, αν ξαναγεννιόσουν, θα έκανες τα ίδια;» τον ρώτησε εκείνη.
«Μη σου πω και χειρότερα… Θα ήμουν πιο αγωνιστής. Θα πάλευα περισσότερο…»
«Μα πάλεψες. Και βγήκες και νικητής. Το ότι δεν βρέθηκες σε καμία Μακρόνησο, πυροβολημένος ή και ανάπηρος, αυτό από μόνο του σημαίνει πως βγήκες νικητής.»
«Αλήθεια. Ξέρεις κάτι; Στην ΕΑΤ-ΕΣΑ ήμουν ο μόνος που έτρωγε όλο του το φαγητό. Είχα βάλει σκοπό να επιζήσω. Αρνιόμουν να παραιτηθώ. Κάποιοι από τους συγκρατούμενους και συναγωνιστές με κοίταζαν με απορία. Πώς μπορούσα κι έτρωγα τις αηδίες που μας έφερναν. “Πρέπει να επιβιώσω”, τους έλεγα. “Δεν θα τους κάνω τη χάρη να λυγίσω. Αυτό να κάνετε κι εσείς. Ένας γερός οργανισμός αντέχει περισσότερο στο ξύλο και στα βασανιστήρια, από έναν εξασθενημένο, λόγω νηστείας.”»
Πόσα είπαν, πόσα θυμήθηκαν και πόσες υποσχέσεις έδωσαν για την από δω και πέρα ζωή τους. Και όταν συνειδητοποίησαν πως είχε περάσει η ώρα, είχε πάει πια αργάμιση και οι δικοί τους θα ανησυχούσαν, πήραν το δρόμο-δρομάκι και με τα πόδια, πιασμένοι χέρι-χέρι, έφτασαν έξω από το σπίτι της.
«Κι εσύ πώς θα φύγεις τώρα; Μένεις και στην άλλη άκρη…»
«Εμένα φοβάσαι; Θα πάρω ένα ταξάκι και σε μισή ώρα, το πολύ, θα είμαι στο σπίτι του γιού μου…» της απάντησε, ενώ την αγκάλιασε. «Να μου τους φιλήσεις όλους, σύμφωνοι;» της είπε και αφού την είδε να μπαίνει στην πολυκατοικία, τράβηξε για να βρει ταξί.
Όσον καιρό έμεινε στην Αθήνα, συναντήθηκαν άλλες δυο φορές. Αυτό το πρώτο τους συναπάντημα ήταν μονάχα για τους δυο τους. Την επόμενη φορά, πάλι στην Πλάκα -την λάτρευαν τούτη την περιοχή από τα νεανικά τους χρόνια- λίγη ώρα μετά την συνάντησή τους, ήρθε και η σύντροφός του για να γνωριστούν, ενώ στην τρίτη τους συνάντηση, εκείνη είχε κανονίσει, του έκανε έκπληξη, να είναι στην παρέα τους και μία συμμαθήτριά τους, που εκτιμούσαν και αγαπούσαν πολύ και οι δύο, όπως κι εκείνη.
Τι θυμήθηκαν πάλι… Τις σκανταλιές που γίνονταν τότε, τα ζευγαρώματα και τους καθηγητές τους, συμμαθήτριες και συμμαθητές, αλλά και άλλα, τότε παιδιά, μικρότερα ή και μεγαλύτερα…
Και οι τρεις τους είχαν αφήσει πίσω τις άσχημες εμπειρίες που μπορεί να είχαν και είχαν κρατήσει μόνον τα θετικά.
Από τούτη τη συνάντηση κι ύστερα, ας μην ερχόταν εκείνος συχνά στην Αθήνα, αρνήθηκαν πεισματικά να χαθούν. Κάτι η τεχνολογία, να και τα τηλέφωνα, μιλούσαν, αν όχι σε καθημερινή βάση, πολύ συχνά.
Μια φιλία που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από κείνη του Δάμωνα με τον Φιντία. Μια φιλία ανυστερόβουλη, όπως θα πρέπει να είναι κάθε φιλία. Μια φιλία που στηρίζεται στον αλληλοθαυμασμό, στην αλληλοεκτίμηση και σε ό, τι “αλληλο” υπάρχει.
Πόσο πιο όμορα θα ήταν η ζωή όλων μας, μικρών και μεγάλων, αν αυτό το “αλλήλους” γινόταν νόμος απαράβατος για τον καθένας μας. Πόσο πιο όμορφες θα ήταν οι ανθρώπινες σχέσεις, αν δεν έμπαινε στη μέση το συμφέρον κι εκείνο το “εγώ”.
Ας είναι καλά τούτα τα “παππούδια”, όπως τα είπε εκείνη η κοπελιά, να δίνουν τα φώτα και τη λάμψη τους ολόγυρα, γιατί αυτό ξέρουν να κάνουν…
–
γράφει η Αθηνά Μαραβέγια
0 Σχόλια